«Η αλήθεια και η ελευθερία είναι οι στυλοβάτες της κοινωνίας!»

Ο Κάρστεν Μπέρνικ, μεγαλοεπιχειρηματίας και παράγοντας σε μια επαρχιακή παραθαλάσσια πόλη, θεωρείται ένας άντρας άμεμπτης ηθικής και μεγάλος ευεργέτης της πόλης• είναι ένας από τους στυλοβάτες της τοπικής κοινωνίας. Το νέο μεγαλόπνοο επιχειρηματικό σχέδιο του Κάρστεν απαιτεί τη στήριξη της πόλης για να πραγματωθεί, κι ενώ αρχικά φαίνεται πως εύκολα θα μπορέσει να πείσει την τοπική κοινωνία, ξαφνικά το σχέδιο του βρίσκεται σε κίνδυνο: επιστρέφουν μετά από πολλά χρόνια απουσίας δύο συγγενείς του, απειλώντας να ξεσκεπάσουν τα μυστικά του παρελθόντος του. Η υπόληψη του Κάρστεν κλονίζεται, αλήθειες αποκαλύπτονται, και το παρελθόν έρχεται να ρίξει τη σκιά του στο λαμπερό παρόν της οικογένειας Μπέρνικ.

Ο Χένρικ Ίψεν, με επίκεντρο τον κεντρικό ήρωα του έργου, Κάρστεν Μπέρνικ, φτιάχνει μια μεγάλη σύνθεση προσώπων φωτίζοντας το ασφυκτικό, συντηρητικό περιβάλλον μιας επαρχιακής πόλης που στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια. Στο στόχαστρό του είναι η υποκρισία μιας κοινωνίας που ενδιαφέρεται πρωτίστως για το φαίνεσθαι και προσπαθεί να καταπνίξει τις φωνές που αντιστέκονται στις επιταγές της. Ο Ίψεν αποκαλύπτει τις ρυπαρές οσμές που αναδύονται πίσω από τον καθωσπρεπισμό και την ηθικολογία.

Οι «Στυλοβάτες της κοινωνίας» είναι ένα έργο πρόδρομο των άλλων πολύ γνωστών και δημοφιλών του ρεαλιστικών δραμάτων («Σπίτι της κούκλας», «Βρικόλακες», «Ένας εχθρός του λαού», «Αγριόπαπια», «Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν»), το οποίο παίζεται πολύ σπάνια στην Ελλάδα (έχει παρουσιαστεί δύο μόλις φορές στην Αθήνα, το 1902 και το 2016). Το ΚΘΒΕ παρουσιάζει για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη το άγνωστο έργο του μεγάλου νορβηγού δραματουργού, σε διασκευή και σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου. Ο σκηνοθέτης και θεατρολόγος (το διδακτορικό του είναι πάνω στον Ίψεν) μεταγράφει το έργο κοντά στο δικό μας σήμερα, επιχειρώντας να αναδείξει τους ανατριχιαστικούς παραλληλισμούς του έργου με τη σημερινή πραγματικότητα.

Σημείωμα σκηνοθέτη

Ο Ίψεν είναι ο συνοδοιπόρος της θεατρικής –και προσωπικής– μου ενηλικίωσης, η ενασχόλησή μου με το συγγραφικό του έργο είναι διαρκής τα τελευταία 23 χρόνια. Από το –μακρινό– 1997, που έκανα τη διπλωματική εργασία μου στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ, έως σήμερα, δεν έχω σταματήσει να ερευνώ για τη σχέση του Ίψεν με την ελληνική σκηνή. Το 2012 –μετά από 14 χρόνια έρευνας και συγγραφής– υποστήριξα, στο Τμήμα Θεάτρου, τη διδακτορική διατριβή μου, με θέμα την παρουσία του συγγραφέα στην Ελλάδα, από την πρώτη του εμφάνιση, το 1894, έως το 2000. Στη συνέχεια επεξεργάστηκα ξανά το υλικό της διατριβής για την έκδοση ενός βιβλίου μου (Ο Ερρίκος Ίψεν στην ελληνική σκηνή. Από τους Βρυκόλακες του 1894 στις αναζητήσεις της εποχής μας, Αμολγός, Αθήνα, 2016).

