Το έργο

Το κείμενο της παράστασης “Jane” βασίστηκε σε ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά και γνωστά λογοτεχνικά κείμενα της Βικτωριανής περιόδου. Διασκευάζοντας το μύθο και όχι το ίδιο το μυθιστόρημα, η Κατερίνα Μαυρογεώργη (Κείμενο) και η Μαρία Φιλίνη (Σύμβουλος Δραματουργίας) μίλησαν ουσιαστικά για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο.

Η βικτωριανή περίοδος, η οποία πήρε το όνομά της από τη Βασίλισσα Βικτωρία, εκτείνεται χρονικά περίπου από το 1837 (όταν και ανέβηκε στο θρόνο η Βικτωρία), έως και το θάνατό της, το 1901. Κατά την περίοδο των ετών αυτών, έλαβαν χώρα μια σειρά σημαντικών εφευρέσεων, ανακαλύψεων, αλλά και επιστημονικών εκδόσεων. Έτσι, την εποχή αυτή λειτούργησε η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή, αλλά εγκαινιάστηκε και ο υπόγειος σιδηρόδρομος του Λονδίνου, μετά από δοκιμαστική χρήση στην ίδια τη Βασίλισσα Βικτωρία (η οποία γέννησε οκτώ παιδιά) ξεκίνησε η χρήση του χλωροφόρμιου ως αναισθητικής ουσίας στην ιατρική, τοποθετήθηκαν ηλεκτρικοί λαμπτήρες στους δρόμους του Λονδίνου, άρχισε η χρήση του τηλεφώνου, ενώ παράλληλα εκδόθηκε η μελέτη του Κάρολου Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών, λειτούργησε η πρώτη σχολή Νοσοκόμων, νομιμοποιήθηκαν τα εργατικά συνδικάτα και προβλήθηκε η πρώτη κινηματογραφική ταινία. Η έλευση της Βιομηχανικής Επανάστασης ωστόσο δημιούργησε τρομακτικές ανισότητες, τόσο οικονομικές, όσο και κοινωνικές. Η διαδεδομένη παιδική εργασία (χρειάστηκε νομικό πλαίσιο το 1844 που να απαγορεύει την περισσότερο του 12ωρου εργασία στους κάτω των 18 ετών), η απουσία υποχρεωτικής εκπαίδευσης (το 1880 θεσπίζεται η υποχρεωτική εκπαίδευση για παιδιά ηλικίας 7 έως 10), αλλά και τα ανύπαρκτα δικαιώματα των γυναικών ήταν μερικά από τα σημαντικότερα προβλήματα με τα οποία αναμετρήθηκε η κοινωνία της βικτωριανής εποχής.

Παράλληλα, η οικονομική ανέχεια ιδιαίτερα στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, σε συνδυασμό με τη μεγάλη γυναικεία θνησιμότητα, ειδικά κατά τον τοκετό, οδήγησαν πολλά παιδιά στα ορφανοτροφεία διαβιώντας σε απάνθρωπες συνθήκες. Οι γυναίκες και τα παιδιά ήταν οι μεγαλύτεροι χαμένοι, καθώς βρέθηκαν στην πιο δεινή θέση, όπως αποτυπώθηκε και από τα μυθιστορήματα της εποχής. Πλέον χαρακτηριστικά είναι ο «Όλιβερ Τουίστ» του Τσαρλς Ντίκενς, καθώς επίσης τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της Έμιλυ Μπροντέ και η «Τζέην Έυρ» της Σαρλότ Μπροντέ. Και ενώ ο Ντίκενς ασχολήθηκε με τις κοινωνικές και ταξικές διακρίσεις και ανισότητες, και δη αναφορικά με τα παιδιά, οι Μπροντέ έγραψαν μυθιστορήματα με ηρωίδες γυναίκες, οι οποίες μετά από πολλές και επώδυνες περιπέτειες βρίσκουν καταφύγιο στην αγκαλιά ενός στιβαρού και γοητευτικού άνδρα.

