Κάθε φορά που μια αγαπημένη λογοτεχνική σειρά φτάνει στο τέλος της, νιώθω βαθιά συγκίνηση αλλά και μια γλυκιά νοσταλγία, γιατί κάπου βαθιά μέσα μου θα ήθελα να έχει λίγο ακόμα. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η “Τριλογία της Κρήτης” του Πολυχρόνη Κουτσάκη, μια εφηβική αστυνομική περιπέτεια γεμάτη δράση, μεταφυσικό στοιχείο, έρωτα, αγάπη, αγωνία, θυσία και αυτοθυσία -με τα δύο αυτά να συνδυάζονται τις περισσότερες φορές-, παραστατική απεικόνιση των πανέμορφων Χανίων και των μυστικών που αυτά κρύβουν -υπό την σκέπη μιας μαγείας βγαλμένη σαν από άλλη εποχή-, κινηματογραφική αφήγηση γεγονότων που σε κρατάνε καθηλωμένο. Μια τριλογία που έφτασε στο τέλος της μέσω ενός δυναμικού κρεσέντου σκέψεων και συναισθημάτων που με έκαναν να κλαίω με μαύρο δάκρυ, νιώθοντας μια γλυκόπικρη συγκίνηση.

Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά συγγραφικά στοιχεία του Πολυχρόνη, είναι οι κοινωνικοπολιτικές, καυστικές τις περισσότερες φορές, αναφορές του, οι οποίες αποδεικνύουν πως δεν ενδιαφέρεται απλά να αφηγηθεί μια έντονη και καθηλωτική ιστορία, αλλά να προσεγγίσει τον αναγνώστη με τον καταλληλότερο τρόπο, περνώντας του μηνύματα αλλά και προβληματισμούς, θίγοντας αυτά που πρέπει, στα σημεία που πρέπει. Και στο συγκεκριμένο βιβλίο, με μια πρώτη ανάγνωση, μπορεί εύκολα κάποιος να πει πως το παραπάνω στοιχείο, που χαρακτηρίζει τον συγγραφέα, δεν υπάρχει τόσο έντονο, με μία δεύτερη ανάγνωση, όμως, θα καταλάβει πόσο λανθασμένο είναι το αρχικό αυτό συμπέρασμά του. Δεν είναι η ποσότητα των καυστικών σχολιασμών που διαφέρει, αλλά ο τρόπος με τον οποίο, στοχευμένα και εξόχως μελετημένα, αυτοί γίνονται, χτυπώντας το καρφί στο πέταλο, όχι για να δημιουργήσουν εντυπώσεις, αλλά για ν’ αφυπνίσουν συνειδήσεις.

Αν υπάρχει κάτι ακόμα που οφείλω ν’ αναφέρω για το “Δεν είσαι εδώ”, είναι το πόσο καλοδουλεμένη είναι η όλη πλοκή του, αλλά και πόσο εντυπωσιακά έχει αποδοθεί η δράση του, που έχω την αίσθηση πως συγκριτικά με τα προηγούμενα βιβλία, μπορεί να είναι κάπως μικρότερη σε έκταση, έχει όμως μεγαλύτερη δυναμική, κορυφώνοντας την αγωνία σου για το τι θα συμβεί, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Από το ξεκίνημα της ιστορίας αυτής γνώριζες πως η μάχη θα είναι μεγάλη και δύσκολη, και πως όταν όλα θα έφταναν στο τέλος, δεν θα μπορούσε παρά η τελευταία σελίδα του δράματος να είναι γραμμένη με αίμα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, με όποιον τρόπο κι αν μετουσιώνεται η ιδέα αυτή στο χαρτί. Ακόμα και στις μάχες που οι καλοί κερδίζουν, αν θες να είσαι ρεαλιστής, πρέπει να γνωρίζεις πως αυτό δεν μπορεί να συμβεί χωρίς απώλειες, χωρίς θύματα, χωρίς να θυσιάσεις κάτι, και όλες αυτές οι έννοιες, είναι πολύ περισσότερο πολυδιάστατες απ’ όσο -ίσως- θέλουμε να πιστεύουμε.

Και περνάμε στο να αναλύσουμε τα δύο πιο σημαντικά σημεία της τριλογίας -συνολικά-, που δεν έχουν να κάνουν με το αστυνομικό κομμάτι της ιστορίας και την απόδοσή του -που είναι εξαιρετική όπως προείπα. Το ένα απ’ αυτά, είναι η αγάπη! Πριν πάρω το βιβλίο στα χέρια μου, ο Πολυχρόνης μου είπε: “Όταν το τελειώσεις, θέλω να μου πεις ποια αγάπη πιστεύεις πως είναι μεγαλύτερη!”, και δεν σας κρύβω πως προβληματίστηκα πριν καν διαπιστώσω τι εννοούσε -πράγμα που φυσικά δεν θα σας αναλύσω, γιατί πρέπει να το ανακαλύψετε και ν’ αποφασίσετε μόνοι σας. Ωστόσο, το σίγουρο είναι πως υπάρχουν δύο αγάπες πολύ διαφορετικές. Εκείνη που θεωρητικά είναι φυσιολογική -γιατί οι εμπλεκόμενοι σε αυτήν είναι φυσιολογικοί- αλλά γεννήθηκε κάτω από τις πιο παράξενες συνθήκες, η βία και η αγωνία των οποίων την τροφοδότησαν και την ενίσχυσαν. Υπάρχει και η αγάπη εκείνη που μόνο συνηθισμένη δεν είναι, όπως δεν είναι και οι εμπλεκόμενοι σε αυτήν, και που γεννήθηκε κάτω από τις πιο απλέ και φυσιολογικές συνθήκες. Και όμως, η αγάπη αυτή είναι πιο δύσκολο ν’ αντέξει, γιατί το παράλογο τροφοδοτεί το πάθος ενώ το φυσιολογικό, πολλές φορές, τροφοδοτεί τον φόβο και την ανασφάλεια, ειδικά αν εσύ δεν μπορείς να ταιριάξεις στα στενά καλούπια του. Βέβαια, πάνω απ’ όλες τις αγάπες, αυτή που υπερισχύει είναι η φιλική, γιατί τελικά, είναι εκείνη που μπορεί ν’ αντέξει και να θυσιάσει τα περισσότερα.

Το άλλο σημείο στο οποίο θέλω να σταθώ, είναι στο τι σημαίνει τελικά να είσαι ήρωας, ή και τι σημαίνει να είσαι θύμα και κατά πόσο αυτά συνδέονται. Έχουν ένα πρόσωπο; Όχι, και αυτό είναι ξεκάθαρο και μέσα από την ιστορία αυτή, με τους ήρωες να μετατρέπονται σε θύματα, ή και το αντίστροφο, γιατί ο ηρωισμός έχει πολλές μορφές και όσο εύκολα μπορεί να σε ανεβάσει σ’ ένα βάθρο, τόσο εύκολα μπορεί να σε ρίξει απ’ αυτό, να σε ρίξει ακόμα και από το σκαλοπάτι της φυσιολογικότητας στον πάτο της ανυπαρξίας. Ήρωας μπορεί να είναι αυτός που δρα χωρίς να σκέφτεται, επειδή παρασύρεται από το συναίσθημα και όχι από τη λογική, κάνοντας από βλακεία την πιο ηρωική τρέλα. Ήρωας μπορεί να είναι αυτός που θα θυσιάσει την ηθική του, επειδή η καρδιά του προστάζει ν’ ακολουθήσει το προσωπικό του “σωστό”, ακόμα κι αν είναι λάθος. Ήρωας μπορεί να είναι αυτός που ξεπερνά τις δυσκολίες και που κόντρα στις αδυναμίες του, κόντρα στα λάθη του, καταφέρνει να κερδίσει τη ζωή του. Ήρωας είναι αυτό που φτάνει στα άκρα, αλλά κι εκείνος που δεν το κάνει. Ήρωας δεν είναι κανένας μας και ήρωες μπορούμε να γίνουμε όλοι. Εξαρτάται από τις συνθήκες που επιβάλλον καταστάσεις, αλλά και από την οπτική που θα το δει κανείς.

Με την αφήγηση να μοιράζεται ανάμεσα στους τρεις βασικούς ήρωες, τον Γιώργη, τη Ρέα και τον Νικ, θα παρασυρθείτε σε ένα ξέφρενο και αγωνιώδες κυνηγητό, που οδηγεί στην τελική σύγκρουση δύο κόσμων, εκείνου της βίας και της ασυδοσίας, και εκείνου της αγάπης και της αυτοθυσίας. Και την τελική λέξη την έχει η αγάπη, όπως κι αν αυτή εκφράζεται. Και πιστέψτε με, στην ιστορία αυτή, εκφράζεται με μυριάδες τρόπους, με τον καθέναν από αυτούς να σε σημαδεύει για πάντα. Μια ιστορία που έχει πολλά να πει και άλλα τόσα να σας προσφέρει. Μια ιστορία που αν το δεύτερό της μέρος ονομαζόταν “Μια ανάσα μόνο”, αυτό, το τρίτο και τελευταίο, έπρεπε να λέγεται “Χωρίς ανάσα”, όπως θα μείνει ο καθένας που θα το διαβάσει. Πολλά και θερμά συγχαρητήρια, λοιπόν, στον Πολυχρόνη, κι ένα μεγάλο ευχαριστώ για όσα με έκανε να νιώσω. Και πράγματι, δανειζόμενη τα λόγια του, οι μεγάλες ιστορίες, για να είναι μεγάλες, αφορούν πολλούς και όχι έναν, και ο καθένας από αυτούς, είναι πρωταγωνιστής και ήρωας με τον δικό του μοναδικό, ξεχωριστό τρόπο. Και Πολυχρόνη, να ξέρεις… πάντα θα προσμένω ένα “μετά” και θα αναρωτιέμαι αν το βλέμμα έγινε άγγιγμα.

Το βιβλίο του Πολυχρόνη Κουτσάκη, Δεν είσαι εδώ (Τριλογία της Κρήτης), κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.