Ο θαυμασμός μου για τον συγγραφέα με είχε αποτρέψει έως τώρα από το να σκηνοθετήσω κάποιο έργο του. Ήρθε όμως το πλήρωμα του χρόνου να αντιμετωπίσω τους φόβους μου και να επιχειρήσω την πρώτη μου σκηνοθεσία στον Ίψεν. Και για την πρώτη μου αυτή απόπειρα έκρινα σκόπιμο να συστήσω στο ελληνικό κοινό ένα σχεδόν άγνωστο έργο του συγγραφέα. Οι στυλοβάτες της κοινωνίας (ο τίτλος είναι προφανώς σαρκαστικός) έχουν να παιχτούν, σε πλήρη μορφή, από το 1902, οπότε ο Θωμάς Οικονόμου το ανέβασε στο Βασιλικό Θέατρο των Αθηνών (το σημερινό Εθνικό Θέατρο). Το έργο ξανανέβηκε πολλές δεκαετίες αργότερα: η Βαλεντίνη Λουρμπά το σκηνοθέτησε το 2016, σε μια συντετμημένη εκδοχή του, στο Θέατρο Εκάτη, στην Αθήνα. Δεν είναι άλλωστε μόνο ελληνικό το φαινόμενο, οι Στυλοβάτες παίζονται σπανίως και στον υπόλοιπο κόσμο.

Ο Ίψεν γράφει τους Στυλοβάτες το 1877, στη μέση της συγγραφικής του καριέρας (είναι το 15ο από τα συνολικά 26 θεατρικά του). Έχει ήδη γράψει τότε μερικά από τα σπουδαία ποιητικά του έργα: Οι μνηστήρες του θρόνου (1863), Μπραντ (1865), Πέερ Γκυντ (1867), Αυτοκράτορας και Γαλιλαίος (1873). Οι Στυλοβάτες σηματοδοτούν τη στροφή του στον ρεαλισμό, όλα τα μέχρι τότε θεατρικά του είναι γραμμένα είτε σε στίχο, είτε τοποθετούνται στο ιστορικό παρελθόν (με την εξαίρεση του Συνδέσμου των νέων, 1869). Από τους Στυλοβάτες κι έπειτα, ο Ίψεν παίρνει τη συνειδητή απόφαση να μιλήσει ευθέως για την κοινωνία της εποχής του. Θα γράψει πλέον μόνο σε πρόζα και τα έργα του θα εξελίσσονται στο παρόν, ασκώντας οξεία κοινωνική κριτική. Και αυτή η δοκιμή του στη νέα συγγραφική φόρμα του ρεαλισμού έχει, όπως είναι φυσικό, κάποιες αδυναμίες. Και σε ζητήματα τεχνικής (στην έκθεση πληροφοριών του παρελθόντος των ηρώων) και σε ζητήματα συγγραφικού στυλ (τα πρόσωπα εξηγούν τις προθέσεις και τις σκέψεις τους με έναν τρόπο όχι φυσικό για έργο ρεαλισμού). Επιπλέον, ο Ίψεν δεν αποφεύγει κάποια τάση για διδακτισμούς, επιφυλάσσοντας για φινάλε στο έργο ένα υπερβολικά αισιόδοξο –κατά τη γνώμη μου– happy end. Αδυναμίες που ο συγγραφέας θα αντιμετωπίσει στα επόμενα θεατρικά του έργα, όπου θα εξελίξει τη συγγραφική του φόρμα, παραδίδοντας, αμέσως μετά τους Στυλοβάτες, τέσσερα αριστουργηματικά ρεαλιστικά έργα κοινωνικής πολεμικής (ακολουθούν: Το σπίτι της κούκλας, 1879• Βρικόλακες, 1881• Ένας εχθρός του λαού, 1882• Η αγριόπαπια, 1884).

Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που οι Στυλοβάτες παίζονται, παγκοσμίως, πολύ λιγότερο από άλλα έργα του. Και όμως, πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο, η συγγραφική ιδιοφυΐα του Ίψεν είναι, φυσικά, κι εδώ παρούσα, διαγράφοντας συναρπαστικούς χαρακτήρες, θέτοντας τολμηρά κοινωνικά ζητήματα, οικοδομώντας με αριστοτεχνικό τρόπο την πλοκή. Αλλά για να εξορύξει κανείς «τα πλούσια μεταλλεύματά» του (όπως θα έλεγε και ο Μπόρκμαν), οφείλει –νομίζω– να είναι «ασεβής» απέναντί του.

