Το έργο
Ήταν το 1996, όταν ο Μαρκ Ρέιβενχιλ συστήθηκε για πρώτη φόρα στο θεατρικό κοινό, με το έργο του Shopping and Fucking. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στο θέατρο το πρώτο έργο του Μάρτιν ΜακΝτόνα, η Βασίλισσα της Ομορφιάς, ενώ μόλις ένα χρόνο πριν είχε κάνει την εμφάνισή της η Σάρα Κέην με το Blasted. Οι τρεις νέοι αυτοί θεατρικοί συγγραφείς, όλοι γύρω στα τριάντα, τότε, ασχολήθηκαν με τις παθογένειες της βρετανικής κοινωνίας και πολιτικής της εποχής, ενώ παράλληλα καταδύθηκαν στα ενδότερα της ανθρώπινης ύπαρξης. Η νέα παγκόσμια συνθήκη η οποία είχε δημιουργηθεί από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τις αρχές του 1990, με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και τη διάλυση της ΕΣΣΔ, καθώς και τον επακόλουθο πόλεμο στο έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβίας έμοιαζε να κάνει επιτακτική την ανάγκη για μια νέα μορφή θεατρικής έκφρασης. Ως συνέπεια, οι τρεις αυτοί νέοι συγγραφείς αποτύπωσαν στα έργα τους τη σκληρότητα και τη βιαιότητα αυτής της νέας πραγματικότητας. Οι θεωρητικοί του θεάτρου τους έχρισαν εκπρόσωπους ενός κινήματος, το οποίο ανέτειλε στη δεκαετία του 1990 και είναι γνωστό ως in-yer-face¹συνεχίζοντας την παράδοση του πολιτικού θεάτρου που είχε ήδη, από τη δεκαετία του 1960, φέρει στην αγγλική σκηνή ο Έντουαρντ Μποντ.
Ο Ρέιβενχιλ, στο πέρασμα του χρόνου, διατήρησε τη βιτριολική, αλλά αληθοφανή, αν και απίστευτα σκληρή οπτική του για τη βρετανική, κυρίως, κοινωνία. Η συγγραφική του ματιά, μολονότι επικεντρώνεται στη χώρα του, ωστόσο ξεπερνάει τα εθνικά όρια της Αγγλίας, ενώ χαρακτηρίζεται επίσης από διαχρονικότητα, καθώς αντιμετωπίζει κοινωνικές παθογένειες ιδωμένες μέσα από το πρίσμα του πολιτικού θεάτρου.
Στη Ράβδο (2018), ασχολήθηκε με το εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς επίσης με τους διδάσκοντες, αλλά και τους διδασκόμενους. Η εκπαίδευση, άλλωστε αποτελεί (ή θα έπρεπε να αποτελεί) εκ των βασικών πυλώνων της εκάστοτε κοινωνίας. Ωστόσο, στο εκπαιδευτικό σύστημα, έως και σήμερα, συναντώνται προβλήματα τα οποία απορρέουν από την κατάχρηση της εξουσίας, την κατάπνιξη της ελεύθερης βούλησης, την τιμωρία και τον παραδειγματισμό.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο συγγραφέας με εύγλωττο τρόπο παρουσιάζει στο έργο και τις δύο πλευρές της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αφενός, εμφανίζει την ασυδοσία, εκ μέρους των καθηγητών, η οποία προκύπτει από την κατάχρηση της εξουσίας που δημιουργεί καθηγητές-παντοκράτορες, την πειθήνια υποταγή των διδασκόντων σε κανόνες και πλαίσια -ακόμα και εάν διαφωνούν-, αλλά και την οικονομική στενωπό με την οποία συχνά έρχονται αντιμέτωποι. Αφετέρου, ο Ρέιβενχιλ σχολιάζει την ψυχολογία του όχλου η οποία, συχνά, επικρατεί μεταξύ των μαθητών και τους καθοδηγεί άκριτα, αλλά και την τυφλή αποδοχή των κοινωνικών κανόνων. Στο σημείο αυτό, ο συγγραφέας αναφέρεται επίσης στην ευθύνη της οικογένειας, αναδεικνύοντας τη σιωπηρή συμφωνία ανάμεσα στη διδακτική κοινότητα και τον οικογενειακό ιστό, σε υψίστης σημασίας παράγοντα ο οποίος υποθάλπει την άτεγκτη πειθαρχία και την ανεξέλεγκτη βία.
