Πολυδιάστατη, επιβλητική και αέρινη, η Φιλαρέτη Κομνηνού έχει γευτεί πολλές καλλιτεχνικές επιτυχίες, ενώ αποτελεί ένα διαχρονικό συνώνυμο της γοητείας. Μέσα από τη συζήτηση μαζί της όμως, αντιλαμβάνεται κανείς ότι πρόκειται επίσης για έναν προσιτό, ζεστό και ζωντανό άνθρωπο.

Ο κόσμος την έχει συνδέσει με τους μοιραίους, πολύπλευρους και ενδιαφέροντες ρόλους που ερμήνευσε κατά καιρούς στο σανίδι και στο γυαλί. Πάνω σε αυτό, η Μαλβίνα Κάραλη είχε γράψει για εκείνη πως «έχει τον τρόπο να μεταβάλλει ένα πουπουλένιο στρώμα σε γυάλινο κρεβάτι, αλλά ό,τι είναι συμπαγές πονά περισσότερο και ραγίζει ευκολότερα. Γιατί αυτό είναι δραματουργικά η Φιλαρέτη. Ένα τέρας γεμάτο ραγισματιές». Και η ίδια η Φιλαρέτη Κομνηνού, φαίνεται μέσα από τη συζήτηση, τελικά να γοητεύεται και να νιώθει κοντά με αυτούς τους ρόλους και αναφέρει ανάμεσα σε άλλα: «Εκ των υστέρων συνειδητοποίησα ότι οι γυναίκες που προβάλλουν μια συγκρότηση, κάτι δυναμικό και συμπαγές, είναι για να κρύψουν κάτι  ανυπεράσπιστο και ευάλωτο… Νομίζω ότι αυτό το στοιχείο με γοητεύει και στις θεατρικές ηρωίδες. Κάθε φορά που συναντούσα μια τέτοια, αισθανόμουν ότι την κατανοούσα και την συμπονούσα τόσο, ώστε να την υπερασπιστώ αποτελεσματικά στην σκηνή».

Το προσεχές διάστημα θα πρωταγωνιστήσει στην «Γρανάδα», το νέο έργο του Γιάννη Καλαβριανού, που ανεβαίνει στο «Από Μηχανής Θέατρο». Έτσι, βρήκαμε μια καλή ευκαιρία να συζητήσουμε για την δυναμική παρουσία της στην σκηνή, τον ρόλο της τέχνης στην ζωή της, αλλά και τις ταξιδιωτικές διαδρομές που ονειρεύεται να ακολουθήσει. Γιατί εκτός των άλλων, πραγματοποιεί συχνά υπέροχες περιπλανήσεις ανά τον κόσμο.

Απολαύστε την!


– Ας ξεκινήσουμε μιλώντας για την Γρανάδα, που είναι ένα ολοκαίνουργιο θεατρικό έργο. Θα θέλατε να μας το συστήσετε με τη δική σας ματιά;

Κατ’ αρχάς να πω ότι είναι ένα έργο στο οποίο δέχθηκα να συμμετάσχω χωρίς να το γνωρίζω εκ των προτέρων. Οι κουβέντες που κάναμε με τον Γιάννη γύρω στην άνοιξη, κατέληγαν σε μια κοινή επιθυμία να συνεργαστούμε, να βρεθούμε σε μια παράσταση. Το κείμενο ουσιαστικά μού το παρέδωσε τέλη Αυγούστου, στην πρώτη συνάντηση που κάναμε με όλη την ομάδα. Και η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για έργο που δεν μπορεί κανείς εύκολα να το ταξινομήσει, να του δώσει ένα πολύ συγκεκριμένο στίγμα, γιατί κινείται γύρω από τρεις διαφορετικούς άξονες.

