Με τον Χάρολντ Πίντερ το «παράλογο» εισέρχεται δυναμικά στο στενό ιδιωτικό χώρο και σε ρεαλιστικές εικόνες, τις οποίες, ωστόσο, εμβολίζει μια αίσθηση απροσδιοριστίας. Το πιντερικό δωμάτιο είναι ένας χώρος που εκπέμπει τόσο την ασφάλεια και τη θαλπωρή του οικείου όσο και την ψυχρότητα μιας αμφισημίας ως προς την ταυτότητά του, την ιστορία του, το ρόλο και τον προορισμό των παρουσιών εντός του. Ανακαλεί, ως μακρινή ηχώ, την ενδιάθετη τάση του ανθρώπου για επανένωση με τη μήτρα, την ανάγκη του να κατοχυρώσει ένα σημείο αναφοράς, μακριά από το χάος που ξεδιπλώνεται μπροστά του, έτοιμο να τον καταβροχθίσει.

Οι φαινομενικά προστατευμένοι χώροι των πιντερικών έργων, συχνά με την τακτοποιημένη αισθητική τους, αποδεικνύονται εξαιρετικά επισφαλείς. Αλώνονται από έξωθεν εισβολείς, άγνωστης προέλευσης και ταυτότητας, που σπέρνουν υπαρξιακό τρόμο, διαταράσσουν ισορροπίες και αποσταθεροποιούν ακόμα περισσότερο την ήδη ναρκοθετημένη επικοινωνία. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες παρακολουθούμε μοναχικούς, αυτοαναφορικούς ανθρώπους χωρίς ψυχολογικά ερείσματα, με ανακόλουθες ή και απρόβλεπτες συμπεριφορές, περιχαρακωμένους στη δική τους μνήμη και σε αγεφύρωτη διάσταση με τον περίγυρό τους. Ο Πίντερ πλάθει το λόγο του ορμώμενος από την πεποίθηση ότι «τα πρόσωπα που δεν έχουν τίποτα να κομίσουν ως εμπειρία ή να δώσουν πειστικές εξηγήσεις για τα κίνητρά τους είναι εξίσου έγκυρα με εκείνα που, ανησυχητικά, κάνουν όλα αυτά». Οι συνομιλίες των προσώπων στα δικά του έργα ορίζονται από ένα ιδίωμα που ο ίδιος αποκαλεί «παγωμένο νερόλακκο που θα μπορούσε να υποχωρήσει κάτω από τα πόδια τους». Οι διάλογοι χαρακτηρίζονται από ασύνδετες σκέψεις και ρήσεις, ασυνταξίες, αναμηρυκασμούς, περιττολογίες, χρονοκαθυστερήσεις ή επισπεύσεις κατά τις απαντήσεις, καθώς και από μια προτεραιοποίηση του ηχητικού στίγματος, αντί μιας νοηματικής συνοχής, που παραπέμπει σε ένα πρώιμο, ανεπεξέργαστο γλωσσικό πολιτισμό. Μαζί με όλα αυτά, κομβικής σημασίας αναδεικνύεται και η λειτουργία του ιδιαίτερου σαρκαστικού χιούμορ του που αποτυπώνει την κωμικότητα της ζωής με τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες της και την τραγικότητα του ανθρώπου που περιβάλλεται από τη φρίκη της αβεβαιότητας.

Το «Πάρτυ γενεθλίων»

