Από τις 14 Μαρτίου 2018 και για οκτώ παραστάσεις η εντυπωσιακή Λουτσία που “τάραξε” τα νερά στο Λονδίνο, έρχεται στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στην πολυσυζητημένη σκηνοθεσία της Κέιτι Μίτσελ και σε μουσική διεύθυνση Γιώργου Πέτρου και Ζωής Τσόκανου, με δωρεά από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Η Λουτσία ντι Λαμμερμούρ βασίζεται σε ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, τη Νύφη των Λαμμερμούρ του σερ Ουώλτερ Σκοτ. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε το 1835 στο Τεάτρο Σαν Κάρλο της Νάπολης, σημειώνοντας τέτοια επιτυχία, ώστε να θεωρείται όχι αδίκως ότι ανέδειξε το ταλέντο του Ντονιτσέττι, παρά το γεγονός ότι ο συνθέτης είχε ήδη γράψει πολλά σημαντικά έργα, όπως μεταξύ των οποίων το Ελιξίριο του έρωτα, η Λουκρητία Βοργία, η Άννα Μπολένα κ.α.

Η υπόθεση αφορά τον έρωτα της Λουτσίας για τον Εντγκάρντο του οίκου των Ρέιβενσγουντ, για τον οποίο ο αδερφός της λόρδος Ενρίκο Άστον αισθάνεται άσβεστο μίσος. Αποφασισμένος να αποτρέψει τη σχέση ο Ενρίκο οργανώνει τον γάμο της αδερφής του με τον Αρτούρο Μπάκλω. Την ώρα της τελετής καταφθάνει ο Εντγκάρντο, ο οποίος σε έξαλλη κατάσταση καταριέται τη Λουτσία. Εκείνη χάνει τα λογικά της, στη συνέχεια φονεύει τον Αρτούρο και καταρρέει. Πληροφορούμενος τον θάνατο της αγαπημένης του ο Εντγκάρντο αυτοκτονεί.

Παρότι είναι κυρίως γνωστή για τη «σκηνή της τρέλας» του πρωταγωνιστικού ρόλου, η Λουτσία ξεχωρίζει επίσης για μία σειρά από άλλους λόγους. Η συμβολή του Ντονιτσέττι στη διαμόρφωση των ξεχωριστών χαρακτηριστικών του ρομαντικού τενόρου υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική. Η τελική σκηνή για τον Εντγκάρντο δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία της ιταλικής όπερας και θέτει τις βάσεις για τους ήρωες του Βέρντι.

Μαζί με τη «σκηνή της τρέλας» για την πρωταγωνίστρια, αποτελεί μια από τις κορυφαίες τραγικές ενότητες της ιταλικής όπερας του 19ου αιώνα. Μάλιστα, η επιλογή να μην ολοκληρωθεί η όπερα με μια εντυπωσιακή άρια ή σκηνή για την υψίφωνο, αλλά τον θάνατο της Λουτσίας να ακολουθήσει η αγωνία και τελικά η αυτοκτονία του Εντγκάρντο, δείχνει τη μετακίνηση από τις οπερατικές συμβάσεις της «ευτυχούς κατάληξης» στη δραματική αλήθεια.

Στην τραγική κατάληξη της Λουτσίας, η δεξιοτεχνική γραφή καλείται να εκφράσει τρόμο και απόγνωση στο πλαίσιο μιας «σκηνής τρέλας», που διακρίνεται από όλες όσες είχαν προηγηθεί και παραμένει μοναδική στο είδος της. Χάρη στην πρωτοποριακή δομή της ο συνθέτης ανιχνεύει σε εντυπωσιακό βάθος την ψυχολογία της ηρωίδας. Μουσικά θέματα που επανέρχονται ως ανάμνηση της ηρωίδας αλλά και η δεξιοτεχνική φωνητική γραφή δεν διαθέτουν τίποτε το διακοσμητικό, αλλά δραματουργικά δικαιολογούνται απολύτως, καθώς εκφράζουν την ταραγμένη κατάσταση της ψυχής της. Είναι σαφές ότι η «σκηνή της τρέλας» στη Λουτσία προσέφερε στον Ντονιτσέττι την ευκαιρία να διερευνήσει τις εκφραστικές δυνατότητες της δεξιοτεχνικής γραφής για την υψίφωνο πέρα από κάθε φαντασία και με τρόπο που δεν είχε προηγούμενο.

