Η μητέρα, η γιαγιά, η έγκυος ξαδέλφη, η λεχώνα κολλητή, η κακοποιημένη θεία, η γεροντοκόρη φίλη της μαμάς, η άπληστη σύζυγος, όλες γυναίκες μίας πόλης «άκοπης και αδιάβαστης» που στέκεται φωτίζοντας τις ιστορίες τους με μια λάμπα δρόμου. Η συλλογή «Μονά παπούτσια περιπάτου» είναι ιστορίες γυναικών γραμμένες σε δεκαπέντε ποιήματα, είναι σύντομες και αχρείαστες εξομολογήσεις ανθρώπων μόνων που βρήκαν μια σελίδα συντροφιά.

Απόσπασμα

Η ποδιά

Είχε ανταλλάξει τα παιδιά της με μια γάτα και έτσι δεν αναγκάστηκε να γεννήσει ποτέ. Ρούφαγε χρυσάφι πρωί-βράδυ και στον ύπνο της το ξέρναγε δαχτυλίδια, απόδειξη πως ήταν άξια να κοιμάται δίπλα του. Σε ανταπόδοση του ζήτησε να πνίξει τα γεννήματά του και να σταθεί κύριος στην μοναξιά του, κλαίγοντας καθημερινά για μια ανίατη αρρώστια που δεν μπορεί, στο τέλος θα εκκολαφθεί στο πορτοφόλι του. Ένα διαμέρισμα είναι ικανό να στοιβάξει άπειρα κατεβασμένα ακουστικά και μονά παπούτσια περιπάτου, αρκεί να φορά όλη μέρα την ποδιά της και να νοικοκυρεύει τη σιωπή ανάμεσα σε αδιάβαστα βιβλία. Ο τόνος της ευγένειας είχε ηχογραφηθεί στον τηλεφωνητή από χρόνια, οπότε γύριζε άνετα γυμνή κρατώντας μόνο δύο νότες για την άρια της τελευταίας πράξης.

Σε θυμάμαι, λιγομίλητο και βουλιαγμένο μπροστά στην γυάλινη μαρίνα σου. Τελικά από σένα μου έμειναν μερικά άλιωτα κοσμήματα, κάτι τσάντες ασορτί με τις προχωρημένες ώρες και δυο τρία στυλό για να μαυρίζω τα ποιήματά μου.