Ο Γιώργος Λίλλης στην ποιητική συλλογή Αρλεκίνος καταθέτει ένστιχες σκέψεις, κυρίως μέσω εικόνων, που σε ορισμένα σημεία εκφράζουν τις διάφορες πρωτεϊκές μορφές, που ο ίδιος αναγκαστικά διασχίζει ως υποκριτής του προσωπικού του θεάτρου (και, συνεπαγωγικά, όλοι εμείς).

Στη συλλογή κυριαρχεί ένας τόνος εξομολογητικός («Άκουσέ με…»), μια επαναλαμβανόμενη αποστροφή σε ένα β’ πρόσωπο, το οποίο πολλές φορές εύκολα ταυτίζεται με ερωτικό υποκείμενο, αλλά όχι πάντοτε. Εν γένει –ανά τους στίχους- καταλήγει πολύ γενικό και απροσδιόριστο, ίσως λόγω της ανώμαλης στροφής σε αυτό σε σημεία όπου δεν είχε δοθεί καμία αίσθηση προ-ύπαρξής του («Γνώριζες πως έπρεπε να κυλιστώ στη λάσπη/ για να εκτιμήσω την καθαρότητα/ των σύννεφων.»).

Σήμα κατατεθέν της συλλογής είναι οι ευφάνταστες μεταφορές, που τις περισσότερες φορές εκφέρονται έντονα εικονοποιημένες (για παράδειγμα, «με το δόρυ του μισού φεγγαριού στην κατοχή του» και «εκεί που κατασκήνωσες για να μετρήσεις τις/ διαστάσεις του ουρανού/ μ’ ένα σπασμένο καθρέφτη»). Άλλες εικόνες αντικατοπτρίζουν μια θυμοσοφική διάθεση και μεταδίδουν έναν απλό (ωραίο) μελαγχολικό τόνο, άλλοτε πιο ποιητικά («μπορεί ένα σπουργίτι να πεθαίνει και τα πεσμένα φύλλα/να σημειώσουν στις πράσινες σελίδες τους την/απουσία του») και άλλοτε λιτά και πεζολογικά («Ο γεωργός που σφάλιζε στις χούφτες του σπόρους/ κι όμως δεν είδε ποτέ/να καρπίζει η γη του»).

Παρομοιώσεις ξεδιπλώνονται σε διαφορετικά ποιήματα, εντείνοντας την ενθύμηση της ήδη απαντημένης σκέψης, όπως για παράδειγμα αυτής που ταυτίζει τρόπον τινά τα μονοπάτια με φίδια («Ο ήχος των βημάτων μου χάνεται στο φιδωτό μονοπάτι» και αλλού «Οι δρόμοι έπαψαν να έχουν προορισμό/μοιάζουν φίδια νεκρά»).

Ωστόσο, η συνεχής εικονοπλασία του Λίλλη γίνεται υπερβολική και η μετάβαση από τη μια εικόνα στην άλλη πολλές φορές  δύσκολη, καθώς οι λέξεις-εικόνες που συνδέονται δεν είναι απλώς αναπάντεχες και ποιητικά πρωτότυπες, αλλά φτάνουν στο σημείο να μην στοχεύουν τα πιθανά γνωσιακά σχήματα του νου.

Έτσι, οι κοπιώδεις συσχετισμοί, εφόσον δεν γίνονται αντιληπτοί, καταλήγουν χαλαροί. Αντίστοιχη χαλαρότητα παρατηρείται και στις αλλεπάλληλα αναφερόμενες αντιθέσεις, που χάνουν τελικά το αρχικό (ποιητικό) τους βάρος («Ενώ εσύ, με πόση ευκολία ρυμουλκούσες/ το αδύνατο στο δυνατό/ θεϊκή και συνάμα γήινη»). Γι’ αυτό τον λόγο, θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι η απουσία τίτλων στα ποιήματα δεν είναι απλώς επιλογή, αλλά και ανάγκη, αφού σε κάθε ποίημα δεν τονίζεται διαπεραστικά κάποιο κεντρικό νόημα-μήνυμα.

Σε πολλά σημεία, η ποίηση του Λίλλη θυμίζει Ελύτη στη Μαρίνα των Βράχων και θεματικά αλλά και τονικά: «Ίσως εσύ να έχεις ακόμα φυλάξει εκείνα τα ψήγματα/ άμμου/ ανάμεσα στα μαλλιά» ή «Και δεν υπάρχει πια πρόθυμη γυναίκα πρωτομάστορα/ να χτιστεί στην πέτρα για να στεριώσει.». Αξιοσημείωτο είναι, όμως, το γεγονός ότι στην ουσία παρατηρούμε τον ποιητή να μιμείται τον αντίκτυπο του τρόπου του Ελύτη και όχι τον τρόπο καθεαυτό και τα ποιητικά μέσα. Η αφομοίωση, βέβαια, και μόνο του ελυτικού φαίνεσθαι είναι κατόρθωμα, όμως χωρίς την κατανόηση των μηχανισμών, και τη διεύρυνσή τους, είναι δύσκολο να επιτευχθεί προσωπικό ποιητικό αποτέλεσμα.

Ομολογουμένως, αυτό που γίνεται αντιληπτό ηχητικά είναι ένα ρέον ρυθμικό αποτέλεσμα, που ποτέ δεν ερεθίζει αρνητικά. Ωστόσο, ρυθμικά (και νοηματικά όπως προαναφέρθηκε) κάποιοι στίχοι δίνουν την εντύπωση ότι θα έληγαν με κρότο, εάν δεν εκτείνονταν σε περαιτέρω στίχους. Με άλλα λόγια, το νόημα και ο ρυθμός κορυφώνεται και μετά πίπτει, καθιστώντας και το προηγούμενο μέρος εξίσου ανάλαφρο («και ανέβηκα την απότομη πλαγιά για εκεί όπου ο ήλιος/πριν τη δύση του/-πελώριο φλεγόμενο μάτι-/ κάρφωσε τις αχτίδες του στην καρδιά μου/ ξεπλένοντας το σάπιο αίμα/ νομιμοποιώντας με στη χώρα του ποτέ.»). Ίσως ρυθμικά το κείμενο να λειτουργούσε καλύτερα εάν ήταν γραμμένο όχι ένστιχα, αλλά σε αράδες. Εκεί η ρυθμικότητα θα υπερέβαινε τη μη ένστιχη μορφή και θα γινόταν αισθητικά ανώτερή της∙ τώρα η επιλογή αλλαγής στίχου και στροφών καθιστά τον ρυθμό «υπό» της μορφής, αφού η μορφή από μόνη της επιβάλλει ρυθμικότητα, η οποία, όμως σπάνια ακούγεται ενεργητικά.

Μένει να επιχειρηθεί με τόλμη η σύζευξη των ωραίων ποιητικών στιγμών- εικόνων που φέρει ο ποιητής στη φαρέτρα του με έναν πιο ενεργό ρυθμό, έναν ρυθμό που θα καταλήγει απλός (όπως ήδη είναι), αλλά με τεχνική προσπάθεια στα παρασκήνια, ώστε στιγμιαία να πάλλει το τύμπανο και να εκπλήσσει. Τέλος, η πιο ρομαντικότροπη πλευρά μπορεί να τιθασευθεί ή να τεθεί υπό το πλαίσιο ενός σχήματος σκέψης, το οποίο να υπηρετεί μέσα σε ένα ποίημα.  

Η συλλογή Αρλεκίνος του Γιώργου Λίλλη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Περισπωμένη.