Μαύρη κωμωδία και ταυτόχρονα μητροπολιτικό δράμα, η Πλατεία Χανγκόβερ είναι το αριστούργημα του Πάτρικ Χάμιλτον. Ο συγγραφέας ανασυνθέτει τον εξαθλιωμένο, πνιγμένο στην ομίχλη κόσμο των μπαρ, των φτηνών ξενοδοχείων και των μέθυσων φιλοσόφων, απαθανατίζοντας το ήθος μιας ολόκληρης γενιάς και συλλαμβάνοντας τα προμηνύματα της καταστροφής που βάραιναν πάνω στη λονδρέζικη ζωή λίγο πριν ξεσπάσει ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος.

Λονδίνο, 1939. Στις ρυπαρές παμπ του Ερλς Κορτ ο Τζορτζ Χάρβεϊ Μπόουν κυνηγάει χωρίς ελπίδα το αντικείμενο του πόθου του. Η Νέττα είναι ψυχρή, περιφρονητική, σκληρή, όμως ο Τζορτζ είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της. Αθώος σαν παιδί, τρυφερός, κοινωνικά αδέξιος, ο Τζορτζ μεθάει κάθε βράδυ, προσπαθώντας να αποσπάσει την εύνοιά της. Εκτός από τις στιγμές που κάτι κροταλίζει μέσα στο κεφάλι του και συνειδητοποιεί ότι αναμφίβολα πρέπει να την σκοτώσει.

«Πιστεύω ότι το μυθιστόρημα αυτό εντάσσεται σε μια χορεία αντίστοιχων ευρωπαϊκών έργων της ίδιας περιόδου, έργων που είναι αμφίβολο αν τα γνώριζε ο Χάμιλτον, αλλά που ωστόσο συνιστούν κάτι σαν την κοινή κραυγή απόγνωσης των λογοτεχνών της Ευρώπης απέναντι σε εκείνο που ερχόταν και που η επίσημη πολιτική της εποχής προσπαθούσε να πείσει τους πάντες ότι ήταν ιδέα τους, ότι το ρίγος που ένιωθαν βαθιά στα κόκαλά τους δεν σήμαινε τίποτα, ότι ήταν ένα μεμονωμένο σύμπτωμα, κάτι σαν την σχιζοφρένεια του Μπόουν, του κεντρικού ήρωα». -Από το επίμετρο του Νίκου Α. Μάντη

Πάτρικ Χάμιλτον

O Πάτρικ Χάμιλτον ήταν Άγγλος θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος. Γεννήθηκε το 1904 και πέθανε από κίρρωση του ήπατος λόγω αλκοολισμού το 1962. Μαρξιστής, “αντικαπιταλιστής”, και περιθωριακός ο ίδιος, σαγηνεύτηκε από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις και από την ατμόσφαιρα ενός Λονδίνου που δεν υπάρχει πια. Tα τελευταία χρόνια το έργο του αναβιώνει και μελετάται για το ξεχωριστό του ύφος και την ανάλογη του Ντίκενς αφηγηματική φωνή, την οποία χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να μεταφέρει πλευρές της “κουλτούρας δρόμου” του Λονδίνου.