Κατά τη διάρκεια του 2018 δημοσιεύθηκαν συνολικά 16 κείμενα στη στήλη «Άρση – Θέση». Όλα τους λίγο-πολύ (ακόμη και όσα είχαν την μορφή λίστας ή κατά κάποιο τρόπο έναν ημερολογιακό χαρακτήρα)  έθιγαν ζητήματα που προβληματίζουν τους ανθρώπους του μουσικού χώρου και συζητούνται στους μουσικούς κύκλους (αυτό περιλαμβάνει και τους μουσικόφιλους) ή σε άλλες περιπτώσεις επιχείρησαν να ανακινήσουν ένα θέμα το οποίο δεν συζητείται και κατά τη γνώμη μου καλό θα ήταν – αν όχι απαραίτητο – να αρχίσει να συζητείται.

Το τέλος κάθε έτους αποτελεί συχνά αφορμή για μια αποτίμηση του χρόνου που πέρασε, μία προσπάθεια να καταλάβουμε τι μας συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν, τι από όλα θα θέλαμε να διατηρήσουμε στο κοντινό μέλλον, τι θα θέλαμε να βελτιώσουμε ή να αλλάξουμε και τι θα θέλαμε να … ξεχάσουμε ότι καν συνέβη. Μια προσπάθεια οργάνωσης του χωροχρόνου μέσα στον οποίο δρούμε και συγχρωτιζόμαστε.

Σε αυτό το πλαίσιο, στο γύρισμα του χρόνου, στέκομαι σε αυτή τη νοητή στροφή (που βεβαίως μόνο νοητή είναι), θυμάμαι και ταυτόχρονα σας θυμίζω συνοπτικά με ποια θέματα ασχολήθηκε η στήλη μέσα στο 2018. Με την ελπίδα ότι το νέο έτος θα μας βρει να εξελισσόμαστε και να προχωράμε μπροστά, σε νέους πιο διευρυμένους ορίζοντες.

Η αρχή του 2018 βρήκε τη στήλη να ασχολείται με ένα μείζον θέμα που είχε τεθεί από το 2017 ήδη, αυτό της υπερπληθώρας προσφοράς και του «θορύβου» που εκ των πραγμάτων δημιουργεί. Στο πρώτο κείμενο για το 2018 (το οποίο μπορείτε να βρείτε εδώ) αναφέρονταν μεταξύ άλλων τα εξής: Η υπερπαραγωγή αυτή δημιουργεί ένα «θόρυβο» ο οποίος δεν διευκολύνει καθόλου το κοινό να αντιληφθεί την σημασία και την αξία αυτού που συμβαίνει με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν συχνά άλμπουμ τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνο από μια ελάχιστη μερίδα κοινού, ενώ και  τα live (που έτειναν να αναδειχθούν σε σταθερή αξία  πριν από λίγες μόλις σεζόν) πλέον έχουν αρχίσει να χάνουν σημαντικό κομμάτι από την δυναμική τους καθώς  το αν θα «πάει» ένα live ή όχι είναι συχνά … συμπτωματικό.

Είναι γεγονός ότι είναι αριθμητικά  ελάχιστες  οι κυρίαρχες δομές – με μεγάλη διείσδυση στην κοινωνία – που είναι σε θέση ή έχουν τη διάθεση να καταγράψουν το τι συμβαίνει στην σύγχρονη ελληνική μουσική σκηνή και να το παρουσιάσουν στο κοινό. Μικρότερης εμβέλειας  δομές έχουν αναπτυχθεί ήδη αλλά κατά τα φαινόμενα δεν επαρκούν. Ο όγκος των δεδομένων (των νέων, διαφορετικών και αξιόλογων προτάσεων)  είναι πολύ μεγάλος και συνεχώς διογκώνεται. Σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν, ιστορικά μιλώντας, το κοινό (πόσο μάλλον το ευρύ κοινό) δεν επέδειξε ποτέ την ικανότητα να υποκαταστήσει τις κυρίαρχες δομές. Και είναι πολύ λογικό αυτό.

