Το έργο 

Βασισμένο στο βιβλίο του Ρόκε Λαρράκι (πρωτότυπος τίτλος «Comemadre»), του 2010, το έργο εκτυλίσσεται στην Αργεντινή των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Λαμβάνει χώρα σε ένα σανατόριο, όπου μια ομάδα επιστημόνων πειραματίζεται με την ανθρώπινη ύπαρξη (αλλά και ανυπαρξία) επιχειρώντας να διαπιστώσουν εάν -και για πόσο- η ανθρώπινη ζωή υφίσταται και μετά τον αποκεφαλισμό. Προχωρούν λοιπόν σε μια σειρά δοκιμών σε νοσηλευόμενους και νοσηλευτές, ισορροπώντας μεταξύ ζωής και θανάτου, συνείδησης και μη-συνείδησης, ηθικής και μη-ηθικής. Εκ παραλλήλου, φωτίζεται η ανθρώπινη φύση των ίδιων των επιστημόνων, οι οποίοι μολονότι πιστεύουν ότι προσομοιάζουν με μικρούς θεούς, παραμένουν απολύτως φθαρτοί και πεπερασμένοι και οι ίδιοι. Έτσι, έρχονται στο προσκήνιο οι ανθρώπινες αδυναμίες και τα πάθη τους, οι ορμές και οι παρορμήσεις τους. Με προφανή διάθεση αντικειμενοποίησης, τόσο των υποψηφίων πειραματόζωών τους, όσο και των γυναικών που ποθούν, καθιστούν σαφή τα κίνητρα, αλλά και τις βλέψεις τους. Σε πρώτο πλάνο λοιπόν, πλην των επιστημονικών τους πειραμάτων, τίθενται και οι σεξουαλικές τους ορέξεις, απέναντι στο αντικείμενο του πόθου τους, την νοσοκόμα Μενέντεζ, η παρουσία της οποίας λειτουργεί μετωνυμικά για όσα πρεσβεύουν οι άνδρες-επιστήμονες. 

Μολονότι το έργο, βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αργεντίνου συγγραφέα Λαρράκι, ωστόσο δραματουργικά κινήθηκε πολύ επιλεκτικά, γεγονός το οποίο κόστισε στο συνολικό παραστασιακό αποτέλεσμα. Εν προκειμένω, το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δύο μέρη, γεγονός το οποίο καθιστά σαφή τόσο τα μηνύματα του συγγραφέα, όσο και τη στόχευσή του. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο μέρος εκτυλίσσεται στο 1907, ενώ το δεύτερο 100 χρόνια αργότερα. Επίσης, στο πρώτο μέρος αναδεικνύεται η αλαζονεία της ταχύτατα εξελισσόμενης επιστήμης, ενώ στο δεύτερο διαφαίνεται η αλαζονεία της διανοητικής και καλλιτεχνικής ελίτ. Η διαφορά ενός αιώνα που μεσολαβεί στα δύο αυτά μέρη, καθιστά πιο ξεκάθαρη την επίδραση του παρελθόντος στο παρόν, αφήνοντας παράλληλα ανοιχτή τη συζήτηση αναφορικά με το μέλλον. Το γεγονός άλλωστε ότι στο δεύτερο μέρος τον κύριο λόγο έχει ο εγγονός του γιατρού Κιντάρα, δείχνει τη σημασία που δίνει ο συγγραφέας στην ανθρώπινη πράξη, αλλά και στην ηθική που υπάρχει (ή θα έπρεπε να υπάρχει) στο δημόσιο βίο, καθώς και στη ζωή και το θάνατο.  

Η απουσία του δεύτερου μέρους στην παράσταση αφενός, αποδυνάμωσε την καλλιτεχνική της στόχευση και αφετέρου, άφησε εκκρεμή τη σύνδεση με το σήμερα. Ειδικά στις μέρες μας, με την ταχύτατη εξέλιξη της Τεχνητής Νοημοσύνης, το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, αλλά και η σύνδεση μεταξύ των μερών, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον προσφέροντας την πρώτη ύλη προκειμένου να εκκινήσει δημόσιος διάλογος αναφορικά τόσο με την αλαζονεία της επιστήμης και της διανόησης, όσο και μιας ενδεχόμενης παντοκρατορίας των μηχανών. Επίσης, το παραστασιακό κείμενο έμεινε καθηλωμένο σε μια παρωχημένη παρελθοντολογία, επιχειρώντας, ενίοτε, να αποδώσει τον τόσο έντονα υφέρποντα ειρωνικό λόγο του Αργεντίνου συγγραφέα, καταφεύγοντας όμως συχνά στον διδακτισμό. 

