Μου άρεσε που ξεφυλλίζοντας το καλοκαιρινό έντυπο τεύχος #29 του Culture Now mag έπεσα πάνω στον τίτλο «Κάτι κινείται στην Ελληνική Μουσική Σκηνή». Ήταν ο τίτλος που είχαν επιλέξει οι Empty Frame για το κείμενο που έγραψαν για το περιοδικό.

Μου άρεσε όχι μόνο γιατί στο κείμενο τους περιέγραψαν τη μεγάλη κινητικότητα που όμοια της δεν έχει γνωρίσει η Ελλάδα στα 15 και πλέον χρόνια που δραστηριοποιούμαι επαγγελματικά, με πολλαπλές ιδιότητες, στο χώρο της ελληνικής μουσικής.

Ούτε μόνο επειδή αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων,  στο βελτιωμένο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια επίπεδο των μουσικών, στο στυλιστικό εύρος της παραγόμενης μουσικής, στην συνεργατικότητα που σταθερά αναπτύσσεται, αλλά και στο οξύμωρο του όλου πράγματος  δηλαδή στο ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον εχθρικό προς κάθε μορφή καλλιτεχνικής, αισθητικής και δημιουργικής αναζήτησης.

Περισσότερο απ’όλα μου άρεσε ο τίτλος – αλλά και το κείμενο –  γιατί το επίθετο «ανεξάρτητη» έλαμπε δια της απουσίας του. Έλειπε από ένα κείμενο, το οποίο αν είχε δημοσιευτεί πριν από λίγα μόλις χρόνια, το επίθετο αυτό θα είχε την τιμητική του.

Δεν έγραψαν για την «ελληνική ανεξάρτητη σκηνή» αλλά για τη «σύγχρονη ελληνική σκηνή» … σκέτο.

Ήδη από την άνοιξη που μας πέρασε, στις συναναστροφές μου με τους  ανθρώπους του χώρου ξεκίνησα κάτι σαν μια «προσωπική εκστρατεία». Επιχειρηματολογούσα υπέρ του να αφαιρέσουμε τελείως τον όρο «ανεξάρτητη» από το λεξιλόγιο μας όταν αναφερόμαστε στη σύγχρονη ελληνική μουσική δημιουργία . Όρος παλιός, ξεπερασμένος από τις ίδιες τις εξελίξεις (π.χ. όλες οι δισκογραφικές εταιρείες πλέον είναι «ανεξάρτητες», συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των ελληνικών τμημάτων των πρώην πολυεθνικών που μετεξελίχθηκαν σε αυτόνομα τμήματα που δρουν πλέον οικονομικά και καλλιτεχνικά ανεξάρτητα από τις πρώην «μητέρες» πολυεθνικές . οπότε, προς τι η χρήση του όρου και ο πλεονασμός;). Όρος που περιγράφει (και παραπέμπει σε) ένα λίγο – πολύ συγκεκριμένο φάσμα ήχου (υπέροχο μεν αλλά σχετικά περιορισμένο) που πια αδυνατεί να περιγράψει την πανσπερμία ήχων, ιδεών και κατευθύνσεων που απαρτίζουν τη «σύγχρονη ελληνική σκηνή».

Εκτός του ότι ό όρος είναι απαρχαιωμένος, στη χρήση του ελλοχεύει και ένας κίνδυνος. Υπονοεί ότι οι «ανεξάρτητοι» μεμονωμένοι καλλιτέχνες και τα «ανεξάρτητα» συγκροτήματα δεν είναι «κατάλληλα» για το γούστο, τις ανάγκες και τις αναζητήσεις αυτού που ονομάζεται «ευρύ κοινό». Υπονοεί ότι η συγκεκριμένη μουσική που περιγράφεται ως «ανεξάρτητη», απευθύνεται εξ ορισμού μόνο σε ένα εξειδικευμένο μουσικόφιλο κοινό, είναι κάπως «περίεργη», δεν έχει τα φόντα και την δυναμική για  να αποκτήσει μια «εμπορική» δυνατότητα, δεν έχει καν την επιθυμία να αγγίξει συλλογικές «χορδές».

Ο κίνδυνος έγκειται καταρχήν  στο ότι ο όρος περιχαρακώνει τη σύγχρονη δημιουργία που ψάχνεται πέρα από τις καθιερωμένες συνταγές και άρα φέρει τις νέες προτάσεις. Και επιπλέον στο ότι (εσκεμμένα;) μπερδεύει την επιθυμία για ψάξιμο και δημιουργική ανανέωση, καθώς και την άρνηση για ισοπέδωση, κοινοτυπία, ακόμη και ξεπούλημα, με τον σνομπισμό. Είναι διαφορετικό να αποζητάς ως μουσικός  να επικοινωνήσεις με το κοινό με όρους προσωπικής δημιουργίας και διαφορετικό το να ζητάς να χαϊδέψεις τα αυτιά του. Ή και να το κοροϊδέψεις ακόμα.

