«Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους, κάθε δυστυχισμένη οικογένεια ωστόσο είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο» είχε πει ο Λέων Τολστόι στο κορυφαίο του μυθιστόρημα Άννα Καρένινα.

Η τραγωδία της οικογένειας των «Ψαράδων» είναι μία ωδή στον οικογενειακό πόνο που μόνο ο χρόνος μπορεί να επουλώσει ενώ κανείς με βεβαιότητα δεν μπορεί να αποκλείσει πως οι πληγές που άνοιξαν προς κάθε κατεύθυνση θα κλείσουν αναίμακτα για αυτούς που μένουν πίσω αγκαλιά με τις θλιβερές αναμνήσεις. Η ιστορία της οικογένειας που περιγράφεται εδώ έχει στοιχεία αληθοφάνειας αλλά είναι σπαρμένη και με την εγχώρια πραγματικότητα της σύγχρονης Νιγηρίας. Συνεπώς, μπορεί να λειτουργήσει και παραβολικά εκ μέρους του συγγραφέα αφού με την ώριμη και ακατάπαυστη αφήγησή του, τα γλωσσικά του ιδιώματα και την ακέραιη πορεία του στην ανάλυση του νου των χαρακτήρων του, μοιάζει να εισβάλει στο σώμα της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας του άρρωστου σώματος που λέγεται Νιγηρία και σαν γιατρός πάνω από τον ασθενή να προσπαθεί να αναζητήσει τις αιτίες του θανάτου του.

Ο Αμπούλου για παράδειγμα, αυτό το αλλόκοτο πλάσμα που κυκλοφορεί στους δρόμους και σπέρνει πανικό, είναι η προσωποποίηση του κακού, ένα τερατούργημα της ίδιας της φύσης, η οποία το προστατεύει και ο μύθος της γέννησής του και της ίδιας του της ζωής, δημιουργούν στον αναγνώστη ένα μείγμα συναισθημάτων σχετικά με το πρόσωπό του. Είναι άξιος λύπησης και οίκτου για αυτά που κουβαλά στην ψυχή του ή είναι πάλι ένα μυθικό τέρας που αξίζει να αφανιστεί για τα δεινά που προκάλεσε στην οικογένεια Άγκβου? Γιατί αυτό που αφήνεται να εννοηθεί είναι πως αυτός φαίνεται να είναι υπαίτιος για το δηλητήριο που κύλησε στον οικογενειακό ποταμό και έσπειρε χείμαρρους μίσους ανάμεσα στην άλλοτε πειθαρχημένη από τον πατέρα οικογενειακή ηρεμία.

Στα χνάρια του διαπρεπούς Νιγηριανού Τσινούα Ατσέμπε και του βιβλίου του, «Τα πάντα γίνονται κομμάτια», ο Ομπιόμα με το βιβλίο αυτό, το οποίο ήταν επάξια υποψήφιο για το βραβείο Booker 2015, διαμορφώνει έναν ολόκληρο κόσμο περισυλλογής γύρω από τα θέματα της συγχώρεσης, της αδελφικής αγάπης, της αμαρτίας, της πίστης στον Θεό, της θυσίας απέναντι σε μία ανώτερη δύναμη, της αδυναμίας του ανθρώπου να έρθει αντιμέτωπος με την ίδια του την υπόσταση. Από την αρχή μέχρι το τέλος, ο Ομπιόμα δεν εφησυχάζει και δεν αναλώνεται σε εύκολες λύσεις σκηνοθετικές, εμμένει στην μάχη που δίνει απέναντι στα δικά του βιώματα ως πολίτης και ως «μηχανή» καταγραφής των δυσκολιών να αποτελείς μέλος μίας κοινωνίας που αυτομαστιγώνεται ελέω ανύπαρκτων ηγετών και ικανών πολιτικών να αλλάξουν την εικόνα διάλυσης που συντελείται. Ως δημιουργός μίας φανταστικής ιστορίας που δεν απέχει από μία πραγματική παρά λίγο μόνο, προσδίδει μία περιρρέουσα ατμόσφαιρα μεταφυσικών γεγονότων και ανεξήγητων συμβάντων που λαμβάνουν χώρα όσο ξετυλίγεται το κουβάρι της περιγραφής του και έρχονται στην επιφάνεια δεδομένα. Και εκεί εντάσσονται η τραγική εξαφάνιση ενός παιδιού της οικογένειας μετά την εγκληματική του πράξη έναντι του αδελφού του, η τραγική φιγούρα της μητέρας που χάνει ένα ένα τα παιδιά από κοντά της σαν άλλη Ιφιγένεια, ο διαβολικός Αμπούλου που μοιάζει έρμαιο της μοίρας του για αυτά που έχει πράξει ενώ δεν γνωρίζει ότι σφάλλει. Ο Ομπιόμα παίζει χωρίς αμφιβολία με το ανθρώπινο πεπρωμένο και με την συνείδηση των ηρώων του περνώντας τους από πλήθος δοκιμασιών με σκοπό να ορίσει τις ψυχικές τους αντοχές.

