“Πως προσδιορίζεται ο επαγγελµατίας κατ’ αντιδιαστολή µε τον ερασιτέχνη στο πεδίο των τεχνών όπου κυριαρχεί µια παράδοξη (µε οικονοµικούς όρους) πραγµατικότητα; Όπου η προσφορά είναι πολλαπλάσια της ζήτησης; Πως χαρακτηρίζονται αυτοί που έχουν ακαδηµαϊκές σπουδές πάνω στις τέχνες αλλά δε βιοπορίζονται απ’ αυτές κάνοντας οποιαδήποτε άλλη δουλειά προκειµένου να διατηρήσουν την ελπίδα να ζήσουν κάποια στιγµή από την καλλιτεχνική τους εργασία; Γιατί ο προσδιορισµός του “επαγγελµατία” συχνά µας ξενίζει για τον καλλιτέχνη ακόµη κι αυτόν που ζει από την τέχνη του και γιατί ακόµη κι ο ίδιος (ή η ίδια) αποφεύγει να τον χρησιµοποιήσει; Γιατί ωστόσο ούτε ο χαρακτηρισµός του “ερασιτέχνη” δεν θα ικανοποιούσε κάποια από τις δύο αυτές µεγάλες κατηγορίες καλλιτεχνών (αυτούς που ζουν από την τέχνη κι αυτούς που κάνουν παράλληλα άλλες δουλειές για να ζήσουν κάποια στιγµή από την τέχνη); Τι ακριβώς συµβαίνει στην περίπτωση της φωτογραφίας όπου αντιθέτως κάποιοι αυτοπροσδιορίζονται ως επαγγελµατίες χωρίς πολλούς δισταγµούς;”

Τα παραπάνω είναι µερικά από τα ερωτήµατα που τέθηκαν στην πρώτη έκθεση Dilettanti πριν από δύο χρόνια. Στη δεύτερη κατά σειρά εκδοχή της η έκθεση Dilettanti 021 µε αφετηρία τα ίδια αυτά ερωτήµατα φιλοξενεί φωτογραφικές δουλειές συµµετεχόντων στο Photo Research Lab από το Νοέµβρη του 2019 και µετά. Ο ευρύς τίτλος αγκαλιάζει ανθρώπους µε διαφορετικές αφετηρίες και ποικιλία θεµατικών. Διαφορετική σε σχέση µε εκείνη της προηγούµενης χρονιάς και σαφώς πιο ταραγµένη ήταν και η χρονική συγκυρία. Οι φωτογράφοι ξεκίνησαν τις περισσότερες φορές µε µια ιδέα ή µε ένα υλικό που προϋπήρχε, αποτέλεσµα, συχνά, αρκετών χρόνων τριβής µε το φωτογραφικό µέσο, πολλά όµως ήταν αυτά που άλλαξαν στην πορεία µέσα από τη συζήτηση µε τους συµµετέχοντες στην οµάδα αλλά και µέσα από τις αλλαγές τις οποίες η ίδια η ζωή επέβαλλε στον καθένα και στη καθεµία αυτούς τους τελευταίους δύσκολους και περίεργους µήνες. Τα αποτελέσµατα αυτών των αναθεωρήσεων, ανανοηµατοδοτήσεων, στοχαστικών αναπροσαρµογών εκτίθενται εδώ. Πρόκειται για απτές αποδείξεις ότι οι δογµατικές προϋποθέσεις, µε µια λέξη οι κάθε λογής βεβαιότητες υποχωρούν µπροστά στην πραγµατικότητα των ανθρώπινων σχέσεων και συσχετισµών, µπροστά στις καθηµερινότητες που καταλήγουν να γραφτούν ενίοτε ως κοµµάτι της ιστορίας.

Ειρήνη Κακουλίδου, από τη σειρά “Το σέλας δεν είναι πράσινο”

Συµµετέχοντες:
Ειρήνη Κακουλίδου, Παυλίνα Καλλίτση, Πέτρος Κοκκόλης, Εύη Μαυρώνη, Άννα Νενάδη, Mαρία Παπαναστασίου, Λευτέρης Παρασκευαϊδης, Άγγελος Παππάς, Τζούλια Παγουλάτου, Έλενα Τσοµπάνη, Νικόλας Χρυσός

Επιµέλεια: Κώστας Ιωαννίδης, Ελένη Μουζακίτη και οι συµµετέχοντες καλλιτέχνες

Η Ειρήνη Κακουλίδου (“Το σέλας δεν είναι πράσινο”) περιηγείται φωτογραφικά τη γη της Ισλανδίας που της θυµίζει ένα άλλο αγαπηµένο της κοµµάτι νησιωτικής γης, την Τήνο. Βλέπει και αποδίδει µια φύση όπως συχνά την αντιλαµβανόµαστε ειδικά σε σχέση µε τον Βορρά: σε διαρκή ρευστότητα αλλά και σε στιγµές απόλυτης ηρεµίας. Που και που, σαν νησίδες που προδίδουν την επιθυµία τάξης και οργάνωσης αυτού του διαρκώς φευγαλέου στοιχείου, εµβληµατική εκδήλωση του οποίου αποτελεί το σέλας, προβάλλουν ανθρώπινες κατασκευές µε τονισµένη την αρτιότητα της γεωµετρίας.