Υπάρχει μία ιστορία που το διατρέχει ολόκληρο, η ιστορία της “Ιωάννας της Τρελής”, η οποία ακουμπά σε κάποιο ιστορικό πρόσωπο, για το οποίο εγώ δεν είχα ιδέα και ειλικρινά είναι συναρπαστικό. Παράλληλα, ξετυλίγεται η ιστορία των μελών μιας σύγχρονης οικογένειας, οι οποίοι ακυρωμένοι από την απώλεια κάποιου ατόμου, προσπαθούν να συνεννοηθούν, να συντονιστούν και να συνυπάρξουν. Συνειδητά αναφέρω τα «συν-» γιατί πια υπάρχει μια απόκλιση. Τέλος, η «Γρανάδα» είναι και ένας αστερισμός ο οποίος κάνει περιστροφή γύρω από τον εαυτό του. Αυτό δηλώνει ένα αυτιστικό πράγμα, μιας και οι ήρωες γυρίζουν εμμονικά γύρω από το «εγώ» τους και το πώς θα μπορέσουν να ξανασυναρμολογηθούν. Ανήκει πάντως, κατά τη γνώμη μου, σε μια σφαίρα ποιητικού θεάτρου.

– Μιλήστε μας περισσότερο και για το δικό σας ρόλο.

Εγώ μέσα στην οικογένεια αυτή, είμαι το πρόσωπο που με πιο ισχυρό τρόπο προσπαθώ να διαχειριστώ την συγκεκριμένη απώλεια. Ενεδρεύει δε και ένα είδος νεύρωσης, μιας και ακόμα και οι ψυχίατροι λένε πως μετά την απώλεια υπάρχει η άρνηση του γεγονότος. Και η άρνηση σε κάνει να λειτουργείς απέναντι στην πραγματικότητα με επιθετικό τρόπο. Αρνείσαι αυτό που συμβαίνει δίπλα σου και βάζεις τον δικό σου πόνο στο κέντρο του κόσμου… Όμως, η ζωή τρέχει και υπάρχει και σε παρασύρει με τον ρυθμό της. Η ηρωίδα που ερμηνεύω όμως, αυτό το αρνείται πεισματικά.

– Φαίνεται να είστε πιο επιλεκτική τον τελευταίο καιρό στα επαγγελματικά σας. Ως καλλιτέχνις τι ψάχνετε πλέον πριν αποδεχθείτε μια πρόταση;

Την Καλή συνάντηση και το εννοώ. Σκηνοθέτης και ηθοποιοί να δημιουργήσουν έναν μικρόκοσμο για να μπορούν μνήμες και εμπειρίες της προσωπικής τους ζωής να τις διοχετεύουν ως εκρηκτικό υλικό στο έργο του συγγραφέα. Να  αφουγκραζόμαστε το κείμενο σαν μια μουσική που θα συνοδέψει το δικό μας ποίημα… Δεν το συναντάς βέβαια  αυτό εύκολα στην δουλειά μας, αλλά ας μου επιτραπεί να το ονειρεύομαι.

Πλέον, έχει ικανοποιηθεί η υγιής φιλοδοξία για σπουδαίους, μεγάλους ρόλους. Αυτό κατά κάποιον τρόπο έχει κάνει τον κύκλο του. Παρόλο που πάντα υπάρχει η ανάγκη για την αναζήτηση της «μεγάλης ερμηνείας», έχει αρχίσει να γίνεται προτεραιότητα η συνάντηση με ανθρώπους με πιο προσωπική ματιά πάνω στην σκηνική πράξη. Συνεργάτες, που η δική τους αγωνία και τα δικά τους ερωτηματικά θα έρθουν να με ενεργοποιήσουν και πιθανόν να μετακινήσουν και τη δική μου σχέση με το θέατρο. Η εμπειρία είναι εξαιρετικά χρήσιμο υλικό, μπορεί όμως με τα χρόνια να αποδειχθεί φύρο. Δε θέλω να οχυρώνομαι και να αναπαύομαι στην εμπειρία μου. Θέλω ανά πάσα στιγμή να τραβώ το δίχτυ ασφαλείας μου και να δημιουργώ έναν βαθμό δυσκολίας. Και αυτό με τη σειρά του να αφυπνίζει ικανότητες που ίσως έχουν αποκοιμηθεί. Έτσι, αναζητώ συμμάχους και συνεργούς σε αυτήν την ανάγκη διαρκούς ανακάλυψης, της προσέγγισης ανεξερεύνητων περιοχών.

Στιγμιότυπο από τις πρόβες της “Γρανάδας” – Φωτογραφία: © Ελίνα Γιουνανλή

– Αποδεδειγμένα, για ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού το όνομά σας αποτελεί αφορμή για να παρακολουθήσει κάποια δουλειά που συμμετέχετε. Πώς αισθάνεστε για αυτήν την αποδοχή;

Με τιμά πολύ αυτό που λέτε… Η αλήθεια είναι ότι έχω εισπράξει πολλή αγάπη και πολλή τρυφερότητα. Όταν μπαίνουν μέσα στο καμαρίνι οι θεατές, άνθρωποι δηλαδή που δεν τους γνωρίζεις και το βλέμμα τους είναι δακρυσμένο, σαν μια τεράστια αγκαλιά, δημιουργείται ένα αίσθημα υπέροχο. Θα σας πω κάτι χαρακτηριστικό. Είχε έρθει μια κοπέλα και μου ανέφερε: «όλη την ώρα στην παράσταση, είχα την αίσθηση ότι αυτά τα γεγονότα πάνω στην σκηνή ήταν σαν τα κάνατε για εμένα, σαν να είχατε έρθει κοντά και γινόταν μια προσωπική εξομολόγηση, παρότι ήμουν σε μια αίθουσα με άλλους τριακόσιους ανθρώπους». Είναι σημαντικό να νιώθει κάποιος ότι τον αφορά προσωπικά αυτό που εσύ διοχετεύεις εν αγνοία σου. Σαν να δημιουργεί μια μοναδική σχέση μαζί σου στο σκοτάδι της πλατείας.

– Αυτή όμως η αγάπη του κόσμου είναι παγίδα για να εφησυχαστεί ένας ηθοποιός και να αφεθεί σε τυχόν ευκολίες, τόσο ως προς το υποκριτικό κομμάτι όσο και ως προς τις επιλογές του;

Πάρα πολλοί μεγάλοι και ταλαντούχοι ηθοποιοί έχουν παγιδευτεί μέσα σε αυτό. Στην ανάγκη να ικανοποιούν και να κυνηγούν την αποδοχή του κοινού. Για εμένα προσωπικά θα έλεγα «όχι», γιατί κάθε φορά ξεκινώ από άλλη αφετηρία. Πρώτα πρέπει να συμβεί κάτι στον δικό μου κόσμο, στην δική μου καρδιά, στην δική μου συνάντηση με τους ανθρώπους του θεάτρου. Η εκκίνησή μου δεν είναι αντίστοιχη, γιατί δεν μπήκα ποτέ ίσως στα γρανάζια της «καθαρής εμπορικότητας» του θεάματος. Ξεκίνησα από μεγάλα θέατρα, που σίγουρα είχαν γνώμονα το ταμείο και μετά πήγα και στις πιο εναλλακτικές σκηνές, όπως με τον Μοσχόπουλο  στο «Πόρτα» ή με τον Καλαβριανό στο «Από Μηχανής». Πάντως, σίγουρα η σχέση με το κοινό, δεν παίζεται με εμπορικούς όρους.

– Έχει τύχει κάποιος ρόλος ή κείμενο να σας αλλάξει τον τρόπο που βλέπετε τα πράγματα ύστερα από την «συνάντηση» μαζί του;

Μπορεί να με έχουν μετακινήσει. Δεν μου έχουν αλλάξει όμως την ματιά μου πάνω στην πραγματικότητα. Μπορεί να με έχουν ευαισθητοποιήσει,  μπορεί να με έχουν κάνει πιο «σοφή», αλλά η ζωή είναι πολύ δυνατή και πολύ ισχυρή για να μπορέσει η τέχνη να γίνει τόσο επεμβατική πάνω της… Μερικές φορές όμως, είναι σαν να σε παίρνει από το χέρι και να σε οδηγεί σε μια παρηγοριά, σε μια ηρεμία και μια ισορροπία. Όχι όμως ότι μπορεί αλλάξει όλο τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι την πραγματικότητα. Αυτά που συμβαίνουν είναι καταιγιστικά και σαρωτικά, για να μπορώ να τα αντικαταστήσω με την τέχνη.

Τώρα πια, εμένα αυτό που περισσότερο με ενδιαφέρει είναι να μην παράγουμε αυτιστικά τέχνη σε αυτήν την κρίσιμη εποχή. Υπάρχει πλέον μια ανακατάταξη και αναδιοργάνωση όλου του τρόπου που ζούμε, με αφορμή την οικονομική κρίση. Για να ξαναβρούμε σταθερές που έχουν υπονομευτεί, έχουμε ανάγκη να βλέπουμε παραστάσεις που διαθέτουν σοβαρό περιεχόμενο. Να υπάρχει κείμενο, λόγος. Να μην αναλωνόμαστε σε ελιτίστικες αισθητικές και φορμαλιστικές αναζητήσεις. Η πραγματικότητα γύρω μας είναι άγρια. Να σταθούμε απέναντί της σαν καθρέπτης. Με μια δημιουργική οξύτητα.

