Η NEW STAR θα κυκλοφορήσει στους κινηματογράφους σε επετειακή επανέκδοση 70 χρόνων το αριστούργημα του

MICHAEL CURTIZ CASABLANCA“.

CASABLANCA
Ρομαντικό δράμα, B/W, ΗΠΑ, 1942, 102’

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Michael Curtiz
ΣΕΝΑΡΙΟ: Julius J. Epstein, Philip G. Epstein, Howard Koch, από το θεατρικό των Murray Burnett -Joan Alison “Everybody Comes to Rick\’s”
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Hal B. Wallis, Jack L. Warner .
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:  Arthur Edeson 
ΜΟΥΣΙΚΗ: Max Steiner (βραβευμένος 3 φορές με Όσκαρ)

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ: Humphrey Bogart, Ingrid Bergman, Paul Henreid, Claude Rains, Sydney Greenstreet, Peter Lorre, Dooley Wilson

Η ΤΑΙΝΙΑ

Στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εξωτική Καζαμπλάνκα στο Μαρόκο αποτελεί σταυροδρόμι όλων των λαών, που ψάχνουν μια διέξοδο από τα δεινά της Ευρώπης και ένα εισιτήριο προς την ελεύθερη Αμερική. Εδώ βρίσκουν καταφύγιο πολιτικοί πρόσφυγες, τυχοδιώκτες, απατεώνες, καταζητούμενοι, καιροσκόποι, αντιστασιακοί, ένα σωρό διαφορετικοί άνθρωποι, που όλοι τους αναζητούν μια ελπίδα για επιβίωση. Εδώ βρίσκεται και ο Ρικ, ένας Αμερικανός ιδιοκτήτης ενός κλαμπ. Ο Ρικ είναι κυνικός, απόμακρος και σκληρός. Κατά βάθος όμως κρύβει μια ηρωική καρδιά και σύντομα θα χρειαστεί να το αποδείξει… Μια μέρα εμφανίζεται στο κλαμπ του η πρώην αγαπημένη του, Ίλσα, με την οποία έζησε έναν μεγάλο έρωτα στο Παρίσι, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Η Ίλσα τότε τον είχε εγκαταλείψει ανεξήγητα. Τώρα, η ξαφνική της επανεμφάνιση, τον αναστατώνει, καθώς ο έρωτας ανάμεσά τους ξαναφουντώνει. Ο Ρικ σύντομα καταλαβαίνει ότι η Ίλσα τον άφησε τότε από υποχρέωση στο σύζυγό της, Βίκτωρ Λάζλο, έναν θρυλικό αντιστασιακό, που καταζητείται από τους ναζί. Ο Ρικ θα αντιμετωπίσει έτσι ένα ηθικό δίλημμα: να διεκδικήσει ξανά τον μεγάλο του έρωτα ή να θυσιαστεί για χάρη ενός ανώτερου σκοπού, όπως είναι ο παγκόσμιος αγώνας ενάντια στη ναζιστική φρίκη, και να βοηθήσει τον Βίκτωρ και την Ίλσα να δραπετεύσουν στην Αμερική;

Τι να πει κανείς για την Casablanca, μια ταινία-μύθο, τόσο κλασική και λατρεμένη, που όλοι μας την ξέρουμε; Μια μεγάλη ερωτική ιστορία, που συνεχίζει να συγκινεί γενιές και γενιές, με ένα ονειρικό κοσμοπολίτικο φόντο: εξωτική Αφρική, διεθνείς ίντριγκες, αντιστασιακοί αλλά και αδίστακτοι vαζί, όλα μαζί σε μια υπέροχη ταινία, που έχει γίνει μια από τις πιο αγαπημένες όλων των εποχών και θεωρείται από τις κορυφαίες στιγμές της έβδομης τέχνης! Μια περίπλοκη, συναρπαστική ιστορία με έντονο πολιτικό και πατριωτικό παρασκήνιο, που περιγράφεται αριστοτεχνικά με τη λιτή αφήγηση του σκηνοθέτη Μάικλ Κερτίζ, και ένα πρωταγωνιστικό δίδυμο-φωτιά, Μπόγκαρτ-Μπέργκμαν, που η κινηματογραφική τους χημεία άναψε τη μεγάλη οθόνη με έναν έρωτα που δεν έχει σβήσει από τότε!

