Μου έκανε εντύπωση αυτό όσο ήμουν διακοπές. Οι άνθρωποι δεν άκουγαν μουσική. Εννοώ δεν ήταν η μουσική μέσα στις δραστηριότητες και τις επιλογές των διακοπών τους. Προφανώς ακουγόταν μουσική από τα καφέ και τα μπαρ αλλά δεν έβλεπες ανθρώπους να κάθονται έξω από (ή μέσα στη) σκηνή τους ή στην παραλία και να ακούν μουσική.

Σε ένα κάμπινγκ που περιφερόμασταν περίπου 1.500 άνθρωποι (περίπου 40% Έλληνες, περίπου 40% Γερμανοί και το υπόλοιπο περίπου 10% άλλες εθνικότητες) και οι εξαιρέσεις ήταν πραγματικά λίγες.

Κάποιοι λίγο-πολύ συνομήλικοι γείτονες μας, εκεί  γύρω στα 40 (βάλε-βγάλε) άκουγαν συζητώντας ωραία ‘90ς μουσική (του τύπου που θα άκουγες εκείνα τα χρόνια στον πάλαι πότε Ρόδον FM) η οποία πιο αργά τη νύχτα πάντα κατέληγε είτε στο “The Dark Side of the Moon” είτε στο “The Wall” των Pink Floyd. Αριστερά από την είσοδο του κάμπινγκ μία παρέα (μάλλον Γερμανών αν κατάλαβα καλά) είχαν σχεδόν κάθε βράδυ “greek night” με το σύνηθες ρεπερτόριο που μπορεί να φανταστεί κανείς. Μία βραδιά άκουγα από κάπου μακριά στην παραλία μια παρέα να τραγουδάει με συνοδεία δύο κιθάρες (η κακή εκδοχή της φάσης, γιατί υπάρχει και η καλή) και μία φορά ένας Γερμανός (τσεκαρισμένο αυτή τη φορά) άκουγε μία  AOR γερμανόφωνη power ballad, αγνώστων λοιπών στοιχείων από το κινητό του ενώ πλέναμε το πρόσωπο μας δίπλα-δίπλα ο καθένας στον νιπτήρα του στις κοινόχρηστες τουαλέτες.

Υποτίθεται ότι η τεχνολογία της εποχής μας σου επιτρέπει να ακούς μουσική όποτε θες, όπου θες, από όποια φορτισμένη συσκευή θες. Και πράγματι το επιτρέπει. Παρόλα αυτά, για περίπου 15 μέρες στο κάμπινγκ (κι ήταν μεγάλο και πολυπληθές κάμπινγκ), οι παραπάνω ήταν οι μόνες φορές που συνάντησα ανθρώπους να ακούν μουσική. Η  μία μάλιστα από αυτές δεν μετράει ακριβώς γιατί οι άνθρωποι έπαιζαν μουσική, δεν άκουγαν μουσική και αυτό δεν είναι ακριβώς το ίδιο.

Βέβαια οφείλω να ομολογήσω ότι κι εγώ – και μάλιστα συνειδητά – δεν είχα πάρει μουσική μαζί μου (με την εξαίρεση ορισμένων cd για τις διαδρομές με το αυτοκίνητο). Αλλά εγώ είμαι επαγγελματίας μουσικός, οπότε στις φετινές διακοπές μου (ερχόμενος από ηχογράφηση νέου άλμπουμ σε μια αγροικία στην ελληνική επαρχία και έχοντας να αντιμετωπίσω μία – για διάφορους λόγους – ιδιαιτέρως απαιτητική νέα σεζόν), επέλεξα να μην πάρω μουσική μαζί μου γιατί ακριβώς ήθελα να κάνω δ ι α κ ο π έ ς από αυτό που, ναι μεν είναι ο τρόπος έκφρασης μου, αλλά είναι επίσης και η δουλειά μου και η καθημερινότητα μου. Οπότε δεν πήρα μουσική μαζί μου συνειδητά καθώς είχα μεγάλη ανάγκη να ξεφύγω από οτιδήποτε μου θύμιζε ακριβώς αυτήν την καθημερινότητα μου και δουλειά μου.