Πάντως εδώ θέλω να πω και κάτι άλλο που παρατηρώ συνεχώς. Δεν μπορείς να ξεχαστείς σε μια παράσταση και να ζεις μη «καλλιτεχνικά» στην καθημερινότητά σου. Να είσαι αγενής, να μη σέβεσαι τους γύρω σου, την αισθητική του χώρου σου ή να φέρεσαι με βαρβαρότητα. Αναστατώνομαι από όσα βιώνω στην Αθήνα ως πολίτης… Είδα πρόσφατα την ταινία «Οι τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι». Συγκλονιστική και ιδιοφυής στην ευρηματικότητά της. Την παρακολουθούσα και σκεφτόμουν «τι καλά που θα ήταν να βρίσκαμε μια τεράστια πινακίδα και να γράψουμε «Γιατί κ. Καμίνη αφήνετε το κέντρο της Αθήνας να βουλιάζει στην εξαθλίωση και στην βρωμιά;». Είδατε που μας δίνουν ιδέες οι ταινίες; Μένω στο Θησείο, δουλεύω σε θέατρο στο Μεταξουργείο και πονάει η ψυχή μου για όλα αυτά που βλέπω καθημερινά…

Αυτά λοιπόν, εγώ δε μπορώ να τα αγνοήσω και να πω ότι «παράγω τέχνη» όταν δίπλα η γειτονιά μου και η γειτονιά του θεάτρου μου, είναι τόσο εξαθλιωμένη. Και μιλώ κυρίως για την ανθρώπινη εξαθλίωση.

© Ελπίδα Μουμουλίδου

– Από την εμπειρία σας ως ηθοποιός αλλά και ως καθηγήτρια, πως κρίνετε τη φάση που διανύει το εγχώριο θέατρο;

Υπάρχει ένας άκρατος πλουραλισμός, κατανοητός μεν, ανοικονόμητος δε. Αυτό νομίζω συμπυκνώνει όσα συμβαίνουν με τις τόσες ομάδες και τις τόσες θεατρικές σκηνές. Κατανοητό, γιατί χρειάζεται ο κόσμος και οι δημιουργοί να δραπετεύουν από τη καταθλιπτική πραγματικότητα. Όμως, βλέπω και τόσα παιδιά, ανάμεσά τους και παλαιούς μαθητές μου, να προσπαθούν να υπάρξουν έστω και χωρίς πληρωμή. Για αυτό τονίζω και το «ανοικονόμητο».

– Αλήθεια μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να σκηνοθετήσετε εσείς ένα έργο; Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι συνάδελφοί σας δοκιμάζονται στο κομμάτι της σκηνοθεσίας.

Αυτό είναι αλήθεια. (γέλια) Όχι, δεν το έχω σκεφτεί. Κάποιες μικρές απόπειρες έγιναν όταν οργάνωνα τις εξετάσεις του μαθήματός μου στο Αριστοτέλειο, που ήταν βέβαια από τη θέση του «κριτή». Αλλά ανήκω και σε μια γενιά καλλιτεχνών, που τον σκηνοθέτη τον είχαμε θεοποιήσει. Στα μάτια μας φάνταζε κάτι πολύ δύσκολο για να το αγγίξει κανείς. Βλέπω τώρα τη νέα γενιά, πόσο απενοχοποιημένα σκηνοθετεί. Καλά κάνουν, βέβαια! Γιατί εδώ που τα λέμε, η σκηνοθεσία δεν είναι κάτι που διδάσκεται απόλυτα. Για τους ηθοποιούς υπάρχουν σχολές, για τους σκηνοθέτες, όχι. Οπότε προκύπτουν και αρκετοί αυτοδίδακτοι. Απλά, εμείς είχαμε υπερβολικό δέος απέναντι στους σκηνοθέτες, για αυτό και μέχρι σήμερα δεν το έχω τολμήσει.