Ο ικανός τεχνίτης Μάικλ Κερτίζ ανέμειξε σε σωστές δόσεις το δράμα, το μελόδραμα, την κωμωδία και την ίντριγκα, δημιουργώντας ένα σφιχτοδεμένο σύνολο. Όλα τα στοιχεία στην Casablanca, το σενάριο, η ηθοποιία, η φωτογραφία, η σκηνοθεσία, η μουσική, βρίσκονται μεταξύ τους σε υπέροχη αρμονία, χωρίς κανένα να επικρατεί και να υπερτερεί του άλλου, κάτι σαν ένα κλασικό μουσικό κομμάτι, που όλα τα ισάξια κομμάτια δίνουν ένα εκπληκτικό σύνολο.
 

Η ταινία βασίστηκε στο θεατρικό των Μάρεϊ Μπάρνετ-Τζόαν Άλισον «Everybody comes to Rick\’s». Ξεκίνησε σαν ένα συνηθισμένο φιλμ προπαγάνδας αλλά τελικά έγινε μια από τις πιο ρομαντικές ταινίες όλων των εποχών. Παρά την αρχική φήμη ότι τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα είχε ο Ρόναλντ Ρίγκαν, ο παραγωγός της ταινίας, Χαλ Ουόλις, είχε τον Μπόγκαρτ στο μυαλό του από την πρώτη στιγμή. Επίσης, οι παραγωγοί είχαν σκεφτεί αρχικά στο ρόλο της Ίλσα, τη γαλλίδα σταρ Μισέλ Μοργκάν. Επέλεξαν όμως τελικά την Ίνγκριντ Μπέργκμαν -και αυτή ήταν μια απόφαση που δεν θα τη μετάνιωναν ποτέ, όπως απέδειξε η ιστορία!

Εκτός όμως από τις επιτυχημένες επιλογές του πρωταγωνιστικού ζευγαριού και οι υπόλοιπες επιλογές του καστ έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην επιτυχία της ταινίας: Πράγματι, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε κάποιον άλλο ως Γάλλο διοικητή Ρενό από τον Κλοντ Ρέινς. Όπως επίσης έξοχοι ήταν και οι Πίτερ Λόρε και Σίντνεϊ Γκρίνστριτ, που είχαν συνεργαστεί ξανά με τον Μπόγκαρτ στο Γεράκι της Μάλτας. Όλοι οι χαρακτήρες ζωντάνεψαν έξοχα σε αυτή την ταινία. Κι αυτό, γιατί το στούντιο της Ουόρνερ είχε διαθέσιμο έναν πλούτο καταξιωμένων ηθοποιών, ο οποίος είχε αυξηθεί ακόμα περισσότερο με τον πόλεμο, με πολλούς ευρωπαίοι πρόσφυγες ηθοποιούς. Ηθοποιοί που ήταν αστέρια στην Ευρώπη δέχτηκαν με χαρά μικρούς ρόλους εδώ, δίνοντας εξαιρετική υποκριτική ποιότητα στην ταινία. Έτσι, 34 περίπου εθνικότητες απαρτίζουν συνολικά τον καστ της ταινίας και μας θυμίζουν πώς ήταν η Καζαμπλάνκα την εποχή του πολέμου.

Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο βραβευμένος με Όσκαρ συνθέτης Μαξ Στάινερ, με κορυφαία στιγμή τη «μάχη των τραγουδιών», όπου Σύμμαχοι και Γερμανοί αντιπαρατίθενται συμβολικά στο κλαμπ του Ρικ, τραγουδώντας οι μεν τη «Μασσαλιώτιδα», οι δε ένα ναζιστικό ύμνο. Και φυσικά, μια από τις κορυφαίες στιγμές της ταινίας είναι και το τραγούδι «As Time Goes By» του Χέρμαν Χάπφελντ, πάνω στο οποίο ο Στάινερ έχτισε όλο το του μουσικό θέμα, κάνοντάς το μια από τις πιο κλασικές μελωδίες στην ιστορία του σινεμά. Το τραγούδι αυτό, όχι μόνο ήταν το ερωτικό θέμα του ζευγαριού, αλλά και το κύριο συνδετικό τέχνασμα του Στάινερ για τους χαρακτήρες. Συνδέει τον Ρικ με την Ίλσα, το παρόν με το παρελθόν, το κοινό με τους χαρακτήρες.

