“Πάνω σε ένα άσπρο πράγμα, χαρτί ή οτιδήποτε τέτοιο, σίγουρα μπορούν να συμβούν μεγαλύτερα πράγματα απ’ ότι στην ίδια τη ζωή, μπορούν να συμβούν μεγαλύτερα όνειρα, μεγαλύτερα σημεία και τέρατα, γενικά πάνω σε μία λευκή επιφάνεια μπορεί να συμβεί η πραγματική ζωή, αυτή που δεν συμβαίνει στην πραγματική ζωή ούτε για πλάκα, η οποία πολύ συχνά δεν μοιάζει καν με ζωή, αλλά μόνο με κάτι τόσο ανυπόφορο που σε εξωθεί στην αναζήτηση μίας λευκής επιφάνειας μήπως και εκεί πάνω, εκεί που κανείς πριν από σένα δεν έχει πατήσει το πόδι του, ή το χέρι του- στην περίπτωση που είσαι τετράποδο – , μήπως και εκεί πάνω μπορέσεις να ζήσεις έστω για λίγο σαν άνθρωπος, ωμός, βλαμμένος, δολοφόνος, απαιτητικός, κτητικός, νάρκισσος, ωραίος, άφυλος, ερωτευμένος και δυστυχισμένος μέχρι το μεδούλι.

Εγώ ασπούμε αν υπήρχε Θεός έπρεπε να είχα γεννηθεί άντρας στο φαρ γουέστ. Να κλωτσάω τις δίφυλλες πόρτες των σαλούν και να μπαίνω μέσα. Να πίνω μόνο μεσκάλ παρέα με τον βλογιοκομμένο Χάρυ, το νάνο με τον χοντρό λαιμό και με το τεράστιο χιούμορ. Να γελάω με το ένα μου δόντι και να φτύνω κάτω. Να γαμάω πουτάνες και η κάννη του όπλου μου να πιέζει το αρχίδι μου. Να βαράω στα καλάμια τους παράγοντες τις κωλόπολης και να σιχαίνομαι τον σερίφη. Να εκσφενδονίζομαι πυροβολημένος μέσα από τζαμαρίες. Να έχω ανάμεσα στα πόδια μου μόνο τη σέλα του αλόγου μου. Η φάτσα μου να είναι κολλημένη σε κολώνες και σε τζάμια κουρείων. Να κοστίζω εκατομμύρια. Να είμαι WANTED. Να με λένε BLACK”. – Λένα Κιτσοπούλου