Στο ερώτημα «σε τι ωφελεί στις μέρες μας να βλέπει τα φώτα της ράμπας μια κομέδια του ισπανικού Siglo de Oro;» η απάντηση δεν είναι μία. Αναμφίβολα, το ζήτημα της Τιμής, που διατρέχει κατά κόρον τη δραματουργία του ισπανικού μπαρόκ, συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τους προβληματισμούς που φέρουν οι κλυδωνισμοί του πατριαρχικού κόσμου και με τις συνθήκες επαναπροσδιορισμού ταυτοτήτων, αναδιανομής ρόλων και φύλων και άνθησης του δικαιωματισμού. Πόσω μάλλον όταν στις περισσότερες περιπτώσεις των έργων η έννοια της Τιμής εξισώνεται όχι απλώς με την προσωπική αξία του ανθρώπου, αλλά με το λόγο ύπαρξής του εντός της κοινότητας και, κατ’επέκταση, με τον ίδιο το λόγο ύπαρξής του στη ζωή, προσλαμβάνοντας, με αυτό τον τρόπο, μια διάσταση υποστασιακή. Τόσο στο «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε ντε Βέγκα όσο και στον «Αλκάδη της Θαλαμέας» του Πέδρο Καλντερόν ντε λα Μπάρκα φαίνεται να αναδύεται ένας φωτεινός ουμανισμός και να σφυρηλατείται μια ακλόνητη πίστη στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, καθώς η Τιμή παύει πλέον να συνιστά προνόμιο μιας αριστοκρατικής ελίτ και παγιώνεται ως επιτακτικό αίτημα όλου του κοινωνικού φάσματος.

Δεν είναι, όμως, μονάχα το ζήτημα της Τιμής που άνοιξε νέους δρόμους σκέψης μέσα από την καταιγιστική θεατρική δραστηριότητα στα χρόνια του Χρυσού Αιώνα, ομοίωμα του Μεγάλου Θεάτρου του Κόσμου. Ο Καλντερόν υπήρξε ανάμεσα σε εκείνους που χάραξαν με τολμηρότητα το σύνορο μεταξύ του παλαιού μεσαιωνικού πολιτισμού και του νέου Ανθρώπου που βγαίνει μέσα τα σπλάχνα της ελεύθερης βούλησης. Για αυτόν τον νέο Άνθρωπο, η έκβαση της επίγειας πορείας του και η δικαίωση ή η τιμωρία του κατά την κρίση του Θεού διέρχονται μέσα από τις επιλογές του που υπαγορεύονται από την εσωτερική δύναμή του να αυτενεργήσει. Αντιστοίχως, για ένα σύγχρονο θέατρο, ιδωμένο ως πολιτική πράξη, η ανάδειξη των μεγάλων αξιών, όπως της ελευθερίας, βρίσκει έκφραση μέσα στην ορμητική δυναμική των έργων εκείνης της εποχής που με θάρρος διέρρηξαν τα στεγανά αιώνιων κατεστημένων. Ακόμα και η συνεπής προσήλωσή τους στη θρησκευτική πίστη ενέχει ένα στοιχείο υπερβατικό που ανυψώνει τον σύγχρονο αναγνώστη ή θεατή από μια υδροκέφαλη, πραγματιστική περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η υφολογία των μύθων, οι οποίοι ανοίγουν αλλεπάλληλα παράθυρα στη σφαίρα του φαντασιακού, λειτουργώντας ως μετάσταση σε θύλακες άλλοτε μεταφυσικούς και άλλοτε βαθιά φιλοσοφικούς.

Ωστόσο, η μεγάλη συμβολή του θεάτρου του Siglo de Oro είναι ότι μας επανασυμφιλιώνει με ένα περίτεχνο λογοκεντρικό ιδίωμα, μέσω του οποίου αποδίδονται εικόνες, συναισθήματα, πεποιθήσεις και ιδέες. Σε συνθήκες ηγεμονίας της εικονικής πραγματικότητας, των διαλειπόντων νοημάτων και της ελλειπτικότητας, η ποιητικότητα των έργων αυτής της συγγραφικής εποποιίας επαναφέρει στο προσκήνιο την επενέργεια της λέξης, κομίζοντας αρμονία, μέτρο και αισθαντικότητα και αναδεικνύοντας το λόγο ως θεμέλιο λίθο έκφρασης και ταυτοτικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης συνθήκης.

Το έργο και η παράσταση

Στον «Γιατρό της Τιμής του» (1635) ο Καλντερόν αναφέρεται στη δολοφονία μιας γυναίκας από τον άντρα της υπό τη σκιά μιας υποψίας για συζυγική απιστία. Μετά τη διάπραξη του εγκλήματος αιωρείται ένα αμφίσημο αίσθημα που σχετίζεται με την ικανοποίηση της Τιμής του συζυγοκτόνου, αν και οι περισσότεροι κριτικοί θεωρούν ότι ο απώτερος σκοπός του συγγραφέα ήταν περισσότερο η ευαισθητοποίηση του κοινού ενάντια σε ανάλογες πρακτικές.

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος παρέμεινε προσδεμένος στην ποιητική ποιότητα του έργου, αποφεύγοντας να αυτομολήσει σε περίπλοκες εικονικές κατασκευές ή αποσταθεροποιητικές κινητικότητες. Με επίγνωση ότι ο λόγος συνιστά το κεντρικό όχημα επένδυσε σε ευδιάκριτες, ευφάνταστες μορφές, ικανές να τον επικοινωνήσουν, είτε διαλογικά είτε μονολογικά, προβάλλοντας την ιδιαίτερη αυταξία και δυναμική του και αποφεύγοντας μια διεκπεραιωτική ή μηχανική συμπίεσή του. Η συνολική σκηνική σύλληψη, συμπεριλαμβανομένου και του εικαστικού μέρους, παρέπεμψε σε ένα αινιγματικό, σκοτεινό τοπίο, όπου η ιλαρότητα, η ίντριγκα και ο ερωτισμός συνυφαίνονται με τις μεγάλες εντάσεις. Η τελική επίγευση συμπυκνώθηκε σε μια παράξενη συνύπαρξη του παιγνιώδους και του δράματος, κατά την οποία το ένα αποδεικνύεται οπίσθια όψη του άλλου.

Οι ηθοποιοί, στο σύνολό τους, με κατανόηση των εναλλασσόμενων ρυθμών και έλεγχο των μεταπτώσεων υπηρέτησαν συντονισμένοι το έργο του Ισπανού δραματουργού. Η Δόνα Μενθία της Αμαλίας Καβάλη είχε όλη τη σημειολογία της γυναίκας μιας μυθικής εποχής αλλά και τη στιβαρότητα ενός συμβόλου (της θυματοποιημένης γυναικείας φύσης), γειωμένου στο σήμερα. Ο Δον Γκουτιέρε του Γιώργου Παπαπαύλου μετέδιδε μια βαθιά αμφισημία: την υπερηφάνεια για την προάσπιση της Τιμής αλλά και την άνευ όρων υποταγή σε ένα ακανθώδες και αγκυλωτικό κοινωνικό σύστημα. Με ρέουσα απλότητα και χωρίς παραμορφωτικές εξάρσεις ο Δον Ενρίκε του Μελαχρινού Βελέντζα και με μια γριφώδη, όσο και βιτριολική, φλεγματικότητα ο Κοκίν του Παύλου Παυλίδη.

Διαβάστε επίσης:

Ο Γιατρός της Τιμής του, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου στο Θέατρο Πόρτα
Η Αμαλία Καβάλη για την παράσταση «Ο Γιατρός της Τιμής του»