Επιπλέον, στη Λουτσία ο Ντονιτσέττι μένει μακριά από στερεότυπα και εισάγει ενδιαφέρουσες λύσεις, όπως για παράδειγμα η διαμόρφωση των συνόλων και ιδιαιτέρως το περίφημο σεξτέτο, αλλά και η ενορχήστρωση με την υποβλητική χρήση μεμονωμένων οργάνων, όπως το κόρνο, η άρπα, το όμποε και το φλάουτο, το καθένα από τα οποία δημιουργούν διαφορετικές ατμόσφαιρες.

Παρά το γεγονός ότι στο τέλος του 19ου αιώνα, η Λουτσιά έπεσε σε δυσμένεια, αφού θεωρούνταν όλο και περισσότερο ως μέσον φωνητικής επίδειξης ματαιόδοξων “αηδονιών”, εντούτοις, επανήλθε θριαμβευτικά στο παγκόσμιο ρεπερτόριο χάρη στη Μαρία Κάλλας, η οποία κατά τη δεκαετία του 1950 αποκατέστησε την απολεσθείσα δραματική υπόσταση του ρόλου, χωρίς να θυσιάσει τις προβλεπόμενες δεξιοτεχνικές απαιτήσεις.

Η Λουτσία αποτέλεσε την πρώτη συνεργασία της σπουδαίας σκηνοθέτριας Κέιτι Μίτσελ με την Βασιλική Όπερα του Λονδίνου και μάλιστα σε συμπαραγωγή με την Εθνική Λυρική Σκηνή. Η πρεμιέρα δόθηκε την άνοιξη του 2016, δημιουργώντας ιδιαίτερες συζητήσεις στο Λονδίνο για τη σκηνοθετική ματιά της Μίτσελ, ενώ μερικούς μήνες αργότερα η παραγωγή επαναλήφθηκε σημειώνοντας τεράστια επιτυχία, όπως και την πρώτη φορά.

Η Μίτσελ, μια από τις πιο αυθεντικές και ενδιαφέρουσες φωνές του ευρωπαϊκού θεάτρου, έχει υπάρξει φιλοξενούμενη σκηνοθέτρια στη Royal Shakespeare Company και το Royal Court του Λονδίνου, ενώ από το 2000 σκηνοθετεί όπερα στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του πλανήτη, όπως στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, την Όπερα της Ολλανδίας, την Κωμική Όπερα του Παρισιού, την Κρατική Όπερα του Βερολίνου, το Θέατρο Λα Μονναί των Βρυξελλών, τα φεστιβάλ της Αιξ Αν Προβάνς, του Μονάχου κ.α.

«Οι αντρικοί χαρακτήρες στη Λουτσία ντι Λαμμερμούρ βρίσκονται πολύ επί σκηνής, το ψυχολογικό τους προφίλ είναι καλά σκιαγραφημένο, είναι περίπλοκοι, συναρπαστικοί και ενδιαφέροντες. Το παράπονό μου με αυτό το έργο είναι ότι δεν υπάρχει ο ίδιος βαθμός προσοχής και ενδιαφέροντος στον σχεδιασμό των γυναικείων χαρακτήρων. Φαίνεται να λείπουν κάποιες σκηνές. Έτσι, η παραγωγή μου θα προσπαθήσει να συμπληρώσει κάποια κενά στην ιστορία των κεντρικών χαρακτήρων. Θα εξισορροπήσει τα πράγματα». σημειώνει η Κέιτι Μίτσελ.

Η Μίτσελ επιχειρεί να διεισδύσει στον κόσμο των γυναικών του 19ου αιώνα και να δει την πλοκή μέσα από τα μάτια της κεντρικής ηρωίδας. Ως αντίστιξη στον σκοτεινό ανδροκρατούμενο κόσμο του βορρά, όπως το φαντάστηκε ο σερ Ουώλτερ Σκοτ, η Μίτσελ φέρνει στο προσκήνιο τη γυναικεία οπτική και τοποθετεί το έργο συνολικά στο πλαίσιο της λογοτεχνίας της εποχής, στην ατμόσφαιρα έργων όπως τα έργα των αδελφών Μπροντέ.