Είναι γνωστό ότι το κείμενο διαμορφώθηκε με την συνδρομή πολλών σεναριογράφων, που έφτιαξαν αξεπέραστους διαλόγους και ένα από τα επιτυχημένα σενάρια που έγιναν ποτέ, το οποίο τιμήθηκε με Όσκαρ. Είναι επίσης γνωστό, ότι το σενάριο δουλευόταν και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ώστε να προκύψει το πιο άρτιο και εμπνευσμένο αποτέλεσμα, που να ταίριαζε ρεαλιστικά στα αδιέξοδα των ηρώων. Η ταινία χαρακτηρίζεται από την αβεβαιότητα που αποπνέουν τα πλάνα της, και ακόμα περισσότερο, από την αγωνία και την ανασφάλεια στα μάτια της Μπέργκμαν, η οποία μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν ήξερε ποιον από τους δύο ήρωες θα ακολουθούσε τελικά η Ίλσα! Όμως, αυτή η αβεβαιότητα είναι που έδωσε τελικά τη συναρπαστική νουάρ ατμόσφαιρα που καθηλώνει τους θεατές.

Η υποδοχή της ταινίας από το κοινό υπήρξε αμέσως θερμή. Με εισπράξεις 3,7 εκατομμυρίων δολαρίων, αποτέλεσε μια από τις εμπορικότερες ταινίες του 1943. Το 1944 η Casablanca κατέκτησε 3 βραβεία Όσκαρ (διασκευασμένου σεναρίου, σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας) και ήταν υποψήφια για άλλα 5! Μεταπολεμικά, και ύστερα από το θάνατο του Μπόγκαρτ το 1957, η ταινία άρχισε να προβάλλεται ξανά σε αφιερώματα στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης. Και από τότε, όσα ακολούθησαν ήταν ιστορία! Ο κόσμος ανακάλυψε ξανά αυτό το κινηματογραφικό διαμάντι και η φήμη του μεγάλωνε όλο και περισσότερο στις δεκαετίες’60 και ’70, περνώντας πια για πάντα στη σφαίρα του κλασικού, ως ένα από τα πιο αγαπημένα φιλμ που έγιναν ποτέ…

Η Casablanca κατέχει σταθερά θέση σε πολυάριθμες κινηματογραφικές λίστες ανά τον κόσμο, που αποδεικνύουν την αγάπη του κοινού και των κριτικών όλα αυτά τα χρόνια. Μερικές από τις πιο σημαντικές είναι:

«Καλύτερο σενάριο όλων των εποχών» από το Αμερικανικό Συνδικάτο Σεναριογράφων.

3η καλύτερη αμερικανική ταινία όλων των εποχών, από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, πίσω μόνο από το «Πολίτης Κέιν» και το «Ο Νονός».

 

ΜΑΪΚΛ ΚΕΡΤΙΖ

Ο δημιουργός της Casablanca, Μάικλ Κερτίζ, γεννήθηκε το 1888, στην Ουγγαρία. Σπούδασε στην Βασιλική Ακαδημία της Ουγγαρίας, εργάστηκε για λίγο ως ηθοποιός αλλά σύντομα άρχισε να σκηνοθετεί στο θέατρο και έπειτα στον κινηματογράφο. Είχε ήδη γυρίσει 62 βωβές ταινίες στην Ευρώπη, όταν έφυγε για την Αμερική το 1926, κατευθείαν για το στούντιο της Ουόρντερ.

Ο Κερτίζ ήταν αξιόπιστος σκηνοθέτης και το στούντιο του ανέθεσε μια πληθώρα ταινιών. Τα έργα του, τις δεκαετίες ’30 και ’40, κάλυπταν σχεδόν κάθε είδος ταινίας, με αποκορύφωμα το αριστούργημά του, Casablanca, που έγινε μια από τις πιο κλασικές ρομαντικές ταινίες στην ιστορία του σινεμά.

Δούλεψε με σπουδαίους ηθοποιούς και ήταν πολύ ικανός να τους κατευθύνει, καθώς 10 από τους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργάστηκε λάβανε υποψηφιότητα για Όσκαρ: Πολ Μιούνι, Τζον Γκάρφιλντ, Τζέιμς Κάγκνεϊ, Ουόλτερ Χιούστον, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Κλοντ Ρέινς, Τζόαν Κρόφορντ, Ανν Μπλάιθ, Ιβ Άρντεν, Γουίλιαμ Πάουελ ενώ οι 2 από αυτούς (ο Κάγκνεϊ και η Κρόφορντ) τιμήθηκαν με Όσκαρ για ερμηνείες σε ταινίες του.