Ρόλος των δομών είναι να καταγράψει τι συμβαίνει, να φιλτράρει και να παρουσιάσει στο κοινό. Ρόλος του κοινού είναι να φιλτράρει με τη σειρά του αυτά που του παρουσιάζονται και να αναδείξει όποια από όλα  ταιριάζουν  στις – διαφόρων φύσεων – ανάγκες του. Εντωμεταξύ – εν μέσω του ελλείμματος δομών και της μη οργανωμένης υπερπροσφοράς – έχει ήδη δημιουργηθεί ένα κλίμα ασφυξίας ανάμεσα στις τάξεις των μουσικών (τόσο των δημιουργών όσο και των εκτελεστών). Τις κουβέντες μας (προφανώς τοποθετώ και τον εαυτό μου σε αυτό το πλαίσιο καθώς η ιδιότητα μου είναι αυτή του μουσικού) τις μονοπωλεί η διαπίστωση της παραπάνω κατάστασης.

Αυτό που έχω να προσθέσω σχεδόν ένα χρόνο μετά είναι ότι πλέον ο παραπάνω προβληματισμός έχει γίνει κοινός τόπος. Την «ασφυξία» που αναφέρει το παραπάνω κείμενο, μάλλον έχουμε αρχίσει να την … συνηθίζουμε. Για τη νέα χρονιά εύχομαι οι ζυμώσεις που διακρίνω πως έχουν αρχίσει να γίνονται να βρουν διεξόδους και να αρχίσουν να εξορθολογούν την κατάσταση και να βελτιώνουν το κλίμα.

Το πόσο βοηθάει ή όχι το Διαδίκτυο τη διάδοση της μουσικής (στην ουσία της διάδοσης και όχι στον «θόρυβο» που δημιουργεί γύρω από αυτή) είναι ένα θέμα που με διάφορους τρόπους απασχόλησε τη στήλη. Στο κείμενο «Τα 3 Π και τα 3 Χ» και κυρίως στην φυσική συνέχεια του «Συναυλίες παντού» αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής: […] οι συναυλίες σχημάτων έχουν πολλαπλασιαστεί σε βαθμό τέτοιο που τείνει προς το αδύνατο ακόμη και η απλή καταγραφή μίας ημερήσιας ατζέντας η οποία να περιλαμβάνει όλες τις συναυλίες που συμβαίνουν στην Αττική. Επομένως έχουν πολλαπλασιαστεί τόσο πολύ οι συναυλίες που είναι αδύνατον να τις απορροφήσει το κοινό.

Δεν ανακαλύπτω την Αμερική φυσικά. […] Συζητιέται ως «πρόβλημα» τόσο από τους ίδιους τους μουσικούς, όσο και από τους μουσικούς δημοσιογράφους, όσο και από τους χώρους συναυλιών. Ακόμη και το κοινό θα ακούσεις να το συζητάει που και που, αν και σπεύδω να προσθέσω ότι το κοινό δείχνει να έχει καταλάβει το πρόβλημα παρότι (λόγω της θέσης του και όχι επειδή για κάποιο λόγο … φταίει) δεν έχει αντιληφθεί καν τον πλήρη όγκο του αριθμού συναυλιών.

Τείνω πλέον να πιστεύω ότι το ζήτημα δεν είναι απλώς «πρόβλημα» αλλά σημαντική παθογένεια. Και αυτό γιατί δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος: στήνουμε μια συναυλία, ψιλο-χάνεται μέσα στον όγκο των συναυλιών και το «θόρυβο» της πληροφορίας, άρα δεν προσελκύει αρκετό κοινό και η απάντηση μας σε αυτό είναι να κάνουμε ακόμη περισσότερες συναυλίες ώστε να καταφέρουμε κάποια στιγμή διά της επανάληψης να υψωθούμε πάνω από τον «θόρυβο» και να καταφέρουμε να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας σε περισσότερο κοινό. Όσο περισσότερες συναυλίες όμως κάνουμε, τόσο πολλαπλασιάζεται ο «θόρυβος» και ούτω καθεξής…

[…] Ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός συναυλιών, εκτός από «θόρυβο» δημιουργεί και διάσπαση δυνάμεων. Ο καθένας είναι πολύ μόνος του και τον καταπίνει ο «θόρυβος» αυτός. Και όταν αρκετές δυνάμεις καταπίνονται από τον «θόρυβο» τότε χάνεται η πολυφωνία. Πολυφωνία υπάρχει. Αρκεί να κοιτάξει κανείς γύρω του. Τόσα πολλά σχήματα, που υπηρετούν τόσα (και τόσο) διαφορετικά μουσικά είδη. Επίσης, τόσα πολλά σχήματα που καταθέτουν μία καινούργια δημιουργική πρόταση πέρα από τις συνήθεις κατηγοριοποιήσεις. Πρακτικά όμως, το κοινό, η κοινωνία δεν είναι δυνατόν να αντιληφθεί αυτήν την πολυφωνία. Και ούτε θα την αντιληφθεί όσο ο «θόρυβος» εξακολουθεί να καταπίνει μουσικές δυνάμεις που δεν καταφέρνουν να υψωθούν πάνω από αυτόν.

Άρα η πολυφωνία πρακτικά είναι σαν μην υπάρχει. Ή έστω δεν γίνεται αντιληπτή σε όλο το εύρος της.

Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο διαπιστώνω ότι ένα αφήγημα δείχνει πλέον ως μάλλον απαραίτητη συνθήκη ώστε να ξεχωρίσει μια νέα δουλειά. Στο κείμενο με τίτλο «Σουηδός που παίζει ρεμπέτικα» αναφέρθηκαν χάριν παραδείγματος  τα εξής:  Δεν είναι η πρώτη φορά που διαπιστώνω ότι στην εποχή μας (και εξαιτίας της υπεπληθώρας πληροφοριών που ήδη ανέφερα  παραπάνω) για να ξεχωρίσει η δουλειά ενός καλλιτέχνη και να κάνει επιτυχία  χρειάζεται εκτός των – πολλών – άλλων  και μια απλή και άμεσα κατανοητή ιστορία να την συνοδεύει. Μια ιστορία, ένα αφήγημα,  που να συνοψίζεται κατά προτίμηση σε ένα μότο αποτελούμενο από  7 λέξεις μάξιμουμ:π.χ. «Γερμανός που διασκευάζει ελληνικά τραγούδια στα αγγλικά». Φαίνεται να είναι ένα από τα προαπαιτούμενα η ύπαρξη ενός τέτοιου αφηγήματος  πλέον. Και μάλιστα προαπαιτούμενο ίσως σημαντικότερο από το να είναι η δουλειά του καλλιτέχνη  αυτό που λέμε καλή, σημαντική ή/και με κάποιο τρόπο αξιόλογη.

Αν δεν έχεις ένα κάποιο αφήγημα, τότε πιθανότατα να χρειάζεται να κληθείς να δώσεις απαντήσεις ακόμη και στα … βασικά. Όπως για παράδειγμα στο  «Εσύ τι μουσική παίζεις;» Ερώτηση που καλούνται συχνά να απαντήσουν οι καλλιτέχνες που απαρτίζουν ένα νέο ρεύμα της εποχής μας στο τραγούδι με ελληνικό στίχο, ρεύμα ιδιαίτερα δημιουργικό όπως επίσης ζωντανό και παραγωγικό, το οποίο όμως δεν έχει καταγραφεί «επίσημα» ως τέτοιο και ως εκ τούτου αγωνίζεται να ακουστεί όπως του αξίζει μέσα στον όλο «θόρυβο».

Το συγκεκριμένο κείμενο της στήλης ήταν αυτό με τη μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα για το 2018 και αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:

Και βέβαια, όπως είναι φυσικό, αυτές οι αναζητήσεις, αυτό το μη-καταγεγραμμένο ρεύμα, από τη στιγμή που εκδηλώθηκε για πρώτη φορά στο γύρισμα του αιώνα, εξελίχθηκε. Εξελίχθηκε όχι επειδή απαραίτητα οι νεότεροι επηρεάστηκαν από τους παλαιότερους, αλλά επειδή αυτό το ρεύμα εξέφραζε την κυρίαρχη καλλιτεχνική ανάγκη της μουσικής στο γύρισμα του αιώνα. Τον συγκερασμό των ειδών με έναν τρόπο οργανικό (όπως organic, όχι όπως instrumental) με ελληνικό στίχο. Εξ άλλου, δεν υπήρχε ποτέ η αίσθηση στους καλλιτέχνες αυτού του ρεύματος ότι συγκροτούν ένα σώμα, ότι αποτελούν μία «σκήνη». Όπως και να έχει, το δια ταύτα είναι ό,τι επειδή αυτή η ανάγκη του οργανικού συγκερασμού των ειδών εξακολουθεί να υπάρχει, υπάρχει και σήμερα (στο «τώρα») μία ανάλογη φουρνιά δημιουργών που κινούνται δημιουργικά και αποτελεσματικά σε αυτή τη γραμμή του συνδυασμού φαινομενικά μόνο ετερόκλητων μουσικών ειδών παράγοντας συχνά εξαιρετικά αποτελέσματα. Και αν όχι πάντα εξαιρετικά, πάντως σίγουρα ενδιαφέροντα και άξια ευρύτερης προσοχής.[…] Όλοι οι παραπάνω όμως, και άλλοι που λείπουν, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό.

Φτιάχνουν με πηγαίο και όχι επιτηδευμένο τρόπο τραγούδια με ελληνικό στίχο (ή σπανιότερα instrumental μουσική) την οποία δεν μπορείς να κατάταξεις. Μουσική που δεν μπορείς να τη βάλεις κάτω από μία ταμπέλα. Ακατάκτατη, αλλά όχι … ακατάστατη. Τραγούδια που μπορείς να τραγουδήσεις. Τραγούδια που μπορούν να σου μιλήσουν.

Όπου όλα τα παραπάνω, είναι ζητούμενα της εποχής.

Η αλήθεια είναι ότι ώρες – ώρες ένιωσα μέσα στο 2018 πως αντί να συζητάμε για την ουσία των πραγμάτων αναλωνόμαστε σε συζητήσεις γύρω από περιφερειακά πράγματα. Έχω την αίσθηση ότι αυτό συμβαίνει τακτικά. Στη στήλη αυτή η αίσθηση εκφράστηκε μέσα από το κείμενο «Βινύλιο: Αλήθειες και Μύθοι» στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρθηκαν τα εξής:

Τα γράφω αυτά γιατί έχω  αρχίσει να κουράζομαι από όλη αυτήν την κουβέντα για τα format η οποία μας εμποδίζει να ασχοληθούμε με το ίδιο το … περιεχόμενο αυτών των format! Αντί να γράφονται περισσότερα και ουσιαστικότερα κείμενα  για νέες καλλιτεχνικές προτάσεις, νέα ρεύματα, συγκροτήματα κλπ , και αντί να συζητάμε στις παρέες για αυτά, πολύ κουβέντα γίνεται για το αν πέθανε το cd ή όχι ακόμη, για την ανωτερότητα του βινυλίου, για τους χιπστεράδες που  αγοράζουν τα βινύλια  και τα αφήνουν με το σελοφάν τους μιας και δεν έχουν καν πικάπ , και άλλα τέτοια.

Για το 2019 που έρχεται θα ευχηθώ να εκλείψουν τα «Λάθη στη Μετάφραση», να εξορθολογιστεί η αντίληψη μας για το τι πράγματι είναι και τι δεν είναι το διαδίκτυο (βλ. «Η Μυθολογία του Διαδικτύου»), να βρεθώ ξανά στην ευχάριστη θέση να κάνω μια τελείως απρόοπτη βόλτα μία «Πέμπτη Απόγευμα», να διαβάσω σημαντικά βιβλία, να ακούσω ακόμη καλύτερες μουσικές από πέρυσι, να έχω ευχάριστες εκπλήξεις οι οποίες γιατί όχι να με βοηθήσουν να διευρύνω τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τα πράγματα.

Για το 2019 που έρχεται εύχομαι Υγεία, Ευτυχία και Ευημερία αλλά δεν θα παραλείψω να ευχηθώ και Ενσυναίσθηση !

Καλό υπόλοιπο εορτών σε όλους, Ευτυχισμένο το νέος έτος 2019 !