Born To Run – Bruce Springsteen (Simon & Schuster, 2016)

Αν αυτό το βιβλίο ήταν απλώς μια αυτοβιογραφία δεν θα έμπαινα ίσως στη διαδικασία να το αναφέρω. Κυκλοφορούν αυτοβιογραφίες ή εγκεκριμένες βιογραφίες μουσικών που αν και έχουν ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο ενδιαφέρον στην ουσία αναλώνονται στο «τότε έκανα εκείνο»  και «τότε συνάντησα τον τάδε και είπαμε τα εξής». Σε άλλες πάλι , βρισκόμαστε ως αναγνώστες να κοιτάμε μέσα από κλειδαρότρυπες. Όπως για παράδειγμα στο βιβλίο  Bowie: The Biography της Wendy Leigh (2014) το οποίο πάσχει από το σύνδρομο της κλειδαρότρυπας  σε βαθμό τέτοιο που προσωπικά με έκανε να αμφιβάλω  σοβαρά τόσο για την εγκυρότητα όσο ακόμη και για την ίδια την αλήθεια  όσων αναφέρει.

Η αυτοβιογραφία του  Bruce όμως ξεκινάει με την εξής παράγραφο:

«Είμαι δέκα ετών και γνωρίζω κάθε ρωγμή, σχισμή και χαραμάδα στο φθαρμένο πεζοδρόμιο που διατρέχει την οδό Ράντολφ, το δρόμο μου. Εδώ, κάθε απόγευμα είμαι ο Αννίβας στις Άλπεις, είμαι ένας στρατιώτης που έχει εμπλακεί χωρίς διέξοδο σε μια λυσσαλέα μάχη στο βουνό, είμαι ένας από τους αμέτρητους ηρωικούς καουμπόηδες που διασχίζουν τα βραχώδη μονοπάτια της Σιέρα Νεβάδα. Με την κοιλιά μου να σέρνεται στην πέτρα, πάνω στις μικροσκοπικές μυρμηγκοφωλιές που σχηματίζουν κώνους σαν ηφαίστεια στα σημεία που το τσιμέντο συναντά τη βρωμιά, ο κόσμος μου απλώνεται ως την αιωνιότητα, ή έστω ως το σπίτι του Πήτερ ΜακΝτέρμοντ στη γωνία των οδών Λίνκολν και Ράντολφ ένα τετράγωνο πιο πάνω.»

Το πρώτο αυτό κεφάλαιο έχει τον τίτλο  «Ο δρόμος μου» και μας μεταφέρει στους δρόμους του New Jersey του 1959. Μικρή σημασία έχει αν ο αφηγητής είναι ο Bruce Springsteen ή κάποιος συνομήλικος του.

Το δεύτερο κεφάλαιο ξεκινάει με τη φράση:

«Είναι Πέμπτη βράδυ, το βράδυ των σκουπιδιών. Είμαστε πλήρως εξοπλισμένοι και έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Έχουμε στριμωχτεί στο μοντέλο του 1940 σεντάν αυτοκίνητο  του παππού μου έτοιμοι να ξεχυθούμε στους δρόμους και να ψάξουμε κάθε σωρό σκουπιδιών από αυτούς που ξεχειλίζουν στα κράσπεδα της πόλης μας.»

Με άλλα λόγια μέσα από την εξιστόρηση της ζωής του Bruce Springsteen  στα πρώτα κεφάλαια παρακολουθούμε στην ουσία «φέτες» της κοινωνικής ζωής  του New Jersey των δεκαετιών του 1960 και του ’70. Την καθημερινότητα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων (σε έμμεση αντιπαράθεση με αυτή άλλων), τις φυλετικές εντάσεις σε μια μικρή αμερικανική πόλη όπως ήταν το New Jersey, τις έμμεσες και άμεσες συνέπειες των χρόνων που ακολούθησαν  την εποχή  της εκβιομηχάνισης και άλλα ανάλογα. Ακόμη και αργότερα στο βιβλίο όταν ο αφηγητής φτάνει στο σημείο να εξιστορήσει κάτω από ποιες συνθήκες και με ποιες σκέψεις ή/και καλλιτεχνικές επιθυμίες οδηγήθηκε στο τάδε ή στο δείνα άλμπουμ του, η χροιά της αφήγησης – χωρίς να χάνει τον προσωπικό τόνο  της βιογραφίας – εξακολουθεί να χρωματίζεται διακριτά από κοινωνικά και πολιτικά στοιχεία. Στοιχεία τέτοια που αναβαθμίζουν το ανάγνωσμα σε κάτι συνθετότερο από μια απλή βιογραφία.

Είμαι πάρα πολλά χρόνια fan του Bruce και ξεκινώντας να διαβάσω το βιβλίο είχα την ελπίδα ότι κάτι που θα διάβαζα μέσα στις γραμμές του  θα έριχνε φως στην μεγαλύτερη απορία μου που έχει να κάνει με το έργο του: Δηλαδή ποιες σκέψεις του ή/και ποιες διαδικασίες τον οδήγησαν μέσα στην περίοδο 1975-1978 να μεταβάλει  τελείως τις δομές των τραγουδιών του, με αποτέλεσμα από τις φαινομενικά άναρχες και ιδιαίτερες  τραγουδοποιητικές δομές μέσα από τις οποίες κατά κανόνα εκφραζόταν ως τότε, να περάσει – μάλλον απότομα – στις  συμβατικές δομές τύπου κουπλέ/ρεφρέν/ γέφυρα/ σόλο/ ρεφρέν που χαρακτηρίζουν όλη την από το 1978 και μετά τραγουδοποιία του.

Με την απορία έμεινα.

Και έμεινα με την απορία παρά το γεγονός ότι η μουσική πρωταγωνιστεί σε όλο το βιβλίο. Όμως δεν πρόκειται για την μουσική per se, αλλά για την μουσική ως οργανικό κομμάτι μιας συγκεκριμένης κοινωνίας.

Το βιβλίο δεν έχει δυστυχώς μεταφραστεί  στα ελληνικά.

Πράγμα που μας φέρνει στο εξής:

How Music Works – David Byrne (McSweeney’s, 2012)

Ο λόγος που θυμήθηκα το βιβλίο του Byrne είναι ότι και αυτό , αν και  έξι χρόνια μετά την κυκλοφορία του, δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.  Παρότι στα χρόνια που μεσολάβησαν έχει ήδη αποκτήσει το status βιβλίου αναφοράς. Αναγκαστικά άρα η ανάγνωση των βιβλίων αυτών  θα πρέπει να γίνει από τις αγγλικές εκδόσεις  οι οποίες πάντως – θα  χαρούν υποθέτω να μάθουν οι τυχόν ενδιαφερόμενοι – βρίσκονται  σχετικά εύκολα στην ελληνική αγορά.

Στο How Music Works ο David Byrne δεν αυτό-βιογραφείται καν. Δεν είναι αυτό μέσα στις προθέσεις του βιβλίου. Θα μπορούσε να είναι μια σειρά άρθρων  ενός ιστορικού-ανθρωπολόγου με θέμα την μουσική. Αλλά ούτε αυτό είναι. Και δεν θα μπορούσε να είναι γιατί ο Byrne είναι μουσικός.

Τα νεανικά του χρόνια πριν από  (και λίγο αργότερα  με) τους Talking Heads, οι συνεργασίες του με τον Brian Eno, τον Caetano Veloso και άλλους, τα προσωπικά του άλμπουμ και οι προσωπικές του ανησυχίες εν γένει, όλα παρελαύνουν από τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Όχι όμως με τον τρόπο που θα συνέβαινε σε μία αυτοβιογραφία αλλά περισσότερο ως το έδαφος πάνω στο οποίο άνθισαν συγκεκριμένοι προβληματισμοί περί της μουσικής. Μέσα από τους οποίους προβληματισμούς αναπτύχθηκε μία προσωπική φιλοσοφία:

πως και πόσο η μορφή της μουσικής επηρεάζεται από τον τόπο και το χρόνο, πως η έλευση και η εξέλιξη των τεχνολογιών ηχογράφησης σταδιακά επηρέασαν τους τρόπους που δημιουργούμε, παίζουμε και ακούμε μουσική, η αναγκαιότητα της άνθησης μουσικών ρευμάτων (αυτό που λέμε «μουσική σκηνή») για την καλύτερη πρόσληψη της μουσικής από το κοινό αλλά και για την εξέλιξη της μουσικής αυτής καθεαυτής και άλλα ανάλογα.

Και  πάλι η μουσική είναι πανταχού παρούσα αλλά όχι με ένα τρόπο τεχνικό – και άρα τέτοιο που να απευθύνεται μόνο σε μουσικούς. Κάθε άλλο.

Τα δύο παραπάνω βιβλία με έχουν κάνει το τελευταίο διάστημα  να επιθυμώ να διαβάσω κάτι ανάλογο γραμμένο από έλληνα δημιουργό. Δεν έχει πέσει κάτι στην αντίληψη μου. Αν το βρω, σίγουρα θα σας το πω.


Διαβάστε επίσης:

Μουσικά βιβλία για το καλοκαίρι που έρχεται