Η Μίτσελ, σε συνεργασία με την κορυφαία βρετανίδα σκηνογράφο – ενδυματολόγο Βίκι Μόρτιμερ, προτείνει τη χρήση ενός -χωρισμένου στα δύο- σκηνικού χώρου, ο οποίος μας επιτρέπει να δούμε όχι μόνον όσα συμβαίνουν σε κάθε σκηνή της παράστασης, αλλά και γεγονότα τα οποία συμβαίνουν ταυτόχρονα, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, συμπληρώνοντας τα κενά. Με άλλα λόγια, η παράσταση δεν μας παρουσιάζει μονάχα την ιστορία όπως περιγράφεται στο λιμπρέτο της όπερας, αλλά το σύνολο αυτής, δηλαδή και τα γεγονότα που συμβαίνουν σε άλλα δωμάτια, εν όσο ξετυλίγεται η γνωστή αφήγηση.

Στη Λουτσία κάθε κίνηση φέρει συγκεκριμένο νόημα και προωθεί τη δράση: Από τα αργά, αέρινα νεύματα των φαντασμάτων στην Α’ Πράξη, τα απεγνωσμένα βήματα της Λουτσία και τον έξαλλο Εντγκάρντο, που καταστρέφει τη γιορτή του γάμου της, στη Α’ Πράξη του Β’ Μέρους, μέχρι την φρικιαστική δολοφονία, τις παραισθήσεις της Λουτσία, την κατάρρευση της και την αυτοκτονία του Εντγκάρντο στην Β’ Πράξη του Β΄ Μέρους. Η εξονυχιστική ματιά της Μίτσελ, όσον αφορά την ανταπόκριση των σωμάτων στα συναισθήματα, δημιουργεί μια καθηλωτική θεατρική εμπειρία. Αυτή η προσέγγιση βασίζεται στο ενδιαφέρον της σκηνοθέτριας για τον ψυχολογικό νατουραλισμό – αναλύει τα κείμενά της μέχρι και στην παραμικρή τους λεπτομέρεια και δουλεύει με τους συνεργάτες της πάνω σε λεπτομερή περιβάλλοντα για κάθε χαρακτήρα του έργου.

Επιπλέον, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία στη δραματουργία της Μίτσελ είναι ο τρόπος με τον οποίο καταπιάνεται με τους γυναικείους χαρακτήρες, αλλά και η ενσυνείδητη προσπάθειά της να μην αφήσει τις γυναίκες να εμφανίζονται αποκλειστικά ως θύματα. Σε αντίθεση με άλλα ανεβάσματα του έργου, τα οποία πολλές φορές παρουσιάζουν τη Λουτσία σαν ένα θύμα, ανδρείκελο στα χέρια του αδελφού και του εραστή της, στην παράσταση της Μίτσελ η Λουτσία γίνεται μια γυναίκα της δράσης, έτοιμη να μεταμφιεστεί σε άνδρα προκειμένου να συναντηθεί κρυφά με τον εραστή της, ν’ αψηφήσει τον αδελφό της και τέλος να συνωμοτήσει με την καμαριέρα της, ώστε να δολοφονήσει τον μισητό σύζυγό της. Παραμένοντας θαρραλέα και πιστή στη δική της θέληση, η Λουτσία δίνει τέλος στη ζωή της, μια ζωή που συνεχώς βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο των ανδρών.

Ενώ πολύ συχνά οι παραστάσεις της Μίτσελ προκαλούν ή και σοκάρουν, εντούτοις η ίδια δεν έχει ως στόχο να σπάσει τους κανόνες χωρίς λόγο. Αντιθέτως, είναι η διακαής και εστιασμένη της αφοσίωση να ζωντανέψει όσα πραγματικά συμβαίνουν σε μια ιστορία και τους ήρωές της. Κατά τη δική της αντίληψη, κάθε ιστορία απαιτεί τη δική της προσέγγιση, ούτως ώστε να μπορεί να σταθεί όρθια και ζωντανή πάνω στη σκηνή.

Την παραγωγή της Λουτσία στην Εθνική Λυρική Σκηνή διευθύνουν δύο σπουδαίοι αρχιμουσικοί της νεότερης γενιάς, ο Γιώργος Πέτρου, διευθυντής της Καμεράτας και η Ζωή Τσόκανου, διευθύντρια της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης.