Στο «Πάρτυ γενεθλίων» (1957) το λίβινγκ-ρουμ μιας πανσιόν σε ένα παρακμιακό θέρετρο μετατρέπεται σε αρένα συμπλοκών με θριλερικές προεκτάσεις ανάμεσα στον μοναδικό ένοικό της και σε δύο μυστηριώδεις νέους πελάτες που αποδεικνύονται εντεταλμένοι απαγωγείς. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές ερμηνείας του έργου, του πρώτου μεγάλης διάρκειας που έγραψε ο Πίντερ. Σε σχέση με την υπόθεση, αφορά ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε έναν λιποτάκτη μιας επαναστατικής οργάνωσης και τους επιτελείς της, μια σύλληψη δραπέτη ψυχιατρείου ή μια εκτέλεση αποστολής που έχει διαταχθεί από ένα άλλο σύμπαν; Και σε σχέση με το μήνυμά του, πρόκειται για μια καταγγελία εναντίον των καταναγκασμών που επιβάλλουν κοινωνίες και συστήματα ή μια αλληγορία, σύμφωνα με την οποία το άτομο αποσπάται βίαια από οποιαδήποτε πηγή σιγουριάς για να ενωθεί με το φάσμα των υπαρξιακών ερωτημάτων και του θανάτου;

Η σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη και οι ερμηνείες

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Παλούμπης αναμετρήθηκε με όλα τα ακανθώδη ζητήματα της πιντερικής δραματουργίας (τη διαχείριση του εσωτερικού χώρου, τη νοητή διαγραφή του «έξω», την ελλειπτικότητα ενός λόγου σε συνδυασμό με την ιδιότυπη ρυθμική του, τη σκιαγράφηση των ρόλων και τη βραδυφλεγή κλιμάκωση των εντάσεων) κερδίζοντας το στοίχημα. Η σκηνοθετική γραμμή του επένδυσε σε περιεκτικές εικόνες, σε ωφέλιμους σκηνικούς χωροχρόνους, σε μεστές απεικονίσεις προσώπων και σε πυκνής δυναμικής συγκρούσεις.

Οι ηθοποιοί συνθέτουν τα πορτρέτα τους με σεβασμό και προσήλωση στον κεντρικό άξονα της προβληματικής του συγγραφέα. Ο Στάνλεϋ του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη διαθέτει όλο εκείνο τον παροξυσμικό νευρωτισμό του έκθετου σε μια βασανιστική δυσαρμονία με τον κόσμο γύρω του ανθρώπου που αναζητά εναγωνίως ένα απάγκιο ζωής, όντας αυτοπαγιδευμένος σε φαντασιώσεις και σε περιοχές που εκφεύγουν του συνειδητού. Η Μεγκ της Αθηνάς Τσιλύρα μέσα από τις αυθεντικές και ευφρόσυνες εκδηλώσεις της αφήνει να διαφανεί μια σκοτεινή οιδιπόδεια πτυχή: ένα κράμα μητρικού φίλτρου και ιδεατής σεξουαλικής αναπλήρωσης. Ο ειρωνικός και δηκτικός Γκόλντμπεργκ του Γιάννου Περλέγκα υποστασιοποιεί άψογα τον κόσμο του κυνισμού και της τρομοκρατίας που ενδύεται την λεοντή της συμβατικότητας. Ο Μακ Καν του Γιάννη Στεφόπουλου γίνεται η ενσάρκωση μιας σκαιότητας και βίας, την ίδια στιγμή ρεαλιστικής και μεταφυσικής. Ο Πήτυ του Φώτη Θωμαΐδη παγιώνεται ως μια περσόνα με διαρρηγμένους τους δεσμούς ανάμεσα σε βασικές λειτουργίες: στη σκέψη, στο λόγο και στην εκδήλωση συναισθημάτων. Η Λούλου της Άλκηστις Ζιρώ συστήνεται ως ένας απλοϊκός τύπος, δηλωτικός της αβασάνιστης συνθηκολόγησης και της διαθεσιμότητας για εκμετάλλευση.

Τέλος, η σκηνογραφία της Νατάσσας Παπαστεργίου προσδίδει στο χώρο μια υποχθόνια κοσμιότητα, όπου σοβεί μια βουβή κραυγή τρόμου, ενώ η μουσική του Παύλου Κατσιβέλη κινείται προς την κατεύθυνση να διαποτιστεί η ατμόσφαιρα από μια αύρα σασπένς.


Διαβάστε επίσης:

Πάρτυ Γενεθλίων, του Χάρολντ Πίντερ στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης