Οι πίνακες του Απόστολου Γεωργίου μοιάζουν με σκηνές από ένα φιλμ. Ο τρόπος που συνθέτει τα έργα του, αφήνοντας ορατή μόνο μια περιορισμένη γωνία της κατάστασης που διαδραματίζεται, ή ακόμη εστιάζοντας σε λεπτομέρειες – κόβοντας έτσι τα αντικείμενα και τις φιγούρες που απεικονίζονται σε απροσδόκητα σημεία – εντείνει την κινηματογραφική ατμόσφαιρα και διεγείρει την προσμονή για τη συνέχεια. Μια συνέχεια που στην περίπτωση των έργων του παραμένει ακαθόριστη, και αποκλειστικά στη βούληση των θεατών. Κατά τη διάρκεια των εκατό ημερών της documenta 14, οι φιγούρες του Απόστολου Γεωργίου επισκέπτονται το Μέγαρο μέσα από μια σειρά ζωγραφικών έργων τα οποία, διασκορπισμένα στα φουαγέ κάτω από τους σβηστούς πολυέλαιους – που ανάβουν στη διάρκεια των κονσέρτων – φαντάζουν «σαν μνημεία» από ένα κοντινό και, εν μέρει, σουρεαλιστικό παρελθόν. Ένα σύνολο «ζωηρών μετά-επισκεπτών» καλούν τους θεατές να τους ακολουθήσουν μέσα στο κτίριο και να πλέξουν μαζί τους μια νέα αφήγηση.

«… πάει καιρός από τότε που άφησα πίσω µου το µπλε. Μαντρωµένος στην ώχρα, στο κεραµιδί, στο καφέ και στο πράσινο της µέντας. Ζω µέσα σε µια παλέτα σκούρων χρωµάτων και ανάµεσα σε καθιερωµένα αντικείµενα. Έτσι πορεύοµαι στη στέπα της καθηµερινότητας, ανάµεσα σε χαρτιά, νιπτήρες, γραφεία, καρέκλες· τα παπούτσια µου δεν ταιριάζουν σε ζευγάρι, ικετεύω ανελέητα µια γλάστρα, γλιστρώ και πέφτω µε τα µούτρα στο κράσπεδο, ξανά και ξανά.

»Πάλλοµαι ανάµεσα στο συναισθηµατικό αδιέξοδο του αναπόφευκτου και στην αναµονή µιας επικείµενης αλλαγής, ανάµεσα στη γαλήνη και στον καηµό, ανάµεσα στην απόλυτη ήττα και στη λύτρωση. Άλλοτε βράζω απ’ τον θυµό, άλλοτε πνίγοµαι στην κατάθλιψη, ίσως και να έχω κατά καιρούς πλεύσει σε πελάγη ευτυχίας. Τίποτα όµως δεν ζω φωναχτά. Σχεδόν ανέκφραστος, αντιδρώ αποκλειστικά µέσα από µια σειρά φαινοµενικά παράλογων χειρονοµιών, ενώ παραµένω πάντα παγιδευµένος σε αυτόν τον τόπο –ή καλύτερα σε αυτόν τον ‟µη τόποˮ– που είναι άχρονος και µοναχικός. Μια non finito συνθήκη που διαδραµατίζεται σε κύκλους, και σε κάθε νέα στροφή οι αλλαγές είναι µηδαµινές.

»Ενίοτε προσπαθώ να δραπετεύσω από το φόντο, να σκαρφαλώσω σε κάποια τετράγωνα ή ορθογώνια ανοίγµατα, σαν παράθυρα. Κάποιες φορές ζαλίζοµαι και λιποθυµώ. Μένω ακίνητος, κρεµασµένος στο κούφωµα, µέχρι να συνέλθω. Μια φορά βρέθηκα να πνίγοµαι σε µια πληµµυρισµένη κουζίνα. Ήµουν εκεί µαζί σου. Είχαµε µάλλον αφήσει τη βρύση να τρέχει και περιµέναµε καθισµένοι στον πάγκο τη στάθµη του νερού να ανεβεί. Καµιά φορά αναπολώ τις κοινές στιγµές µας· τις αµέτρητες ώρες που περνούσαµε καθισµένοι σε αντικριστές πολυθρόνες, µερικές φορές µε το κεφάλι κάτω στο πάτωµα και τα πόδια ψηλά στο ταβάνι, αντιδρώντας µε αυτόν τον τρόπο όπως µπορούσαµε σε ό,τι µας συνέβαινε µέσα και έξω από τον πίνακα.

»Με λένε Κώστα, βρισκόµαστε στο 1950, ή στη δεκαετία του ’60, ή του ’80, στο 2000 ή και πιο µετά – δεν είµαι σίγουρος ακριβώς για την ηµεροµηνία. Ποιοι είναι αυτοί οι άντρες και οι γυναίκες γύρω µου που προκαλούν τόση ανησυχία; Ούτε και γι’ αυτούς είµαι σίγουρος. Φοράω συνήθως το κουστούµι µου προκειµένου να µην παρεκτραπώ, αλλά δεν τα καταφέρνω πάντα. Θα µπορούσα να είµαι ο αντιήρωας της διπλανής πόρτας, το αρχέτυπο της καταπιεσµένης αρρενωπότητας, ο προδοµένος πολίτης. Ή ίσως και να είµαι µια από τις φιγούρες στους πίνακες του Απόστολου Γεωργίου, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1952…»

Μαρίνα Φωκίδη (απόσπασμα από το documenta 14: Daybook)


Ο Απόστολος Γεωργίου, ένας από τούς σημαντικότερους Έλληνες καλλιτέχνες της γενιάς του 80, με διεθνή φήμη και καριέρα, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1952. Στο διάστημα 1971-73 σπούδασε αρχιτεκτονική στην Hochschule für Angewandte Kunst στη Βιέννη. Στη συνέχεια (1973-75) σπούδασε ζωγραφική στην Accademia di Belle Arti στη Φλωρεντία, απ’ όπου αποφοίτησε. Η θεματολογία του είναι ανθρωποκεντρική και αφηγηματική και αντλεί τα θέματά της από την καθημερινότητα των ανθρώπων.


Περισσότερες πληροφορίες για το πρόγραμμα της documenta 14 μπορείτε να δείτε εδώ.