Το έργο 

Ο Δημήτρης Δημητριάδης έγραψε την Αγρυπνία (με πρωτότυπο τίτλο Τα δώρα της Νύχτας) το 2019. Πρόκειται για ένα κείμενο με αλληγορικά στοιχεία, αλλά επίσης με απίστευτο ρεαλισμό. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με σκωπτική διάθεση και διεισδυτική ματιά ζητήματα όπως η αμαρτία, η αλήθεια, η αγάπη, η συγχώρεση, η πίστη, η τιμωρία. Εστιάζοντας στη μονολιθικότητα της σκέψης των ανθρώπων, και δή των ανθρώπων της «πίστης», υπογραμμίζει την ευρύτητα της σκέψης και την αποδοχή του διαφορετικού. 

Ο Ευσέβιος, άνθρωπος της εκκλησίας και της «πίστης» –όπως την κατανοεί ο ίδιος– προσπαθεί να σώσει τον μονάκριβο γιο του, Λίνο, από τον δρόμο της αμαρτίας. Προκειμένου να τον διασώσει είναι αποφασισμένος να ευλογήσει την ένωσή του με την Ντέα, μια γυναίκα της νύχτας, η οποία ισχυρίζεται ότι κυοφορεί το παιδί του Λίνου. Ο Ευσέβιος αδιαφορεί ωστόσο για τη σθεναρή αντίσταση του γιου του στις αποφάσεις του. Οι συνέπειες είναι αλυσιδωτές όχι μόνον για την οικογένεια του Ευσέβιου, αλλά και για όποιον σχετίζεται μαζί τους. Άνθρωποι ανασφαλείς, που αναζητούν απεγνωσμένα την αγάπη, την αποδοχή ή την επιβεβαίωση, βρίσκονται δεμένοι στο ιερό άρμα που σύρει ο Ευσέβιος. Είναι όμως η τυφλή και χωρίς συναίσθημα πίστη, ο δρόμος για την ευτυχία και την συναισθηματική πλήρωση; Ή μήπως οδηγεί ευθέως στην οδό της απωλείας; 

Η παράσταση

Ο Αντώνης Καλογρίδης σκηνοθέτησε μια βιωματική παράσταση, η οποία ξεκινάει ήδη με την άφιξη του θεατή στη Συγγρού 33 καθιστώντας σαφή την πρόθεσή του να επικοινωνήσει θεατρικά με όρους site specific παράστασης. Ο χώρος, παλιός κινηματογράφος, θυμίζει night club, εντύπωση στην οποία συνηγορεί όχι μόνον η δυνατή μουσική που ακούγεται από τα ηχεία, αλλά και τα βελούδινα καθίσματα, οι πολυέλαιοι, οι στρωμένες με πλούσια μοκέτα σκάλες, το μπαρ με επιλογή από ενδιαφέροντα κρασιά και ποτά, όπως και το μοναδικής μαξιμαλιστικής αισθητικής μπάνιο με έπιπλα-αντίκες, λουσμένο στο κόκκινο χρώμα. Το κοινό νιώθει ότι βρίσκεται σε ένα νυχτερινό μαγαζί, το οποίο ομοιάζει με αυτό του έργου. 

Οι θεατές, όπως κατεβαίνουν τις σκάλες προς την αίθουσα του θεάτρου, η οποία βρίσκεται δυο σχεδόν επίπεδα κάτω από την επιφάνεια του δρόμου, ομοίως πρόκειται να καταδυθούν στα εσώψυχα των επί σκηνής ηρώων, ανδρείκελων των «αληθινών» πλασμάτων του κόσμου των ιδεών. Άλλωστε, η αλληγορία του σκηνοθέτη γίνεται σαφής ήδη με την έναρξη της παράστασης: το εξαιρετικό σκηνικό με παραπομπές στο «Σπήλαιο» του Πλάτωνα, οδηγεί αναπόφευκτα το κοινό στη συνειδητοποίηση πως ό,τι συμβαίνει επί σκηνής είναι μίμηση της «αληθινής ζωής», η οποία με τη σειρά της μιμείται τον κόσμο των ιδεών. Οι επί σκηνής ήρωες, ζουν σε μια ιδιότυπη σπηλιά σαν αυτή για την οποία μίλησε ο αρχαίος φιλόσοφος. Όλα όσα βλέπουν και βιώνουν θεωρούν ότι αποτελεί την απόλυτη αλήθεια˙ ωστόσο, δεν είναι παρά μίμηση της ζωής αυτών που τους παρακολουθούν ενώ βρίσκονται απέναντί τους στα αναπαυτικά καθίσματα. Αλλά και αυτοί οι τελευταίοι, δηλαδή το κοινό, νομίζουν ότι ζουν στην αλήθεια και το φως, ενώ στην πραγματικότητα αδυνατούν να αντικρύσουν το αληθινό φως του καυτού ήλιου, όπως αναφέρει ο Πλάτωνας.