Και όλο αυτό σε μια εποχή που οι νεότερες γενιές ακροατών είναι περισσότερο από ποτέ ανοιχτές σε διαφορετικά και ποικίλα ακούσματα. Σε μια εποχή που οι κάπως μεγαλύτερες γενιές (των 35, 40, 45 χρόνων) έχουν αποκτήσει την ωριμότητα που τους επιτρέπει να επιλέγουν τη μουσική που ακούν ακομπλεξάριστα, μακριά από την λογική των «χαρακωμάτων» μέσα στα οποία ενηλικιώθηκαν. Το «ακούω μόνο ροκ» ή «μόνο επιτυχίες» ή «μόνο jazz» ή «μόνο hip-hop» ή μόνο «μέταλ» ή «μόνο κλασική» ή «μόνο έντεχνα» ή «μόνο κινηματογραφικά» έχει παρέλθει για τους περισσότερους από αυτούς.

Οι εποχές έχουν αλλάξει. Άρα ήρθε ο καιρός να αλλάξει και η «γλώσσα» που επικοινωνούμε και ορισμένα πράγματα. Είναι ώριμη η κατάσταση να «ξεβολευτούμε» και να  προχωρήσουμε παραπέρα.

Απόδειξη αυτού, είναι ότι μέσα στην «Ελλάδα της Κρίσης» οι μόνοι αριθμοί που πραγματικά  (και όχι με «μαγείρεμα» ή/και ψέματα) ευημερούν, είναι … καλλιτεχνικής φύσεως. Στη μουσική ειδικά, τα συγκροτήματα είναι περισσότερα από ποτέ και ο πλουραλισμός της έκφρασης τους επίσης. Οι τεχνικές / εκτελεστικές δυνατότητες τους είναι καλύτερες από ποτέ. Οι συναυλιακοί χώροι – ειδικά οι χώροι  μικρής και μεσαίας χωρητικότητας  – είναι περισσότεροι από ποτέ. Άλλο αν οι μουσικοί νιώθουν ότι οι χώροι αυτοί  δεν είναι αρκετοί αριθμητικά  για να καλύψουν τις ανάγκες της διαρκώς διογκούμενης μουσικής σκηνής.  Επιπλέον, αυτοί οι μικροί και μεσαίοι χώροι, συγκεντρώνουν περισσότερο κόσμο από ότι στο παρελθόν.

Το περιβάλλον είναι βέβαια … εχθρικότερο από ποτέ. Αλλά αυτό – εκτός του ότι είναι μια άλλη κουβέντα – θα μπορούσε να γίνει τροφή για σκέψη… Πως είναι δυνατόν μέσα σε όλο αυτό το εχθρικό περιβάλλον να ευδοκιμούν αυτοί οι «καρποί»; Πόσο μεγάλη είναι η δύναμη τους; Και η δυναμική τους;

«Σύγχρονη Ελληνική Μουσική Σκηνή»: προφανώς οι ιστορικοί του μέλλοντος θα της δώσουν ένα άλλο όνομα. Π.χ. η  «Μουσική του Μεσοπολέμου» δεν λέγονταν έτσι την εποχή της ακμής της. Μέχρι να έρθει η Ιστορία να ορίσει το όνομα, μπορούμε μια χαρά να μείνουμε και με αυτό. Και δεν πειράζει που σαν όρος είναι πολύ γενικός και «ανοιχτός». Οι Empty Frame στο κείμενο τους δίνουν μια απλή λύση. Αναφέρονται στην «σύγχρονη ελληνική αγγλόφωνη ροκ σκηνή». Επομένως οι Playground Theory είναι «σύγχρονη ελληνική αγγλόφωνη ποπ σκηνή», οι Next Step Quintet «σύγχρονη ελληνική τζαζ σκηνή», η  Nefeli Walking Undercover είναι «σύγχρονη ελληνική ελληνόφωνη σκηνή» (και ας είναι αγγλικό το όνομα της – στα ελληνικά τραγουδάει), ο Σπύρος Γραμμένος και η Μαρία Λατσίνου ανήκουν και αυτοί στην «ελληνόφωνη» κατηγορία  και ας εκφράζονται καλλιτεχνικά με εκ διαμέτρου αντίθετο τρόπο. Οι Planet of Zeus και οι V.I.C. ανήκουν στην «σύγχρονη  ελληνική stoner σκηνή» ή γιατί όχι στον σκληρό ήχο της «σύγχρονης ελληνικής σκηνής», οι Sancho 003 και η Τάνια Γιαννούλη είναι «σύγχρονη ελληνική σκηνή» … σκέτο και πάει λέγοντας για πολλές δεκάδες ονόματα.

Δεν νιώθω ότι «επιτέλους κάτι αλλάζει», ότι «υπάρχει ελπίδα» και άλλα τέτοια. Νιώθω ότι κάτι είναι ήδη εδώ. Τώρα. Για όποιον θέλει να το δει.