Στην “Jane”, παρακολουθούμε πώς η ορφανή Τζέην Έυρ καταλήγει υπό την κηδεμονία της σκληρής θείας της, η οποία θα την οδηγήσει στο ορφανοτροφείο. Εκεί, η μικρή Τζέην θα περάσει πολύ δύσκολα, καθώς θα ζει με ξύλο, τιμωρίες, αρρώστιες και αδιαφορία. Φεύγοντας από εκεί θα ασχοληθεί με ένα από τα ελάχιστα -ίσως και μοναδικά- επαγγέλματα που επιτρεπόταν να ασκούν οι γυναίκες της εποχής, θα γίνει δηλαδή δασκάλα-γκουβερνάντα. Θα μπει εσωτερική στο σπίτι του Έντουαρντ Ρότσεστερ, με τον οποίο και θα ερωτευτεί. Μια σειρά από ατυχίες, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο Λόρδος «ξέχασε» να αναφέρει στην Τζέην ότι είχε ήδη σύζυγο, θα οδηγήσουν την ηρωίδα μακριά του. Όταν όμως επιστρέψει και πάλι κοντά του, θα βρει έναν άλλον άνθρωπο, χτυπημένο από τις ατυχίες της ζωής και θα τον παντρευτεί.

Ιδιαίτερο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον βέβαια, παρουσιάζει το γεγονός ότι τόσο ο 20ός, όσο και ο 21ος αιώνας αναβίωσαν τον τρόπο ζωής, τις συνήθειες, αλλά και την αισθητική της βικτωριανής περιόδου. Τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικές ταινίες ασχολούνται με την εποχή, καθώς και με λογοτεχνικά κείμενα που ανήκουν ή αναφέρονται σε αυτήν. Από τα πλέον θελκτικά θέματα θεωρούνται ο φαινομενικά ρομαντικός έρωτας που βίωναν οι «αδύναμες» γυναίκες, ο οποίος τείνει να μετατραπεί στον απόλυτο έρωτα για τους σύγχρονους ανθρώπους αντιβαίνοντας σε κάθε κεκτημένο του φεμινιστικού κινήματος και μετατρέποντας την γυναίκα σε άβουλο ον, ενώ η μόδα ακολουθεί αισθητικά πολλές από τις συνήθειες της εποχής. Η Jane στηλιτεύει και διακωμωδεί πολλά από αυτά τα κοινωνικά στερεότυπα δείχνοντας στους σύγχρονους θεατές την οδό της συνειδητοποίησης.

Η παράσταση – Η σκηνοθεσία

Η Κατερίνα Μαυρογεώργη υπέσκαψε σημαντικά τον υποτιθέμενο ρομαντισμό ο οποίος συνοδεύει τις ιστορίες της βικτωριανής εποχής, υποθάλποντας το πρότυπο της αδύναμης γυναίκας και του δυνατού άνδρα-προστάτη της. Με αρκετό χιούμορ, αλλά και δόσεις γλυκόπικρης αλήθειας, η σκηνοθέτις δημιούργησε μια παράσταση, η οποία, με απλά σκηνικά υλικά, ζωντάνεψε την ιστορία της Σαρλότ Μπροντέ μπλεγμένης με τη ζωή της ίδιας της συγγραφέως. Ένας προτζέκτορας (άμεση υπενθύμιση ότι ο κινηματογράφος γεννήθηκε σε αυτή την εποχή), μια πολυθρόνα με δύο σκαμπό, ένα χαλί και ένα λαμπατέρ ήταν αρκετά προκειμένου να ζωντανέψουν τη δράση.

Η παράσταση, η οποία κινήθηκε στο χώρο του devised θεάτρου, πάτησε στέρεα σε μια πρωτότυπη δραματουργία, ενώ βασίστηκε επίσης στη λιτή, αλλά άκρως λειτουργική σκηνογραφία και ενδυματολογία, παίζοντας παράλληλα με προβολές και ήχους. Την ίδια στιγμή, η, άλλοτε αυθόρμητη και άλλοτε προσχεδιασμένη, αλληλεπίδραση των ηθοποιών με το κοινό ενίσχυσε την αίσθηση της performance, συμπεριλαμβάνοντας τους θεατές στο πρωτότυπο και ενδιαφέρον σκηνικό θέαμα.