Στον αντίποδα του «κλασικού» εκπαιδευτικού σχήματος, ο συγγραφέας τοποθετεί τις πιο σύγχρονες μεθόδους εκπαίδευσης, τις οποίες εκπροσωπεί η κόρη της οικογένειας. Οι μέθοδοι αυτοί στοχεύουν στην αριστεία και στην απρόσκοπτη εκπαιδευτική διαδικασία μέσω της γαλήνης και ηρεμίας, που αρχικά «απλώνεται στο παιδί» και αργότερα «εξαπλώνεται σε όλο το σχολείο». Το κόστος όμως για αυτή τη μέθοδο, η οποία στοχεύει στην ύπαρξη σχολείων που είναι για τους μαθητές και όχι τους καθηγητές, είναι η απουσία κάθε ελεύθερης βούλησης ή/και έκφρασης, εκ μέρους των μαθητών.
Η παράσταση
Ο Γιώργος Σκεύας έκανε μια υποδειγματική σκηνοθετική ανάγνωση του έργου. Πέτυχε, με μοναδική μαεστρία, να στήσει μια παράσταση, η οποία αναδεικνύει όλα τα θέματα του έργου, υπογραμμίζοντας κεφαλαιώδη προβλήματα της εκπαιδευτικής κοινότητας. Την ίδια στιγμή, συνέδεσε και φώτισε τη σημασία της οικογένειας στην εκπαιδευτική διαδικασία, υπογραμμίζοντας έτσι την ευθύνη των ίδιων των γονέων. Προχώρησε όμως έτι περαιτέρω φωτίζοντας πτυχές του χαρακτήρα των δασκάλων, προκειμένου να καταστήσει σαφές ότι οποιαδήποτε εγκλήματα, μικρά ή μεγάλα, διαπράττονται μέσα σε σχολικά κτήρια, έχουν προηγουμένως δοκιμαστεί πίσω από τις κλειστές πόρτες μιας οικογενειακής εστίας. Ενώ, παράλληλα, η ασύδοτη ελευθερία που παραχωρείται σε διδάσκοντες, εκτρέφει αλαζονικά και αν/εύθυνα τέρατα, εντός και εκτός των σχολικών αιθουσών.
Οι Ηθοποιοί
Ο Άρης Λεμπεσόπουλος (Έντουαρντ) απέδωσε με ανυπόκριτη ειλικρίνεια, αλλά και έντονες δόσεις κωμικής απλότητας, αρχικά, τον υποδειγματικό καθηγητή, ο οποίος βάλλεται, λίγο πριν τη συνταξιοδότησή του, από μαθητές. Ο Λεμπεσόπουλος έχτισε σταδιακά και προσεχτικά το ρόλο του, φανερώνοντας εν τέλει το αληθινό πρόσωπο τόσο του ήρωά του, όσο και του ρόλου του, δηλαδή του αδίστακτου και αλαζονικού καθηγητή, ο οποίος τρέφεται από την εξουσία της θέσης του. Επίσης, απέδωσε με μοναδική ευφυία τον κακοποιητή καθηγητή, ο οποίος πρωτίστως υπήρξε κακοποιητής σύζυγος, άνδρας και πατέρας. Η Μορίν της Τατιάνας Παπαμόσχου οδηγήθηκε σε μια άκρως ενδιαφέρουσα ανατροπή, ακολουθώντας ένα μονοπάτι εσωτερικής συνειδητοποίησης. Η ώριμη ερμηνεία της ηθοποιού αποκάλυψε τη δυστυχία μιας γυναίκας, η οποία επί 40 χρόνια έζησε στο πλάι ενός ανθρώπου, ο οποίος τελικά της ήταν εντελώς άγνωστος. Τέλος, η Άννα της Αλεξάνδρας Αϊδίνη ήταν ο καταλύτης, προκαλώντας την αναπόφευκτη ανάφλεξη. Με απόλυτη ηρεμία και γλυκύτητα στην αρχή, μετατράπηκε στην πορεία σε τιμωρό, βγάζοντας στο φως τον δόλιο ρόλο του υποδιευθυντή πατέρα της, αλλά εντέχνως υποκρύπτοντας τον δικό της.
