Προσπαθώντας να γράψω αυτό το μικρό άρθρο για την Τζαζ στην Ελλάδα και φέρνοντας στο μυαλό μου εικόνες και συναισθήματα από την μικρή καθημερινότητα της μουσικής αυτής, δεν μπορώ να μην μιλήσω για τους ανθρώπους της, όλους αυτούς τους δημιουργούς αυτοσχεδιαστές που μοιράζονται λίγο-πολύ τις ίδιες αγωνίες και τις ίδιες χαρές, άλλοτε με σιγουριά και άλλοτε με ανασφάλεια, αλλά με κοινό χαρακτηριστικό όλων, την αγάπη τους για αυτή την μουσική, τον αγώνα τους να κρατηθεί  η φλόγα ζωντανή παρά το κρύο και τους ανέμους, για να μιλήσω και λίγο ποιητικά βρε αδελφέ.

Ζούμε σε μια χώρα όπου η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών έβγαλε στην επιφάνεια μιαν άλλη κρίση, πολύ πιο σοβαρή και πολύ πιο δύσκολη να ξεπεραστεί. Αυτήν των αξιών και του πολιτισμού μας, η οποία καλά κρατεί  τα τελευταία 30 χρόνια περίπου αλλά καλυπτόταν –αναποτελεσματικά – από την οικονομική ευμάρεια των περασμένων δεκαετιών, όπως  κάλυπταν τα παρατημένα για χρόνια κτίρια των Αθηνών με τεράστιες πολύχρωμες γιγαντοαφίσες κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Φυσικά θα πει κάποιος ότι είμαστε μια χώρα η οποία έδωσε τα φώτα της στον δυτικό κόσμο και μπορούμε να ασχοληθούμε λίγο ακόμα με τα μυστικά του τάφου της Αμφίπολης και τα αρχαία μεγαλεία, αλλά τι γίνεται με το τώρα; Ποια είναι η ταυτότητά μας στον έξω κόσμο; 

Οι Τζαζίστες δημιουργοί με τις συναυλίες τους και την δισκογραφική τους παρουσία, άλλοτε ηθελημένα και άλλοτε όχι, απαντούν, συγκροτώντας ένα κύκλο έντονης δραστηριότητας και αισθητικής, δίνοντας έτσι ένα σαφές δείγμα νέου Ελληνικού πολιτισμού. Εδώ θα μπορούσε κάποιος να πει: “Γιατί Ελληνικού; Αφού η Τζαζ είναι ξενόφερτο προϊόν”. Ναι. Όπως και το κλαρίνο είναι όργανο Γαλλογερμανικής προέλευσης.

Συνθέτουν και αυτοσχεδιάζουν μεταφέροντας τις δικές τους εμπειρίες και αναζητήσεις, εκφράζοντας μια σύγχρονη πραγματικότητα, απευθυνόμενοι τόσο στο ελληνικό όσο και στο διεθνές κοινό. Καλούνται να αυτοπροσδιοριστούν και να επαναφέρουν τους εαυτούς, προσπαθώντας να αφήσουν τα  ίχνη τους στο Ευρωπαϊκό και – γιατί όχι – στο παγκόσμιο πολιτιστικό γίγνεσθαι, και όλα αυτά χωρίς την παραμικρή βοήθεια, παρά μόνο με τη γνήσια συμπαράσταση των λιγοστών φίλων της δημιουργικής σκηνής στην Ελλάδα. 

Σε μια επίσημη Ελλάδα όπου κανείς δεν έχει την ευθύνη για τίποτα, οι Έλληνες δημιουργοί -αυτοσχεδιαστές αναλαμβάνουν καθημερινά την δική τους ευθύνη να παράγουν και να κοινωνούν την τέχνη τους, χωρίς να έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν σε ποιότητα, ικανότητα και όραμα από τους συναδέλφους τους στο εξωτερικό.  

Κυρίες και κύριοι, φίλοι της αλήθειας και της τέχνης, γυρίστε προς αυτήν τη φλόγα των Ελλήνων αυτοσχεδιαστών. Θα νιώσετε υπερήφανοι!

Info: Ο Μιχάλης Καταχανάς ξεκίνησε βιολί σε ηλικία 8 ετών. Το 1999 εισήχθη στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Παν/μίου, από το οποίο αποφοίτησε το  2006 υπό την επίβλεψη του Δήμου Δημητριάδη, παίζοντας βιόλα σε δικές του συνθέσεις. Το 2008 έγινε δεκτός για μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Σύγχρονου Αυτοσχεδιασμού του New England Conservatory, στην Βοστόνη των Η.Π.Α, κερδίζοντας υποτροφία του ιδρύματοςFulbright. Μαθήτευσε με τους: Charlie Banako, Ran Blake, και άλλους. Τον Οκτώβρη του 2014 κυκλοφόρησε ο πρώτος προσωπικός του δίσκος με τον τίτλο “Murderess”.

* Αναδημοσίευση από το περιοδικό Culturenow Mag, τεύχος 31