Οι υπόλοιποι όμως; Τι στο κάλο πια; Όλοι μουσικοί ήταν σε αυτό το κάμπινγκ στη Φοινικούντα; Και τα παιδιά, και οι πιτσιρικάδες, και οι παρέες των νεαρών και οι 30άρηδες και οι 40άρηδες και όλοι οι υπόλοιποι μέχρι τους ηλικιωμένους; Γιατί από όλες τις ηλικίες είχε ο μπαξές…

Πολύ φοβάμαι ότι επιβεβαιώθηκε στην πράξη για μία ακόμη φορά η εκτίμηση μου / βεβαιότητα μου  (των τελευταίων αρκετών πλέον ετών) ότι το πρόβλημα με τη μουσική στην εποχή μας (και κατ’επέκταση στην μουσική βιομηχανία/βιοτεχνία) είναι ότι ο κόσμος – αυτό που λέμε ευρύ κοινό – έχει  χάσει το ενδιαφέρον του για τη μουσική. Εκτιμώ ότι υπάρχει μία σειρά σημαντικών, όσο και πολλών και διαφορετικών μεταξύ τους λόγων για τους οποίους έχει συμβεί αυτό, αλλά να που συνέβη,  να που τελικά φτάσαμε εδώ: Η μουσική είναι πανταχού παρούσα αλλά εν τέλει στις συνειδητές επιλογές του κοινού είναι πανταχού απούσα. Δηλαδή αν  η μουσική δεν έχει κάποια χρηστική λειτουργία (βλ. μουσική υπόκρουση σε καφέ ή μπαρ και τα ανάλογα, soundtrack σε ταινίες ή σειρές, μουσική συνοδεία σε διαφήμιση, μουσική για πάρτι και διασκέδαση γενικότερα, μουσική για να προσελκύουν διαφημιστές – κι όχι απαραίτητα συστηματικούς ακροατές – οι  ραδιοφωνικοί σταθμοί, κλπ, κλπ) τότε δεν έχει καμία λειτουργία.

Γύρισα σπίτι από τις διακοπές και ένα βράδυ αντί να ανοίξω την τηλεόραση, αντί να δω το επεισόδιο μία σειράς on-line, αντί να κάνω συγυρίσματα στο σπίτι, αντί να διαβάσω ένα βιβλίο, αντί να ράψω τις κάλτσες μου, αντί να κάνω κάτι από αυτά που λίγο πολύ όλοι μας επιλέγουμε να κάνουμε τα βράδια που είμαστε σπίτι, έβαλα να παίζει το άλμπουμ “Room 29”, τη φετινή συνεργασία  των Jarvis Cocker και Chilly Gonzales. Έχοντας καταλάβει από το streaming πόσο όμορφο (και γιατί όχι, σπουδαίο) άλμπουμ είναι, το είχα αγοράσει λίγο πριν φύγω για διακοπές, αλλά δεν είχα κάτσει να το ακούσω χωρίς να κάνω τίποτα άλλο παράλληλα. Η ακρόαση (πότε με ανοιχτά μάτια, πότε με κλειστά, πότε με ανοιχτά πάλι – ξεφυλλίζοντας το ένθετο με τις πάσης φύσεως πληροφορίες και τους στίχους – ) ήταν μία αποκαλυπτική εμπειρία.

Δοκίμασε το κι εσύ αν θες. Με αυτό ή με κάποιο άλλο άλμπουμ της προτίμησης σου ή με κάποιο που σου υπαγορεύει το ένστικτο σου. Διεθνές ή εγχώριο.

Και τότε μπορεί να διαπιστώσεις ότι εξακολουθεί να κυκλοφορεί σπουδαία μουσική. Το ίδιο σπουδαία όπως κάποτε.

Και το κυριότερο: ίσως διαπιστώσεις ότι εξακολουθείς να την χρειάζεσαι.

Photo Credit: © Szperala