Τον ιδιαιτέρως απαιτητικό –φωνητικά όσο και σκηνικά– ρόλο του τίτλου θα ερμηνεύσουν οι διακεκριμένες Ελληνίδες υψίφωνοι Χριστίνα Πουλίτση στην πρώτη διανομή και Βασιλική Καραγιάννη στη δεύτερη.

Η Πουλίτση, η οποία από τη φετινή σεζόν ανήκει στο καλλιτεχνικό δυναμικό της ΕΛΣ και κάνει το ντεμπούτο της στον ρόλο της Λουτσία, έχει διαγράψει μια σπουδαία καριέρα στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του πλανήτη, όπως: Θέατρο Μπολσόι Μόσχας, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Κωμική Όπερα Παρισιού, Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Μεγάλο Θέατρο Λιθέου Βαρκελώνης, Κρατική Όπερα Δρέσδης, καθώς επίσης σε Αμβούργο, Σηάτλ, Σανγκάη, Ντύσσελντορφ, Τορίνο. Έχει συνεργαστεί επανειλημμένα, μεταξύ άλλων, με τον Ζούμπιν Μέτα και την Φιλαρμονική Ορχήστρα Ισραήλ, ενώ είναι στενή συνεργάτρια του διάσημου Αυστραλού σκηνοθέτη και διευθυντή της Κωμικής Όπερας Βερολίνου Μπάρρη Κόσκυ.

Η Βασιλική Καραγιάννη, έχει συνεργαστεί με ΕΛΣ, ΜΜΑ, ΜΜΘ και έχει εμφανιστεί διεθνώς σε σημαντικά λυρικά θέατρα και αίθουσες, όπως Βασιλική Όπερα Λονδίνου (Κόβεντ Γκάρντεν), Θέατρο Σκάλας Μιλάνου, Κωμική Όπερα Βερολίνου, Γερμανική Όπερα Ρήνου (Ντύσσελντορφ), Εθνικό Θέατρο Σάο Κάρλος (Λισαβόνα), Θέατρο Μουσικού Φλωρεντινού Μάη (Φλωρεντία), Αίθουσα Βασίλισσας Ελισάβετ και Κάντογκαν Χωλ (Λονδίνο), Κάρνεγκι Χωλ (Νέα Υόρκη), Θέατρο Κάρλο Φελίτσε Γένοβας.

Στον ρόλο του Εντγκάρντο στην πρώτη διανομή ο Ρώσος τενόρος Αλεξέι Ντόγκλοφ, ο οποίος έχει εμφανιστεί στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, την Κρατική Όπερα της Ουάσιγκτον, αλλά και μεγάλες ευρωπαϊκές σκηνές (Βερολίνο, Μόναχο, Ρώμη, Λονδίνο κ.ά.). Ο Ντογκλόφ αναγνωρίζεται «για την καθαρή, σίγουρη, επιτακτική του φωνή» (The Washington Times).

Στη δεύτερη διανομή, ο διακεκριμένος τενόρος της ΕΛΣ, Γιάννης Χριστόπουλος. Στον ρόλο του Ενρίκο οι Μάρκο Καρία, Κύρος Πατσαλίδης και Τάσης Χριστογιαννόπουλος, ενώ σε αυτόν του Ραιμόντο ο Χριστόφορος Σταμπόγλης και ο Τάσος Αποστόλου. Μαζί τους νεότεροι και καταξιωμένοι μονωδοί της ΕΛΣ.

Η Λουτσία ντι Λαμμερμούρ με μια ματιά

Ο συνθέτης:

Ο Γκαετάνο Ντονιτσέττι γεννήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 1797 στο Μπέργκαμο της Λομβαρδίας και υπήρξε μαθητής του Τζοβάννι Σιμόνε Μάυρ, Γερμανού συνθέτη όπερας που δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην Ιταλία. Το πρώτο του σκηνικό έργο, Ο Πυγμαλίωνας, το έγραψε σε ηλικία δεκαοκτώ ετών. Μέχρι τον θάνατό του, ο Ντονιτσέττι θα κληροδοτούσε στον δυτικό πολιτισμό περισσότερες από εβδομήντα όπερες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα έργα Άννα Μπολένα [1830], Το ελιξίριο του έρωτα [1831], Λουκρητία Βοργία [1832], Μαρία Στουάρντα [1834], Λουτσία ντι Λαμμερμούρ [1835], Ρομπέρτο Ντεβεραί [1837), Η κόρη του συντάγματος [1839], Η ευνοουμένη [1840] και Ντον Πασκουάλε [1843]. Παρότι κυρίως γνωστός για τα λυρικά του έργα, ο Ντονιτσέττι συνέθεσε επίσης εκκλησιαστική μουσική, κουαρτέτα εγχόρδων και ορχηστρικά έργα. Πέθανε το 1848 στο Μπέργκαμο από παράλυση, προερχόμενη από σύφιλη.