Το τέλος της παράστασης βρίσκει, αναπόφευκτα, τον θεατή ενεό, αντιμέτωπο με μια οδυνηρή συνειδητοποίηση: οι άνθρωποι ζουν και πιστεύουν ότι πορεύονται στην αλήθεια, αλλά κατ’ ουσίαν, βρίσκονται σε ένα ψέμα, σε μια σκιά, απομακρυσμένοι από τις αληθινές αξίες της ζωής. 

Οι Ηθοποιοί

Εξαιρετική η Ιωάννα Ασημακοπούλου στο ρόλο της Δροσούλας. Προσέδωσε στο ρόλο της κάτι το απόκοσμο, παίζοντας με όλες της τις αισθήσεις και τα μέσα, ακόμα και όταν η δράση δεν ήταν στραμμένη στην ίδια. Εξίσου καλός ο Ευσέβιος του Τάκη Σακελλαρίου, ο οποίος δημιούργησε έναν ισότιμο παίκτη στο ζευγάρι του με την Ι. Ασημακοπούλου. Πάρα πολύ καλός ο Πέτρος του Δημήτρη Δρόσου, ο οποίος απέδωσε με απλότητα αλλά και με περισσή τέχνη τον αμόρφωτο, αλλά βαθιά καλλιεργημένο άνθρωπο της υπαίθρου. Ο Ρόδης του Ντένη Μακρή ήταν άνισος των ικανοτήτων του. Υπήρχαν στιγμές που ήταν πολύ καλός, αλλά ως επί το πλείστον έπλασε ένα ρόλο με κινησιολογική υπερβολή. Η Ντέα της Νικολέτας Κοτσαηλίδου ήταν καλή, όπως εξίσου καλοί ήταν ο Σταύρος Τσουμάνης και ο Νικόλας Χαλκιαδάκης

Οι Συντελεστές

Το εξαιρετικό σκηνικό της παράστασης (Αντώνης ΚαλογρίδηςΒαγγέλης Τάκος) κατείχε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Αρχικά, η κατασκευή που δέσποζε στη σκηνή και η οποία παρουσίαζε ένα δωμάτιο-κουτί το οποίο ήταν του Λίνου. Το δωμάτιο αυτό, το οποίο λειτουργούσε σαν λατρευτικός χώρος για τον Ευσέβιο και τη σύζυγό του Δροσούλα, έμοιαζε με σπηλιά, ενώ στην οροφή του υπήρχε ένας γκρεμισμένος πολυέλαιος από το νυχτερινό μαγαζί όπου δούλευε η Ντέα. Φωτεινές επιγραφές, αμφίπλευρα του σκηνικού, έφεραν την επιγραφή «MΛS†3R TØẄeR» που διηύθυνε ο Ρόδης. Θυμίζοντας το «Πανόπτικον», το οποίο, κατά τον Michel Foucault, στόχευε «στην επιτήρηση και την παρατήρηση, στην ασφάλεια και τη γνώση, στην ιδιωτικότητα και το συγκεντρωτισμό, στην απομόνωση και την διαφάνεια» (Foucault, M. Disciplibe and Punish. 1977: 249), οι επιγραφές παρέπεμπαν στον πύργο ελέγχου που εφάρμοσαν τα σωφρονιστικά ιδρύματα στα οποία και αναφέρθηκε ο Γάλλος φιλόσοφος. Άλλωστε παρόμοια λευτουργία είχε και το «MΛS†3R TØẄeR» του Ρόδη, ο οποίος εκτός από το μαγαζί διηύθυνε, κυρίως, τη ζωή των υπολοίπων. Εξίσου σημειολογικά και σκηνοθετικά ενδιαφέροντα ήταν τα κοστούμια (Λένα Κατσανίδου), με κορυφαίο αυτό του Ευσέβιου, το οποίο, φωτισμένο με κατάλληλο τρόπο, αποτύπωνε σημεία από τις Γραφές. Πολύ σημαντικός επίσης ο ρόλος των Φωτισμών (Κατερίνα Μαραγκουδάκη, Αντώνης Καλογρίδης), οι οποίοι δημιουργούσαν μιαν απόκοσμη αίσθηση, υπογραμμίζοντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του κειμένου και της σκηνοθεσίας. Τέλος, ειδική μνεία χρειάζεται στη μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα, η οποία συνέβαλε καταλυτικά στην παράσταση. 

Εν κατακλείδι

Ο Αντώνης Καλογρίδης πειραματίστηκε σκηνοθετικά, ενώ παράλληλα πάτησε σε μια στέρεη δραματουργική βάση, το κείμενο του Δ. Δημητριάδη, και το αποτέλεσμα τον δικαίωσε απόλυτα.

Photo Credit: Panos Giannakopoulos

Διαβάστε επίσης:

Αγρυπνία, του Δημήτρη Δημητριάδη σε σκηνοθεσία Αντώνη Καλογρίδη στο Θέατρο «Συγγρού 33»