Η παράσταση

Η εστιασμένη στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος δραματουργία, παρά τις αλληγορικές μεταφορές, δεν λειτούργησε προς όφελος της παράστασης τόσο σε επίπεδο νοημάτων, όσο και σε επίπεδο ρυθμού(Δραματουργία: Ιώ ΒουλγαράκηΣοφία Ευτυχιάδου). Ως συνέπεια, κυριάρχησε, με ορισμένες εξαιρέσεις, η στατικότητα και η αφηγηματικότητα στην παράσταση, στοιχεία τα οποία δεν ευνοούν, εν γένει, το σκηνοθετικό ρυθμό μιας σκηνικής πράξης. Η σκηνοθεσία της Ι. Βουλγαράκη φάνηκε να αντιμετωπίζει συχνά με αμηχανία τα επί σκηνής τεκταινόμενα, ενώ υπήρχαν επίσης φορές που η δράση έμοιαζε σχεδόν αποσπασματική. Η σκηνοθέτις, η οποία επικεντρώθηκε κυρίως στην ανάδειξη της έπαρσης της επιστημονικής κοινότητας, αλλά και στη συνακόλουθη αυθαιρεσία των λειτουργών της στους υπόλοιπους τομείς της ζωής, δεν κατάφερε να επικοινωνήσει επιτυχώς τα μηνύματα του κειμένου. Φάνηκε δηλαδή ότι θέλησε να μιλήσει για φιλοσοφικά ζητήματα που άπτονται της ζωής και του θανάτου, καθώς και για τις αυθαιρεσίες της πατριαρχικής κοινωνίας, καθώς αυτές αποτυπώνονται τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό βίο. Παράλληλα, η σκηνοθέτις προσπάθησε να δημιουργήσει κάποια σύνδεση με το σήμερα, αποτυπώνοντας τον ιδιοκτήτη του σανατόριου ως δυτικο-Ευρωπαίο αποικιοκράτη και σχολιάζοντας τη στάση των παλαιών αποικιοκρατικών κρατών. Ωστόσο, το πολιτικό σχόλιο έμεινε θολό και ανολοκλήρωτο, απηχώντας μάλλον ξεπερασμένη οπτική σε έναν κόσμο ο οποίος διαρκώς αλλάζει, αποβάλλοντας τα κλισέ προηγούμενων δεκαετιών.  

Στα θετικά της παράστασης βρίσκονται οι Φωτισμοί (Αλέκος Αναστασίου), οι οποίοι αποτύπωσαν το περιβάλλον, αλλά και την αίσθηση των επί σκηνής δρώμενων,  καθώς επίσης και η Κίνηση (Κατερίνα Φώτη). Η, εν συνόλω, κινησιολογία των ηθοποιών, η οποία τους μεταμόρφωσε σε ανδρείκελα που επιχειρούν να ορθοποδήσουν μέσα από σπασμωδικές κινήσεις, όσο και η πλέον χαρακτηριστική και ενδιαφέρουσα σκηνή της παράστασης, κατά την οποία η Μενέντεζ κινήθηκε αιθέρια μεταξύ των ανδρών που εποφθαλμιούσαν τη στιγμή για να την κάνουν δική τους, έκλεψε τις εντυπώσεις. Τέλος, τα Κοστούμια εποχής (Βασιλική Σύρμα) παρέπεμπαν άμεσα στο σκηνικό χρόνο, ο οποίος κράτησε καθηλωμένη τη δράση στο «εκεί» και στο «τότε». Οι ηθοποιοί, τέλος, λειτούργησαν αρμονικά, αποδίδοντας πιστά τη σκηνοθετική γραμμή, και αποτελώντας ένα, από τα λίγα, θετικά στοιχεία της παράστασης (Δημήτρης Δρόσος, Μαργαρίτα Κλάγκου, Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Διονύσης Πιφέας, Αινείας Τσαμάτης, Χριστίνα Χριστοδούλου). Ξεχώρισε ωστόσο ο Νικόλας Χανακούλας, η υποκριτική δεινότητα του οποίου έδειχνε να ενορχηστρώνει τους υπόλοιπους. 

Εν κατακλείδι

Το μυθιστόρημα του Αργεντίνου συγγραφέα Ρόκε Λαρράκι περιλαμβάνει ειρωνεία, καυστικό χιούμορ, φιλοσοφικά ερωτήματα, υπαρξιακές αγωνίες και, κυρίως, στοχασμό για τη σύγχρονη εποχή μέσω του παρελθόντος. Το ευφυές και καλογραμμένο μυθιστόρημα του Λαρράκι αποτέλεσε την πρώτη ύλη για την νέα παράσταση της Ιούς Βουλγαράκη. Ωστόσο, η σκηνοθέτις και συν-δραματουργός απομόνωσε την ιστορία κατά το ήμισυ, κόβοντας τις γέφυρες με τον παρόν. Παράλληλα, ενέσκηψε στην ιστορία με υπερβολική σοβαρότητα, αποστεώνοντας σχεδόν το παραστασιακό κείμενο από την ειρωνεία και τη σάτιρα του πρωτοτύπου. Ως αποτέλεσμα, η παράσταση, παρά τις κάποιες αρετές της, αποδυναμώθηκε και έχασε το δυναμισμό και την επαφή της τόσο με το κοινό, όσο και με τη σύγχρονη κοινωνία. 

Photo Credit: Kiki Papadopoulou

Διαβάστε επίσης:

Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2025: Μητροφάγος, από την Ιώ Βουλγαράκη στην Πειραιώς 260