Αυτή η ανθρώπινη περιπέτεια περνά από πολλές φάσεις που άλλοτε δείχνουν φως και άλλοτε σκοτάδι, άλλοτε σημάδια πως η θεϊκή παρέμβαση θα σβήσει τις μαύρες κηλίδες που έχουν εμφανιστεί στην ζωή της οικογένειας, άλλοτε πάλι ακλόνητες αποδείξεις πως η δυστυχία όλο και θα μεγαλώνει γιατί η σωτηρία μοιάζει «πουκάμισο αδειανό» για να θυμηθούμε τον Σεφέρη. Ο συγγραφέας αφήνει στον αναγνώστη ένα αίσθημα αγωνίας, σύννεφα άγνοιας ενίοτε για αυτά που απρόσμενα θα επακολουθήσουν γιατί οι τύχες της οικογένειας είναι στα χέρια κάποιας άγνωστης θεότητας. Άλλοτε πάλι αφήνει την ανάγκη για συμπαράσταση απέναντι σε αυτά τα πρόσωπα που θαλασσοδέρνονται στον όλεθρο και τα γεγονότα αυτά μαρτυρούν αναμφίβολα πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβαίνει μόνο στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Ωστόσο, καμία τραγωδία δεν μένει ανέπαφη από την σκληρή και αδυσώπητη ανθρώπινη πραγματικότητα, είναι γέννημα θρέμμα της. Όλα είναι ρευστά και όλα επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών σε αυτό το εκρηκτικό από εξελίξεις μυθιστόρημα καθώς εμπλέκονται όλες αυτές οι πολιτικές συγκυρίες που διαμόρφωσαν νοοτροπίες. Συναντούμε πολιτικές περσόνες να χρηματίζονται, συνομωσίες που οδηγούν μαθηματικά στην χειραγώγηση της εύθραυστης δημοκρατίας, διαπλεκόμενες σχέσεις ανάμεσα σε θρησκεία και πολιτική, διεφθαρμένους άρχοντες έτοιμους να κατασπαράξουν ό,τι βρουν στο διάβα τους. Και τελικά διερωτάται ο αναγνώστης αν όλα αυτά που συμβαίνουν στην οικογένεια είναι φυσιολογικά και αναμενόμενα μετά από μία σειρά χρόνων διάβρωσης και σήψης του πολιτικού συστήματος που τίποτα δεν ελέγχει και τίποτα δεν διορθώνει, άρα πνίγει και το αγνό και αμόλυντο ή αν αυτά τα παιδιά, οι «Ψαράδες», οι μικροί ατίθασοι που κάθε φορά αναζητούν την χαμένη τους ταυτότητα και ένα μέλλον πιο βέβαιο από αυτό που τους προσφέρεται, δεν είναι απλά θύματα αλλά θύτες που αλληλοεξοντώνονται με όρους επιβίωσης σε μία οικογένεια που είναι καθρέφτης της κοινωνίας και του νόμου της επικράτησης του ισχυρού έναντι του αδυνάτου. Αέναος τρόμος ανισορροπίας του κοινωνικού ιστού είναι με άλλα λόγια οι αλήθειες που ξεστομίζονται. Η ακόλουθη φράση του συγγραφέα έχει βαθιές ρίζες σε όλη την διάρκεια της αφήγησής του: «Άκουσα κάποτε πως, όταν ο φόβος κυριεύει την καρδιά ενός ανθρώπου, τον φτωχαίνει».

«Το μίσος είναι μία βδέλλα. Ένα πλάσμα που κολλάει στο δέρμα του ανθρώπου, τρέφεται απ’ αυτόν και αποστραγγίζει τους χυμούς της ψυχής του»

«Την εποχή των βροχών, όταν η κατακλυσμιαία νεροποντή δονούνταν από τους σπασμούς των καταιγίδων επί έξι αδιάκοπους μήνες, ήταν λες κι ένα χέρι σχεδίαζε θολές εικόνες στον ουρανό»

Το βιβλίο του Chigozie Obioma, Οι Ψαράδες, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.