Η Παυλίνα Καλλίτση (“Ο Κρυφός µου Παράδεισος”) αντιθέτως δεν ταξιδεύει πέρα από την ασφάλεια του οίκου της για να φωτογραφίσει. Προτιµά να µείνει προσηλωµένη στο οικείο της περιβάλλον, να δει ξανά και ξανά το ήδη χιλιοειδωµένο και να το ανοικειώσει σε σηµείο ζωγραφικής, ιµπρεσιονιστικής θα έλεγε κανείς, µεταµόρφωσης. Στην ανοικείωση αυτή της σπιτικής καθηµερινότητας δεν διακρίνει κανείς σκιές ή υποψία βίας. Η Καλλίτση δεν ακολουθεί το δρόµο που συχνά ακολουθούν όσοι καταπιάνονται µε τα του οίκου. Εδώ δεν υπάρχει κάτι που θα τάραζε τα νερά. Μόνο τρυφερή αποδοχή.

Πέτρος Κοκκόλης, από τη σειρά “Ταϋγετος”

Ο Πέτρος Κοκκόλης (“Ταϋγετος) γνωρίζει τον Ταϋγετο και τους ανθρώπους του καλά. Αυτό δεν τον εµποδίζει να αποδώσει κάτι από το αίσθηµα του υψηλού, της έλξης και της απώθησης, του δέους που νοιώθει ο άνθρωπος µπροστά στα µεγέθη της φύσης. Δεν υπάρχει όµως µόνο αυτό. Δίπλα στο αρχέγονο της τελετουργίας ή στην ενστικτώδη στάση ενώπιον του µεγαλειώδους υπάρχει και το τετριµµένο, το ευτελές της ανθρώπινης παρουσίας ή καλύτερα των ιχνών που αυτή αφήνει πάνω στο σώµα του βουνού.

Η Εύη Μαυρώνη (“Στην Άκρη της Πόλης”) καταγράφει µε τεκµηριωτική πιστότητα κάτι που θα περιγράφαµε ως µικροµεσαίο φαντασιακό µιας περιοχής στο νησί της, τη Χίο. Εδώ οι άνθρωποι αγνοώντας το περιβάλλον, τις ιδιαιτερότητές του, την κλίµακα, χτίζουν τα σπίτια που ονειρεύτηκαν. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για τυπικό, κοινωνικοοικονοµικά χρωµατισµένο, προάστιο. Η ανθρώπινη µαταιοδοξία συνυπάρχει µε την υποταγή στην ανάγκη. Τα κτίσµατα αυτά αγνοούν τη φύση αλλά κι αυτή µε τη σειρά της µοιάζει να αγνοεί τα καµώµατα των ανθρώπων. Διεκδικεί πεισµατικά κι ανακτά ό,τι αυτοί κάποια στιγµή εγκαταλείπουν.

Η Άννα Νενάδη (“Appraising the Exotics”) µας δίνει µια σειρά εικόνων από την Ινδία όπου η στεγνή γλώσσα της καταγραφής διαµεσολαβείται λες από το πέπλο του οριενταλιστικού διακοσµητικού µοτίβου. Είναι κάτι σαν επιβεβαίωση πως ότι και να κάνουµε εµείς οι δυτικοί, το φίλτρο (διάφανο, εξωραϊστικό, παραµορφωτικό αλλά και καθησυχαστικό), µέσα από το οποίο βλέπουµε την Ανατολή, δεν πρόκειται να αποσυρθεί. Η Νενάδη επιχειρεί το ταξίδι αλλά επιστρέφοντας από το ριζικά αλλότριο φέρνει µαζί της και τα εργαλεία της µετάφρασής του στα καθ’ ηµάς.

Η Τζούλια Παγουλάτου (17) φωτογραφίζει εφήβους εκεί γύρω στα 17 (έχει µάλιστα ενδιαφέρον ότι το εµβληµατικό Seventeen ήταν το πρώτο περιοδικό για το οποίο δούλεψε γραφιστικά). Οι έφηβοι απόµακροι και οικείοι ταυτόχρονα είναι, ακόµη κι όταν µας φαίνονται γνώριµοι, αδιαπέραστοι. Δεν προδίδουν τις διαθέσεις τους απέναντί σου, είναι και µια γενιά ανθρώπων που ζει από την αρχή σε αυτόν τον περίεργο χώρο που το δηµόσιο µε το ιδιωτικό γίνονται ένα. Γνωρίζουν λοιπόν σίγουρα πολύ καλά να ποζάρουν.

