Οι μουσικές του, τα ροκαρίσματα του, ο αποδεκατισμός του Νεοέλληνα μέσα από τους στίχους του; Δεν ξέρουμε τι μας έχει λείψει περισσότερο. Ο Τζίμης Πανούσης, έφυγε από τον νοητό μας κόσμο, πρίν 3 χρόνια, αλλά στην δυστοπική μας πραγματικότητα είναι εδώ. Μας κοιτάει απο μακριά, πιθανόν να γελάει, και να σκέφτεται τι να καυτηριάσει για αρχή. Και εμείς εδώ, σκεφτόμαστε ότι ο σουρεαλισμός που ζούμε, θα ήταν πιο υποφερτός, άμα ηχούσε στα αυτιά μας.

Και κάπως ξαφνικά, τα λόγια του για την παραίτηση του από την Εθνική Τράπεζα, τρέχουν στο μυαλό μας. «Πόσο να αντέξω να σημειώνω ότι το Αννόβερο έστειλε 1.000 δραχμές στην Κολοπετινίτσα; Ε, δεν άντεξα κι άρχισα να σημειώνω στην τύχη. Μετά από δύο χρόνια τους είχα κάνει πολύ μεγάλη ζημιά, αλλά έπαθα κι εγώ ο ίδιος ζημιά. Πρήστηκαν τα χέρια μου, έβγαλα μια μπάλα στο κεφάλι. Δεν ήταν μόνο πολιτική η παραίτηση, δεν μπορούσα να συνεχίσω εκ των πραγμάτων. Έπιανα δουλειά 7.45, συγκεντρωνόμουν, δούλευα, έλεγα θα ‘χει περάσει κάνα δίωρο, κοίταγα το ρολόι και ήταν 7.55». Και σκεφτόμαστε, ότι ναι,αυτό ήταν ο Τζίμης Πανούσης. Επαναστάτης. Ή τέλος πάντων ότι ο νεοέλληνας, απεχθάνεται. Και αυτό σίγουρα, είναι μια προσωπική νίκη.

Και τα μυαλά στα κάγκελα, του αόρατου εχθρού…