Συντελεστές
Ο Γιώργος Σκεύας είναι ολιστικός καλλιτέχνης του θεάτρου, έχοντας αποκρυσταλλωμένη άποψη για την εκάστοτε σκηνοθεσία του. Ως αποτέλεσμα, καταπιάνεται σε κάθε παράσταση με τη συνολική εικόνα του καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Έτσι, και στη Ράβδο, εκκίνησε από τη μετάφραση, η οποία φέρει την υπογραφή του. Απέδωσε με σύγχρονο, ρεαλιστικό και καθημερινό λόγο το κείμενο του Ρέιβενχιλ, ενώ κατάφερε να διατηρήσει τη λεπτή ειρωνεία και το υφέρπον χιούμορ του Άγγλου δραματουργού, ισορροπώντας με τρόμο ανάμεσα στο ιλαρό και το τραγικό. Την ίδια στιγμή, απέδωσε με ρεαλισμό την όψι της παράστασης (Σκηνικά-Κοστούμια: Γ. Σκεύας), ενώ παράλληλα τόνισε τη συμβολική σημασία των λίγων και προσεχτικά επιλεγμένων σκηνικών αντικειμένων. Έτσι, η παλιά, βρώμικη και φθαρμένη ταπετσαρία επιβεβαίωνε τη μαρτυρία του ήρωα, ότι η οικονομική ανάγκη είναι αυτή που τον οδήγησε στην εξάλειψη κάθε ενδοιασμού και στη σύμπλευση με οποιοδήποτε μέσο εκπαιδευτικής επιβολής, κάμπτοντας τις αρχικές του αντιρρήσεις. Αλλά και το φωτισμένο με κόκκινο χρώμα πάτωμα (Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος) πρόδιδε το αιματοβαμμένο σπίτι, το οποίο οικοδομήθηκε από το αίμα των μαθητών του. Τέλος, η σκάλα, η οποία γινόταν πιο ευρεία καθώς ανέβαιναν οι κλίμακες, εύγλωττα συμβόλιζε την κοινωνική και οικονομική αναρρίχηση του κυρίου καθηγητή στην εκπαιδευτική ιεραρχία.
Εν κατακλείδι
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι Pink Floyd απευθύνονταν στα εκπαιδευτικά συστήματα της εποχής και τους λειτουργούς τους, ζητώντας ελευθερία στην έκφραση και τη βούληση, τραγουδώντας, «Hey teacher! Leave us kids alone!». Σαράντα χρόνια αργότερα, το θεατρικό έργο του Μαρκ Ρέιβενχιλ αποδεικνύει ότι το αίτημα συνεχίζει να υφίσταται και ότι τα προβλήματα δεν έχουν καν αντιμετωπισθεί, πόσω μάλλον λυθεί.
Ο Γιώργος Σκεύας σκηνοθέτησε μια παράσταση, η οποία μέσα από το ζωντανό παλμό της, καθίσταται πιο επίκαιρη από ποτέ. Αποδεικνύει έτσι ο σκηνοθέτης ότι ένα καλό κείμενο, πολύ καλές ερμηνείες και μια υποδειγματική σκηνοθεσία αποτελούν εχέγγυα για το καλό θέατρο.
***
1: Ο όρος παραπέμπει σε έναν τρόπο γραφής των έργων με γλώσσα καθημερινή, χωρίς καλολογικά στοιχεία και αρκετά ωμή, απευθύνοντας όσα είχε να πει «στα μούτρα» (=in-yer-face) του κοινού.
Photo Credit: Πάτροκλος Σκαφιδάς
Διαβάστε επίσης:
Η Ράβδος, του Μαρκ Ρέιβενχιλ σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων