Είναι φορές που η ζωή κυλάει τόσο ανορθόδοξα και τόσο άτακτα που οι άνθρωποι, ως κοινοί θνητοί, μοιάζουν μικροί μπροστά στο μέγεθός της και στα παιχνίδια που η ίδια τους παίζει, όχι για να τους τιμωρήσει ή να τους εκδικηθεί αλλά για να τους δηλώσει με σθένος πως οι στιγμές είναι μοναδικές, ο χρόνος είναι περιορισμένος και οι σχέσεις ποτέ μόνιμες αν κανείς δεν αγωνιστεί για αυτές.

Ο Μαρίας, με λογοτεχνική αυτοπεποίθηση και εκλεπτυσμένη φλυαρία που πάνω της χτίζει όλη την αφηγηματική του διάθεση, ανατρέχει με τις «Ερωτοτροπίες» σε όλα αυτά που σε καθημερινή βάση συμβαίνουν στον καθένα και στην καθεμία από εμάς, στην επικοινωνία μας και στην επαφή μας. Ανταποκριτής και ψυχολόγος του καιρού του, εισβάλει στα έγκατα των συναισθημάτων των ηρώων του για να εκμαιεύσει τις βαθύτερες σκέψεις τους, τα θέλω τους, τα πρέπει τους, τους δισταγμούς και τις εξάρσεις τους.

Ο Μαρίας με το βιβλίο αυτό αποδεικνύει την ξεχωριστή του θέση ανάμεσα σε αυτούς που γειτνιάζουν με την ιδέα μιας λογοτεχνίας που οφείλει να κλονίζει και να συγκλονίζει όχι μόνο από άποψη θεματολογίας αλλά από ένα περιεχόμενο που μιλάει απευθείας στις καρδιές και βάζει το μυαλό σε διαδικασία ανασύνταξης. Ο ήρωάς του, Μιγέλ Ντεβέρν, βρέθηκε δολοφονημένος κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες, οι οποίες έγιναν γνωστές μέσα από την αφήγηση της Μαρίας Ντολθ με λεπτομέρεια που καθηλώνει. Συλλογιέται λοιπόν κανείς πόσο η ζωή μας είναι ρευστή, απροσδιόριστη, απείθαρχη, πόσο εξαρτιόμαστε από την μοίρα που οδηγεί το πλοίο μας. Και όταν η αφηγήτρια και κύρια πρωταγωνίστρια, Μαρία Ντολθ, είναι αυτή που βρίσκεται ενώπιον της είδησης της δολοφονίας του ανθρώπου, αυτού που κάθε μέρα έβλεπε στο απέναντι καφέ αγκαλιά με την γυναίκα του να ερωτοτροπούν και να απολαμβάνουν την συμβίωσή τους, τότε αρχίζει να αναρωτιέται πόσο εύθραυστο είναι το παρόν, πόσο γυάλινα είναι τα θεμέλιά του και πόσο αρπακτικό πρέπει να είναι ο άνθρωπος που θέλει να βλέπει την ζωή του να μην του κλέβει τίποτα από την κάθε μέρα.

Στο τραπέζι της ιστορίας που ο συγγραφέας γεμίζει με απορίες και ερωτηματικά, γινόμαστε μάρτυρες μίας ολόκληρης συνωμοσίας που κανείς δεν ξέρει, ίσως και ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας, πόσο λαβυρινθώδης είναι. Γιατί το πρόσωπο του Ντεβέρν και οι λόγοι της δολοφονίας του είναι τόσο επικαλυμμένοι από μία αίσθηση μυστηρίου που και η ίδια η Ντολθ, σαν επιθεωρητής και ψυχολόγος μαζί, αναζητά επισταμένως να μαζέψει τα κομμάτια του αινίγματος. Τελικά ποιος ευθύνεται για την διάλυση της οικογένειας Ντεβέρν, τι ρόλο έπαιξε ο επιστήθιος φίλος του και μετέπειτα εραστής της ίδιας της γυναίκας του Ντεβέρν; Και πόσο η ίδια, η αφηγήτρια που ζει αυτό το δράμα, σε τελική ανάλυση αναγκάστηκε να κρύψει πληροφορίες από την Λουίζα Ντεβέρν για να μην καταστρέψει την εικόνα ενός ανθρώπου που έπνεε τα λοίσθια και κανείς δεν γνώριζε το παραμικρό ούτε καν η ίδια του η σύζυγος;

Στον Μαρίας συναντάμε όλες αυτές τις ευαισθησίες που συνηθίζαμε να εκτιμούμε και να θαυμάζουμε σε συγγραφείς άλλων εποχών, με αυτόν τον ερωτισμό που γεμίζει λουλούδια και μυρωδιές αλλά προκαλεί και την σκέψη μας να ταρακουνηθεί από το μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου, όταν αυτό που ζούμε εκτροχιάζεται και βρισκόμαστε μετέωροι να αντιμετωπίσουμε τις επώδυνες συγκυρίες. Αυτή είναι και η πεμπτουσία της ιστορίας που μας προσφέρει ο Μαρίας με μία ποιητικότητα και έναν συνειρμό του νου που μεταλλάσσεται από το θετικό στο αρνητικό και τούμπαλιν. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, κανείς δεν ήρθε σε αυτήν την στρατόσφαιρα για να παραμείνει αιώνια άρα η προσήλωση στο σήμερα δεν χωράει πολυτέλεια καθυστέρησης. Γιατί η ζωή και ο θάνατος παίζουν κρυφτό, όπως ο έρωτας κονταροχτυπιέται σε συνεχή ρυθμό και συχνότητα με τον χωρισμό. Και όταν ο τελευταίος έρθει λόγω αστάθμητων παραγόντων και προκαλέσει ρήγμα στο οικοδόμημα που λέγεται ζωή, τότε προκύπτει εύλογα το ερώτημα αν ο κόσμος των ζωντανών μπορεί να ανοίξει διάλογο με τον κόσμο των νεκρών που έφυγαν με ή χωρίς την συγκατάθεσή τους και να τους φέρει πίσω με την δύναμη της ανάμνησης. Έτσι, η Μαρία Ντολθ παλεύει εντός της να βρει απαντήσεις σε όλα αυτά τα αναπάντητα σημεία που μπορεί να την αφήσουν ξάγρυπνη όχι στο Σιάτλ αλλά στη μικρή της συμπαντική πραγματικότητα. Μπορούσε η ίδια να αποκαλύψει τα μυστικά που έμελλε να γίνει κοινωνός τους και να αποκαταστήσει την δικαιοσύνη ή ορθά προτίμησε να αποσιωπήσει όλα αυτά που έκαιγαν το μυαλό της παρόλο που λαχταρούσε να τα αρθρώσει προς όφελος της ηρεμίας της συνείδησής της; Σε ποιο μετερίζι κάθεται η αλήθεια? Καίριες και επίκαιρες οι εμβαθύνσεις του Μαρίας, με τρυπάνι στην ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου ανάγει τον ερωτισμό και τα αποκυήματά του, τις περιπέτειες του σε μέγα κεφάλαιο της ύπαρξής μας, της εξέλιξής μας, της ίδιας της ζωής μας που είναι και το ζητούμενό του.

Και ο άνθρωπος σαν ακροβάτης του ονείρου του οφείλει να ισορροπήσει πάνω στο σχοινί της μετάβασης από έναν κόσμο που του φωνάζει να επιμείνει στον αγώνα για την ευτυχία και μία πάλη ενάντια στην δυστυχία που κάπου έξω μπορεί να καραδοκεί για να μας αφαιμάξει ό,τι πιο σημαντικό έχουμε. Και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μαρίας: «Κουβαλάμε στην πλάτη μας αρκετά γυρίσματα και αρκετές μεταπτώσεις, όχι μόνο της τύχης μα και της ψυχικής μας διάθεσης».

«Τίποτ’ άλλο δεν μπορούμε να στερηθούμε αν μας βγάλουν από τη μέση. Τίποτ’ άλλο δεν μπορεί να τελειώσει για μας όταν έχουμε τελειώσει εμείς οι ίδιοι»

Το βιβλίο του Χαβιέρ Μαρίας, Ερωτοτροπίες, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.