H June Jordan (1936-2002), η Τζαμαϊκανή Αμερικανίδα μαύρη ποιήτρια, η οποία υπήρξε ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των εγχρώμων πληθυσμών των Η.Π.Α και της LGBTQ κοινότητας, αλλά και με το συγγραφικό της έργο να αγγίζει αυτά τα ζητήματα, μας μεταφέρει στο μακρινό 1980. Στο συγκινητικό της δοκίμιο «Το δύσκολο θαύμα της μαύρης ποίησης στην Αμερική», η June Jordan μας εξιστορεί μια ιστορία όταν ήταν ο τελικός κριτής για ένα βραβείο ποίησης στα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Στο τελευταίο γύρο χειρόγραφων, άρχισε να σημειώνει επαναλαμβανόμενα ουσιαστικά: φεγγάρι, φτερά, λιλά, γούλι, τούνδρα. Χαρακτηριστικά στο δοκίμιο της αναφέρει : «Δεκαέξι διαφορετικά χειρόγραφα ποίησης που γράφτηκαν το 1985 και κανένα από αυτά δεν χρησιμοποιεί τους όρους της δικής μου Μαύρης ζωής!».

Οι ποιητές, όλοι λευκοί, δεν αναφερόταν καθόλου στους χαμηλούς μισθούς ή τους πυροβολισμούς αστυνομίας, φυσικά ούτε για τα παγκόσμια γεγονότα της εποχής – του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική και του λιμού στην Αιθιοπία. «Δεν το σκέφτηκα ποτέ και ούτε θα το κάνω να επιβάλω αυτή την θεματολογία των εντόνων κοινωνικών ζητημάτων στους λευκούς ποιητές που ζούνε στην Αμερική.» είπε η Jordan.

Παράλληλα όμως δεν θα μπορούσε παρά να θαυμάσει και να στηρίξει ακράδαντα τους μαύρους ποιητές της Αμερικής, με την επιμονή τους να γράφουν για την ύψιστη αξία της ελευθερίας παρόλο που η ποίηση τους θεωρούνταν «τοπικιστική» καθώς έθιγε ζητήματα που βίωναν οι ίδιοι λόγω του έντονου ρατσισμού των κοινωνιών και του κράτους ως προς αυτούς.

Σε αυτού του είδους ποίηση η Jordan έβρισκε την μαγεία, «εναρμονίζοντας» την σε αυτά της τα λόγια «Αυτό είναι το δύσκολο θαύμα της Μαύρης ποίησης στην Αμερική: ότι εμείς επιμένουμε, με δημοσιευμένη την ποίηση μας ή όχι , είτε αγαπηθεί από το κοινό είτε όχι. Επιμένουμε.’’

Η νέα ανθολογία της Βιβλιοθήκης της Αμερικής «Αφρικανική αμερικανική ποίηση: 250 χρόνια αγώνων και τραγουδιού», που εκδόθηκε από τον Kevin Young, είναι ένα μνημειώδες αφιέρωμα σε αυτήν την επιμονή, από την αποικιακή περίοδο έως σήμερα. Περιλαμβάνει ποιήματα σχετικά με την αδικία, την παρενόχληση, την πείνα, τους αγώνες που δόθηκαν, αλλά και την έντονη μνημειακή αίσθηση της μουσική και του φαγητού, στην ομορφιά των άγνωστων ανθρώπων, στον πόνο σαν συναίσθημα, αλλά και τον πόνο της γέννας , στην εμμηνόπαυση, και ναι στο φεγγάρι, τα φτερά και τις πασχαλιές.

Ο Young – “ο οποίος έχει κληθεί ως ο πιο πολυδιαβασμένος ποιητής της Αμερικής” – έχει γράψει πολλές συλλογές ποίησης και δοκιμίων και έχει επεξεργαστεί ανθολογίες στίχων με κύριο θέμα τη θλίψη και την τζαζ. Είναι συντάκτης ποίησης στο The New Yorker και διευθυντής του Κέντρου Έρευνας για τον Μαύρο Πολιτισμό Schomburg στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης. Τον Ιανουάριο, θα ξεκινήσει έναν νέο ρόλο ως διευθυντής του Εθνικού Μουσείου Ιστορίας και Πολιτισμού της Σμιθσόνιανς.

Οι πολλαπλές του προσπάθειες συνδέονται με τον στόχο του να διασώσει την μνήμη από τη λήθη αλλά και να δώσει ιστορική συνέχεια στην μαύρη ποίηση και τους σπουδαίους ποιητές και ποιήτριες της. Ένα από τα επιτεύγματα του Young με το νέο του βιβλίο το οποίο έγραφε για συνολικά 6 χρόνια, είναι η ανάδειξη λιγότερο γνωστών συγγραφέων – συγκεκριμένα γυναικών συγγραφέων, όπως η Anne Spencer και η Mae V. Cowdery, ξεχασμένες φιγούρες της Αναγέννησης του Χάρλεμ –εξετάζοντας γιατί το έργο τους βρέθηκε υπό εξαφάνιση. Άραγε δεν δημοσίευσαν ποτέ ένα βιβλίο; Ζούσαν σε μια εποχή, όπως τη δεκαετία του 1980, με ελάχιστη θεσμική υποστήριξη για τους Μαύρους ποιητές;; Αναγκάστηκαν να κρατήσουν το γράψιμο μυστικό; Tι από όλα αυτά, άραγε ισχύει;

Σίγουρα ένας από τους λόγους της κυκλοφορίας του βιβλίου, είναι η πεποίθηση του Jung πως η ανθολογία μπορεί να αποτελέσει το «όπλο» ενάντια στην αφάνεια. Ειδικότερα βέβαια, εάν αυτή η συλλογή περιλαμβάνει έργα ανθρώπων που για δεκαετίας η κοινωνία δεν μπορούσε να συλλάβει νοητικά, περιθωριοποιούσε ή και δολοφονούσε εξαιτίας του ρατσιστικού μένους, αναγκάζοντας τους επί χρόνια να ζούνε στην αφάνεια.


Με πληροφορίες από τους New York Times