Οι Ηθοποιοί

Και οι τρεις ηθοποιοί ήταν εξαιρετικοί, καθώς παίζουν, αυτοσχεδιάζουν, τραγουδούν και κινούνται στο χώρο της σκηνής. Η Νάνσυ Σιδέρη μαγεύει ως άλλη Τζέην Έυρ τόσο με την υποκριτική και κινησιολογία της, όσο και με τη φωνή, αλλά και τους αυτοσχεδιασμούς της. Η Βίκυ Κυριακουλάκου άμεση, αυθόρμητη, φυσική, κερδίζει το κοινό με το χαμόγελο και την παρουσία της, ακόμα και όταν υποδύεται την σκληρή και άκαρδη θεία της Τζέην. Τέλος, ο Δημήτρης Δρόσος κινείται στο χώρο με την άνεση και τον αέρα του βικτωριανού γόη, ενώ παράλληλα υποσκάπτει με εξαιρετικό χιούμορ αυτό ακριβώς το στερεότυπο. Η αμεσότητα, ο αυτοσχεδιασμός και οι μαγευτικές φωνές και των τριών ηθοποιών κερδίζουν τον θεατή ήδη πριν από την είσοδο στο χώρο του θεάτρου. Άλλωστε, η παράσταση ξεκινάει πριν από το τρίτο κουδούνι, με ένα μικρό (αλλά άκρως ενδιαφέρον) γκάλοπ μεταξύ των θεατών.

Οι Συντελεστές

Η ευφάνταστη, απλή και απολύτως λειτουργική σκηνογραφία και ενδυματολογία (Άρτεμις Φλέσσα) βρίσκονται στα θετικά της παράστασης. Αποτέλεσαν σημαντικά εφόδια προκειμένου να στηθεί μια παράσταση, η οποία έκανε το κοινό να χρονο-ταξιδέψει, επιβεβαιώνοντας ότι το θέατρο μπορεί να προσφέρει στο κοινό την κάνει δυνατότητα να ονειρεύεται. Το ίδιο ισχύει και για τους φωτισμούς (σχεδιασμός φωτισμών: Βάσια Ατταριάν-Σεραφείμ Ράδης), οι οποίοι δεν δημιούργησαν απλώς ατμόσφαιρες, αλλά όρισαν επίσης τον σκηνικό χώρο αποκαλύπτοντας παράλληλα τα συναισθήματα των ηρώων.

Εν κατακλείδι

Μια φρέσκια, ενδιαφέρουσα, πρωτότυπη παράσταση, η οποία σχολίασε με έντονα κωμική διάθεση, αλλά και σκωπτικότητα τη βικτωριανή εποχή, καθώς και την επίδρασή της στη σημερινή εποχή. Η παράσταση υπογράμμισε την οικειότητα του σημερινού κοινού με τη λογοτεχνία, αναδεικνύοντας την, καταστροφική, επίδραση του βικτωριανισμού στη σημερινή εποχή. Ο βικτωριανισμός ο οποίος χρησιμοποιήθηκε σαν φάρος προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δύσκολες κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικές συνθήκες στην Αγγλία του 1960 και 1970, επηρέασε τόσο τις κοινωνικές δομές, όσο και την τέχνη και την αισθητική του 20ού και 21ου αιώνα. Πολλές όμως από τις κοινωνικές, κυρίως, αγκυλώσεις που υπάρχουν έως σήμερα αποτελούν συνέπεια τόσο της βικτωριανής εποχής, όσο και της μετέπειτα αναβίωσης της. Η παράσταση “Jane” βάζει τον θεατή να σκεφτεί και να προβληματιστεί, μέσα από μια άκρως απολαυστική διαδικασία.

Διαβάστε επίσης:

Jane, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Μαυρογεώργη στο θέατρο Θησείον
Νάνσυ Σιδέρη: Ποιος μπορεί να πει ότι δεν υπήρξε ο Χακ Φιν ή η Τζέην Έυρ ή ο Χίθκλιφ;