Mαρία Παπαναστασίου, από τη σειρά “COVID-Postcards”

H Mαρία Παπαναστασίου (“COVID-Postcards”) µε τα επιστολικά της δελτάρια από την πανδηµία δίνει ένα ηµερολόγιο εγκλεισµού µε εικόνες που δεν πρόκειται να σταλούν για να δείξουν στον παραλήπτη πού βρίσκεται ο αποστολέας και ότι δεν έχει ξεχάσει τι έχει αφήσει πίσω του. Είναι στιγµιότυπα συχνά δυσανάγνωστα, λεπτοµέρειες από αντικείµενα, κάποτε εικόνες παγωµένες από την τηλεόραση. Όλα αυτά είναι πολύ ερµητικά για να µιλήσουν σε κάποιον ανοιχτά, κατάλληλα όµως για να υπενθυµίσουν µέσω της ατµόσφαιρας µια κατάσταση που όλος ο πλανήτης βίωσε.

O Λευτέρης Παρασκευαϊδης (“Avatar versus Self”) είναι σα να κλείνει το µάτι στο εµβληµατικό American Photographs του Walker Evans που ξεκινούσε δίνοντας έναν από τους ορισµούς της φωτογραφίας µε τη βιτρίνα του φωτογραφείου και το πλήθος των πορτρέτων, το πλήθος απόντων ανθρώπινων παρουσιών πάνω στο τζάµι. Εδώ έχουµε το αντίστοιχο για την ψηφιακή εποχή µε τα δικά της χαρακτηριστικά πλέον: περισσότερες δυνατότητες χειραγώγησης της εικόνας, ακόµη µεγαλύτερο πλήθος εικόνων-ιχνών της ανθρώπινης παρουσίας και βέβαια µια παντελή πλέον απουσία αθωότητας ως προς τις εν δυνάµει χρήσεις αυτών των δεδοµένων.

Ο Άγγελος Παππάς (“Υπό το βλέµµα του Νόµου – Down by the Law”) επιστρέφει σε φωτογραφίες που είχε τραβήξει στη δεκαετία του 1980. Πρόκειται για αστυνοµικό φωτορεπορτάζ χωρίς όµως τίποτε θεαµατικό σαν αυτά που βρίσκουν διέξοδο σε εφηµερίδες. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι στη χορογραφία των κινήσεων των ελεγχόµενων, µικροπαραβατών ή δυνάµει παρανόµων και στην εκφραστική σωµάτων και προσώπων των ελεγκτών διακρίνεται µια σχεδόν συγκινητική οικειότητα. Τουλάχιστον µετά από τόσα χρόνια έτσι διαβάζονται κάποια υπαινικτικά βλέµµατα και ορισµένες εύγλωττες χειρονοµίες. Μπορεί πάλι να µην είναι οικειότητα αλλά να προέρχεται από την καλή γνώση των πρωτοκόλλων του ίδιου κόσµου.

Η Έλενα Τσοµπάνη (“Συνοικία το Όνειρο” – πρότζεκτ σε εξέλιξη) περπατά και φωτογραφίζει την περιοχή του Ασύρµατου (Ατταλιώτικα) στο λόφο του Φιλοπάππου, την περιοχή που γυρίστηκε η ταινία «Συνοικία το Όνειρο» του Αλ. Αλεξανδράκη που λογοκρίθηκε καθώς ο σκληρός ρεαλισµός της δεν ταίριαζε µε την προωθούµενη εικόνα µιας Αθήνας που άνθιζε. Ίχνη των αρχών της δεκαετίας του 1960 ακόµη υπάρχουν στις παράγκες, οι δρόµοι όµως είναι τώρα ασφαλτοστρωµένοι, υπάρχουν και πολυκατοικίες. Όµως η αίσθηση που ο τόπος εξακολουθεί να αποπνέει είναι και πάλι της εγκατάλειψης. Με µια διαφορά: στις εικόνες της ταινίας άνθρωποι είναι που δείχνουν αφηµένοι στη µοίρα τους. Στις φωτογραφίες του σήµερα είναι τα σπίτια που έχουν αφεθεί στη µοίρα τους από τους ανθρώπους.

Έλενα Τσομπάνη, από τη σειρά “Συνοικία το Όνειρο”

O Νικόλας Χρυσός (“Chase the Dragon”) µε τις φωτογραφικές του περιηγήσεις στα περίχωρα του Βόλου µας κάνει κοινωνούς σε µια ατµόσφαιρα µυστηρίου. Προκαλεί (ή και αισθάνεται) την έκπληξη µέσα από αναπάντεχα συναπαντήµατα µε συχνά περίεργους ανθρώπους. Δε φαίνεται πάντως να τον ενδιαφέρει η θεατρικότητα που διακρίνει συνήθως αντίστοιχες σκηνές από τη δουλειά φωτογράφων που εγγράφονται στην τάση της σκηνοθετηµένης φωτογραφίας. Κάλυψη, απόκρυψη, αποκάλυψη, συγκάλυψη: αυτές είναι οι λέξεις, τις αποχρώσεις των οποίων οι εικόνες του µοιάζουν να διερευνούν.

Τηρούνται όλα τα µέτρα προστασίας για τον COVID 19.
Η είσοδος στην έκθεση επιτρέπεται µόνο µε µάσκα.

Κεντρική φωτογραφία θέματος: Νικόλας Χρυσός, από τη σειρά “Chase the Dragon”