Γι’ αυτό κι αποφάσισα να προχωρήσω σε μια διασκευή του κειμένου, παίρνοντας –ομολογουμένως– πολλές ελευθερίες. Μετέθεσα το έργο κοντά στο δικό μας σήμερα, έκανα δομικές αλλαγές, φώτισα λίγο διαφορετικά κάποιους από τους ήρωες, ξαναέγραψα μερικές σκηνές του, άλλαξα τελείως το φινάλε, αλλά και ανέπτυξα μοτίβα και χαρακτηριστικά ηρώων που ξαναβρίσκουμε στα μετέπειτα έργα του (στους Στυλοβάτες θα συναντήσει κανείς τα προπλάσματα διάφορων κατοπινών ηρώων του, όπως η Νόρα, η Έντα Γκάμπλερ, ο Μπόρκμαν, η Έλλα και η Γκούνχιλντ του Μπόρκμαν, ο Πάστορας Μάντερς των Βρικολάκων, κ.ά.). Πρόκειται λοιπόν για μια ελεύθερη διασκευή, η οποία όμως μένει –ελπίζω– πιστή στο πνεύμα του πρωτοτύπου και αναδεικνύει τις αρετές του.

Κλείνοντας αυτό το σημείωμα, θα ήθελα να αφιερώσω τη διασκευή στον ομότιμο καθηγητή του ΑΠΘ Νικηφόρο Παπανδρέου, στον οποίο οφείλω την ενασχόλησή μου με τον Ίψεν. Νεαρός φοιτητής του και θαυμαστής του θεατρολογικού του έργου, θέλησα να συνεχίσω τη δική του έρευνα για τον συγγραφέα (το βιβλίο του για τα πρώτα χρόνια της πρόσληψης του Ίψεν στην Ελλάδα αποτελεί μια σπουδαία παρακαταθήκη της θεατρικής μας βιβλιογραφίας). Ο Νικηφόρος Παπανδρέου, όχι μόνο δέχτηκε να εποπτεύσει τη διατριβή μου, αλλά και είναι παρών στη θεατρική μου ζωή εδώ και 30 κοντά χρόνια• είναι ένας άνθρωπος που με έχει καθορίσει, είμαι ευγνώμων για όλα όσα έχω μάθει δίπλα του. -Γιάννης Μόσχος

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας, Διασκευή-Σκηνοθεσία: Γιάννης Μόσχος, Σκηνικά-Κοστούμια: Τίνα Τζόκα, Μουσική-Ηχητικός σχεδιασμός: Θοδωρής Οικονόμου, Κίνηση: Στέλλα Μιχαηλίδου, Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος, Video design: Μιχάλης Κλουκίνας, Α’ Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα-Μαρία Ιακώβου, Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Άγγελος Κάλφας, Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Ελένη Κανακίδου, Φωτογράφιση παράστασης: Τάσος Θώμογλου, Οργάνωση παραγωγής: Φιλοθέη Ελευθεριάδου, *Γ΄ βοηθός σκηνοθέτη (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Αθηνά Κερανά

Παίζουν: Γιάννης Γκρέζιος (Όλαφ / Ένας φωτογράφος), Δανάη Επιθυμιάδη (Ντίνα), Θόδωρος Ιγνατιάδης (Ρούμελ), Δημήτρης Καρτόκης (Κραπ), Γιώργος Καύκας (Κάρστεν Μπέρνικ), Δημήτρης Κολοβός (Άουνε), Ντίνα Μιχαηλίδου (Μάρτα Μπέρνικ), Μαρία Μπενάκη (Κυρία Χολτ), Δημήτρης Ναζίρης (Βίγκελαντ), Ιωάννα Παγιατάκη (Κυρία Ρούμελ), Ορέστης Παλιαδέλης (Ρέρλουντ), Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου (Λόνα Χέσελ), Έφη Σταμούλη (Μπέτυ Μπέρνικ), Χρίστος Στυλιανού (Γιόχαν Τόνεσεν), Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου (Κυρία Λύνγκε), Σαμψών Φύτρος (Χίλμαρ Τόνεσεν)

Διάρκεια: 110΄ (Με διάλειμμα)