– Παρά την πλούσια διαδρομή στην σκηνή και την μικρή οθόνη, οι συμμετοχές σας στον κινηματογράφο είναι ελάχιστες. Γιατί, δεν έτυχε, δεν έγιναν οι κατάλληλες προτάσεις ή εσείς δεν το θελήσατε;

Ναι, όντως δεν έτυχε. Νομίζω πια, ότι πρέπει να το ψάξω αυτό! Όσες φορές μού προτάθηκαν σενάρια, είτε δε μου άρεσαν, είτε οι χρονικές συγκυρίες δε βοήθησαν. Η παρουσία μου στον κινηματογράφο είναι σχεδόν μηδενική, εκτός από μια ταινία του Μπουλμέτη.

Βέβαια, αυτό το έχω υποκαταστήσει μέσα από αυτές τις υπέροχες τηλεοπτικές δουλειές που έκανα, ειδικά με τον Κουτσομύτη. Ήταν μονοκάμερες και είχαν κινηματογραφική αισθητική. Δεν αισθάνομαι δηλαδή, ελλιπής σε αυτό το θέμα.

Και αυτές τις σειρές, τις νοσταλγώ πάρα πολύ… Είναι πραγματικά κρίμα που η τωρινή γενιά ηθοποιών θα τις στερηθεί. Γιατί κάποιες ήταν εξαιρετικά σημαντικές: εξωτερικά γυρίσματα, μεγάλα μπάτζετ, ταξίδια στο εξωτερικό… Νιώθω τυχερή για αυτό. Και είναι απώλεια που έφυγε ο Κώστας Κουτσομύτης. Έχω να θυμηθώ συγκλονιστικές ιστορίες από τα γυρίσματα…. Χαρά, γέλιο, η τσιγγάνικη ζωή του συνεργείου, η παρέα που δημιουργείται… Σαν μια πενταμερή εκδρομή θυμάμαι τα γυρίσματα…  Αυτό παραδείγματος χάρη, στο θέατρο το στερείσαι.

– Τι άλλο εκτός από το θέατρο σας γεμίζει σαν άνθρωπο;

Μία φορά να με έχει ακούσει κανείς, καταλαβαίνει. (γέλια) Τα ταξίδια! Έχω πλήρη εξάρτηση. Μόλις περάσει πεντάμηνο και δε βγω από τα σύνορα της χώρας, αρχίζω και έχω στερητικό. Μου λείπουν ακόμα πολλές χώρες. Μακάρι να μπορούσα να κάνω το γύρο του κόσμου. Την υφήλιο την έχω κόψει στη μέση και αυτά που με ενδιαφέρουν είναι περισσότερο προς την Λατινική Αμερική. Φλερτάρω και με την ιδέα της Ανταρκτικής… Θέλω ένα ταξίδι που να είναι πασπαλισμένο με χιόνι. Μόνο χιόνι. Αναζητώ την απίστευτη ομορφιά και την ησυχία που προσφέρει ένα χιονισμένο τοπίο. Μία δυνατή γεύση πήρα στην Ισλανδία. Σε τέτοιο περιβάλλον προτιμώ να βρεθώ παρά σε μια ακόμη τυπική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Και αυτές είναι πανέμορφες βέβαια, αλλά «χαϊδεύουν» και λίγο την αισθητική σου.

– Το ιδανικό ταξίδι για εσάς λοιπόν, τι περιλαμβάνει και πού θα ήταν αυτό;

Ιδανικό ταξίδι θα ήταν να μπούμε σε ένα σκάφος με τους φίλους μου, που με αγαπούν και τους αγαπώ και να ξεκινήσουμε μια περιπλάνηση στη θάλασσα. Να αράζουμε όπου και όποτε θέλουμε εμείς, σε πόλεις και λιμάνια και να πηγαίνουμε σε ακτές που δεν τις έχουν πατήσει τα σμήνη των τουριστών. Αν αυτό το πράγμα μπορούσα να το κάνω για μήνες, θα ήμουν ευτυχισμένη… Αλλά θέλω και να το μοιράζομαι. Να το μοιράζομαι με ανθρώπους που αγαπώ και έχουμε μια κοινή ματιά και κυρίως κοινή τρέλα!


Πορτραίτα Φιλαρέτης Κομνηνού: © Ελπίδα Μουμουλίδου


Διαβάστε επίσης:

Γρανάδα, του Γιάννη Καλαβριανού στο Από Μηχανής Θέατρο