Κάποτε, στην ερώτηση «γιατί γράφεις;», απαντούσα «γιατί έτσι»· σε αντίστοιχη ερώτηση, «τι είναι η ποίηση;», παρακαλούσα να υπάρχει ένα «για σένα»· πέντε χρόνια μετά το πρώτο βιβλίο και δύο μετά το δεύτερο, δεν έχω απάντηση σε καμία από τις δύο ερωτήσεις· θέλετε γιατί με τα ποιήματα απαντώ ― ή έτσι, τουλάχιστον, νομίζω ―, θέλετε γιατί ποτέ, στην πραγματικότητα, δεν ξέρω· έχω ένα μόνιμο «δεν ξέρω»· συχνά, μου βγαίνει ένα θολό «γιατί δεν μπορώ αλλιώς» ή ένα ναρκισσιστικό «γιατί αυτό ξέρω να κάνω, μεταξύ άλλων»·

δεν ικανοποιούμαι· όταν με συστήνουν ως ποιητή, αρνούμαι μόνιμα τον τίτλο· έχω βγάλει δύο βιβλία, αλλά ποιητής δεν είμαι· γιατί δεν μπορώ να το ορίσω· κι όταν δεν μπορώ ― ή δεν θέλω ― να ορίσω κάτι, δεν μπορώ να ταυτιστώ· οι τίτλοι όμως χρησιμοποιούνται για να συνεννοούμαστε· ίσως χρησιμοποιούνται για να υπάρχουμε· ίσως, πάλι, οι τίτλοι και οι ταμπέλες φανερώνουν την αδήριτη ανάγκη μας να μπορούμε να υπάρχουμε «ως»· δεν ξέρω τι είναι ποίηση, δεν ξέρω γιατί γράφω, δεν ξέρω καν αν θα συνεχίσω να ψάχνω τον ορισμό ή αν θα συνεχίσω να γράφω·

αδιαφορώ για το μέλλον μου στην ποίηση, αλλά δουλειά μου είναι οι λέξεις, που έλεγε η Σέξτον· οι λέξεις των άλλων με σημαδεύουν, με ραντίζουν, με καλλιεργούν, με θυμώνουν, με αγκαλιάζουν, με διαμορφώνουν, με απωθούν, με φτιάχνουν, με χαλάνε· τις προσέχω σαν baby-sitter, αλλά όχι σαν μάνα ή πατέρας· ούτε καν τις δικές μου· οι δικές μου λέξεις, έστω ώς τώρα, είναι ένα παρελθόν που καταγράφω, ένα ληξιαρχείο εμπειριών· ένα συνονθύλευμα based-on-a-true-story, που μοιάζει με ποίηση, αλλά δεν ξέρω αν είναι· άλλες φορές αδιαφορώ· άλλες, πάλι, κόπτομαι για το πώς φαίνονται· γνωρίζω όμως ότι η ποίηση θέλει χιλιόμετρα, μέσα κι έξω, και έχει ανάγκη από φούσκωμα· σαν μπαλόνι, η ποίηση μας ζητά να φυσήξουμε για να βγει αυτό το στρογγυλό πράγμα, που είναι πανάλαφρο και θέλει να πετάξει μακριά· αμφιβάλλω αν μπορεί να πάει ψηλά· κάθε φορά, είναι ένα στοίχημα· νά, ίσως η ποίηση είναι ένα στοίχημα· ένας τζόγος που δεν ξέρω πόσο μακριά ή πόσο ψηλά θα σε πάει· το δικό μας στοίχημα είναι
ν’ αδιαφορούμε· και πάντοτε το χάνουμε.

Info:

Ο Δημήτρης Aθηνάκης γεννήθηκε στη Δράμα το 1981. Σήμερα, απασχολείται περισσότερο στον χώρο του art and cultural management ως concept developer, με έμφαση στα social media και τους νέους τρόπους επικοινωνίας. Εργάζεται επίσης ως επιμελητής, μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: «Δωμάτιο μικρών διακοπών: ένα ποίημα μικρού μήκους και άλλα πλάνα» (εκδ. Κέδρος, 2012) και «χωρίσεμεις» (εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, 2009). Ασχολείται με τη φωτογραφία συνθέτοντας μικρά πρότζεκτ, και με τη μουσική ως ραδιοφωνικός παραγωγός. Διατηρεί με την Αγγελική Ζερβού τη στήλη «Shoegazing City» στο popaganda.gr, ερευνώντας τον αστικό χώρο. Από το 2013, συμμετέχει στη δημιουργική ομάδα medianeras.gr

*Αναδημοσίευση από το περιοδικό Culturenow Mag, τεύχος 30

Φωτό: John Kilpasis