Το έργο:

Όπερα σε δύο μέρη και τρεις πράξεις, η Λουτσία ντι Λαμμερμούρ βασίζεται σε ποιητικό κείμενο του Σαλβατόρε Καμμαράνο, εμπνευσμένο από το ιστορικό μυθιστόρημα Η νύφη των Λάμμερμουρ του σερ Ουώλτερ Σκοτ.

Πρεμιέρες:

Η Λουτσία ντι Λαμμερμούρ πρωτοπαρουσιάστηκε στο Θέατρο Σαν Κάρλο της Νάπολης στις 26 Σεπτεμβρίου 1835. Τέσσερα χρόνια αργότερα, σε νέο ποιητικό κείμενο των Αλφόνς Ρουαγέ και Γκυστάφ Βαέζ στη γαλλική γλώσσα αλλά και σε νέα επεξεργασία του συνθέτη, η όπερα παρουσιάστηκε στο παρισινό Θέατρο της Αναγέννησης, στις 6 Αυγούστου 1839. Ενώπιον ελληνόφωνου κοινού η Λουτσία ντι Λαμμεμούρ δόθηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Σαντζάκομο της Κέρκυρας, την άνοιξη του 1839, όταν το νησί ήταν ακόμα υπό βρετανική κυριαρχία. Με την ίδια όπερα εγκαινιάστηκε στις 6 Ιανουαρίου 1840 το λεγόμενο Θέατρο Μπούκουρα ή Θέατρο Αθηνών. Το επώνυμο ρόλο ερμήνευσε η Ρίτα Μπάσσο-Μπόριο. Από τη Λυρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου η όπερα παραστάθηκε για πρώτη φορά την περίοδο της Κατοχής, στις 29 Απριλίου 1943.

 

Συντελεστές:

Μουσική διεύθυνση: Γιώργος Πέτρου (14, 16, 18, 21, 23, 28/3) – Ζωή Τσόκανου (17, 24/3)
Σκηνοθεσία: Κέιτι Μίτσελ
Αναβίωση σκηνοθεσίας: Ρόμπιν Τέμπατ
Σκηνικά-κοστούμια: Βίκι Μόρτιμερ
Κινησιολογία-χορογραφία: Τζόζεφ Άλφορντ
Φωτισμοί: Τζον Κλαρκ
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος

Ενρίκο: Μάρκο Καρία (14, 16, 18/3) – Κύρος Πατσαλίδης (17, 21/3) – Τάσης Χριστογιαννόπουλος (23, 24, 28/3)
Λουτσία: Χριστίνα Πουλίτση (14, 16, 18, 21, 23, 28/3) – Βασιλική Καραγιάννη (17, 24/3)
Εντγκάρντο: Αλεξέι Ντόλγκοφ (14, 16, 18, 23/3) – Γιάννης Χριστόπουλος (17, 21, 24, 28/3)
Αρθούρος: Νίκος Στεφάνου (14, 16, 18, 24/3) – Γιάννης Καλύβας (17, 21, 23, 28/3)
Ραιμόντο: Χριστόφορος Σταμπόγλης (14, 17, 23, 24, 28/3) – Τάσος Αποστόλου (16, 18, 21/3)
Αλίζα: Θεοδώρα Μπάκα (14, 16, 18, 23/3) – Λυδία Βαφειάδη (17, 21, 24, 28/3)
Νορμάννο: Χαράλαμπος Βελισσάριος (14, 16, 18, 24/3) – Θανάσης Ευαγγέλου (17, 21, 23, 28/3)

Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής

Οι φωτογραφίες από τις παραστάσεις του Λονδίνου είναι του Stephen Cummiskey.

Με δωρεά από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.