Αν και εκατομμύρια κόσμος έχει ευχαριστηθεί τις ταινίες του όλα αυτά τα χρόνια, ο Κερτίζ θεωρείται ένας από τους υποτιμημένους σκηνοθέτες. Όμως, ο Κερτίζ αποτέλεσε μια σταθερή αξία στο Χόλλυγουντ, καθώς ήταν εργατικός και επαγγελματίας, και μεταξύ ’30-’40, σκηνοθέτησε περισσότερες ταινίες από οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη στο Χόλλυγουντ. Είχε αποκτήσει τεράστια εμπειρία κατευθύνοντας μια τεράστια γκάμα ηθοποιών, πολύ διαφορετικών μεταξύ τους. Με τις ταινίες του, βοήθησε να υπάρχει πάντα δουλειά, να επιβιώνουν πολλοί ηθοποιοί ανάμεσα στις «μεγάλες» ταινίες τους και να καθιερώνονται στη μνήμη του κοινού. Όπως είπε ο διάσημος θεωρητικός και κριτικός Άντριου Σάρις: «Σκηνοθέτησε πολλές από τις «βιοποριστικές» ταινίες της Μπέτι Ντέιβις, μοιράστηκε τον κύκλο ταινιών του Έρολ Φλιν με τον Ραούλ Ουόλς, οδήγησε τον Κάγκνεϊ και την Κρόφορντ σε Όσκαρ, βοήθησε τις αδελφές Λέινς να τα βγάλουν πέρα την εποχή της οικονομικής ύφεσης. Συνέβαλε στο να προβληθούν οι αξιομνημόνευτες αναρχικές προσωπικότητες των Κάγκνεϊ, Μπόγκαρτ, Γκάρφιλντ και Μιούνι, με ενδιάμεσες ταινίες, όχι τόσο αξιομνημόνευτες».

Το αριστούργημά του, η Casablanca, θεωρείται η πιο ευτυχής στιγμή της καριέρας του, η πιο τυχερή σκηνοθετική του συγκυρία, καθώς εκεί όλα φάνηκαν να «δένουν» με έναν μαγικό τρόπο. Όμως, αν κοιτάξουμε το φιλμ καλύτερα, θα δούμε ότι τίποτα δεν ήταν θέμα τύχης ή σύμπτωσης, για έναν τόσο πεπειραμένο σκηνοθέτη. Ήταν η πιο ώριμη στιγμή μιας μακροχρόνιας καριέρας, που χαρακτηριζόταν από ικανότητα και επαγγελματική ευσυνειδησία.

Εκτός από την Casablanca, το έργο του περιλαμβάνει πολλές αξιόλογες ταινίες όπως: Κερένιες μάσκες (1933), 20.000 χρόνια στο Σιγκ-Σιγκ (1933), Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας (1936), Ο Ρομπέν των δασών (1938), Κολασμένες ψυχές (1938), Θύελλα σε μητρική καρδιά (1945), Δεν είμαστε άγγελοι (1955) και πολλές ακόμα.

Τη δεκαετία του ’50 ο πολυγραφότατος Κερτίζ συνέχισε να γυρίζει ταινίες, οι περισσότερες ευχάριστες οικογενειακές ταινίες, απ’ όπου θυμόμαστε περισσότερο το μιούζικαλ «Λευκά Χριστούγεννα», με το ομώνυμο κλασικό τραγούδι.
Πέθανε το 1962, έχοντας γυρίσει συνολικά 173 ταινίες, ανάμεσά τους, την πιο κλασική αμερικάνικη ταινία όλων των εποχών.

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ

The Comancheros (1961) Κομαντσέρος
The Proud Rebel (1958) Αλύγιστος αντάρτης
We\’re No Angels (1955) Δεν είμαστε άγγελοι
White Christmas (1954) Λευκά Χριστούγεννα
Force of Arms (1951) Οι καμπάνες του Αγίου Πέτρου
I\’ll See You in My Dreams (1951) Σε βλέπω στα όνειρά μου
The breaking point (1950) Παράνομο φορτίο
Life with Father (1947) Η ζωή με τον πατέρα
Night and day (1946) Νύχτα και μέρα
Mildred Pierce (1945) Θύελλα σε μητρική καρδιά
Mission to Moscow (1943) Αποστολή στη Μόσχα
Casablanca (1942)
Yankee Doodle Dandy (1942) Ο ουρανός της δόξας
The Sea Wolf (1941) Ο θαλασσόλυκος
Santa Fe Trail (1940) Σάντα Φε
The Sea Hawk (1940) Ο αετός των θαλασσών
Angels with Dirty Faces (1938) Κολασμένες ψυχές
The Adventures of Robin Hood (1938) Ο Ρομπέν των δασών
The Charge of the Light Brigade (1936) Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας
Captain Blood (1935) Κάπταιν Μπλουντ
Black fury (1935) Μαύρη κόλαση
Mystery of the Wax Museum (1933) Κερένιες μάσκες
20,000 Years in Sing Sing (1932) 20.000 χρόνια στο Σιγκ-Σιγκ