Τρεις προσωπογραφίες φτιαγμένες από κουβάρια κλωστής υποδέχονται τον επισκέπτη. Τον Απρίλιο του περασμένου χρόνου τα ίδια αυτά έργα είχαν εκτεθεί στην Βιτρίνα του ΟΤΕ, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Η δημιουργός προσκάλεσε τους θεατές να συνομιλήσουν με τα κλώστινα πορτραίτα. Εάν είχαν φωνή, τι θα έλεγαν; Και εάν μπορούσαν να ακούσουν, τι θα ήθελαν να τους πουν;

Όσοι συμμετείχαν έγραψαν πάνω σε ό,τι έβρισκαν. Τα ιδιόρρυθμα αυτά γραπτά, τυπωμένα πάνω σε ύφασμα και ραμμένα πανί με πανί, ήσαν η πρώτη ύλη με την οποία κατασκευάστηκαν τα έργα που εκτίθενται στο Τσαρσί Χαμάμ. Τα πάνινα πορτραίτα που φιλοξενούνται στον θερμό χώρο, όπως ονομάζεται ο δεύτερος χώρος του συγκροτήματος, έχουν φτιαχτεί απ’ τα ρετάλια της Θεσσαλονίκης.

Λυπάμαι πολύ κυρία/ Πως μπορώ να σας βοηθήσω/ Πείτε μου μόνο αν μπορώ/ Κάνε κουράγιο/ Ποιός πέθανε από το σόι σου

Τι μέρα έχουμε/ Πως καταντήσαμε έτσι/ Μια δεύτερη ευκαιρία/ Μακάρι η ζωή να μου έδινε/ Αποφάσισα να πουλήσω τα χωράφια στο χωριό/ Δυσκολεύομαι/Τις μπάμιες γιατί δεν τις τρως Μιχάλη;

Αυτά είναι μερικά από τα φραστικά στιγμιότυπα με τα οποία κατασκευάστηκαν και τα ηχοτοπία της έκθεσης. Εγκαταστημένα στους χώρους του συγκροτήματος υποδέχονται τον επισκέπτη με ένα παινδαιμόνιο φωνών και ήχων του πεζοδρομίου.

Κάθε χώρος στο Τσαρσί Χαμάμ αφηγείται ένα κεφάλαιο από την μικροιστορία της ελληνικής κρίσης και διασώζει την ποιητικότητα της καθημερινής ζωής. Κάθε πορτραίτο προσδιορίζει έναν οριακό, μεταιχμιακό τόπο όπου διακρίνονται ενώ συναντώνται το λαϊκό με το λόγιο, το κοινότοπο με το εξαιρετικό και το καθημερινό με το ποιητικό.

Το έργο αποτελεί μια εικαστική δοκιμή και συγχρόνως μια μαρτυρία. Επιχειρεί να ανιχνεύσει τα ποιητικά στοιχεία που ξεφυτρώνουν στον καθημερινό λόγο, όπως η Σαξιφράγκα, το λουλούδι των βράχων, στο ποίημα του William Carlos Williams – «Σαξιφράγκα είναι το λουλούδι μου/ αυτό που βράχους σχίζει».