Ο Όρσον Γουέλς αναφέρεται σε αυτόν ως ο σημαντικότερος σκηνοθέτης όλων των εποχών και λίγοι μπορούν να αντιταχθούν σε αυτή τη δήλωση. Το έργο του Ζαν Ρενουάρ αποτελεί σταθμό στην ιστορία του κινηματογράφου, ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στη πορεία του Γαλλικού Ποιητικού Ρεαλισμού όπως ονομάστηκαν οι ανεξάρτητες γαλλικές παραγωγές της δεκαετίας του ’30. Οι ταινίες του άγγιξαν τόσο τις εποχές του βωβού όσο και του ομιλούντος κινηματογράφου, τόσο του ασπρόμαυρου όσο και του έγχρωμου. Ένας σκηνοθέτης που δεν σταμάτησε ποτέ να πειραματίζεται, να προσαρμόζεται αλλά και να προβληματίζεται ζώντας σε έναν κόσμο που τόσο γρήγορα άλλαζε.

Ξεκινώντας

Ο δεύτερος γιός του μεγάλου ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Πιερ-Ογκίστ Ρενουάρ γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου του 1894, στην Μονμάρτρη της Γαλλίας. Ο Ρενουάρ μεγάλωσε περιτριγυρισμένος από καλλιτεχνικά βλέμματα, καλλιεργώντας έτσι και την προσωπική του αδυναμία για το ωραίο.

Ένα από τα γεγονότα που καθόρισαν τη ζωή του ήταν το ξέσπασμα του Ά Παγκοσμίου Πολέμου στην ηλικία των 20 ετών. Η εμπειρία του ως στρατευμένος θα του επιτρέψει να δει τον πόλεμο ως μία κινητήρια δύναμη που φέρει την αλλαγή σε έναν κόσμο που για χρόνια παρέμενε επιφανειακά σταθερός. Την περίοδο εκείνη ανακαλύπτει τη μαγεία του κινηματογράφου, που μόλις είχε ξεκινήσει να κερδίζει έδαφος μεταξύ των καλλιτεχνικών κύκλων. Παρόλα αυτά, υπηρετώντας ακόμα στον στρατό, η κινηματογραφική τέχνη αποτελούσε ακόμα ένα θέαμα για τον Ρενουάρ.

Παρόλα αυτά δεν επιθυμούσε να κάνει την τέχνη το επάγγελμά του. Κινήθηκε από την διαχείριση επιχειρήσεων, στην κεραμική όταν, το 1920 αποφάσισε να ανοίξει δικό του εργοστάσιο κεραμικών. Ζήτησε τη βοήθεια του Πωλ Σεζάν, του γιου του μεγάλου ζωγράφου, ο οποίος τον έφερε σε επαφή για πρώτη φορά με την ηθοποιό και μέλλουσα σύζυγο του Κάθριν Χέσλινγκ. Ήταν εκείνη η γνωριμία που θα τον φέρει κοντά στον κόσμο του κινηματογράφου και θα τον παρακινήσει ώστε να γράψει το πρώτο του σενάριο. Το «Κάθριν»(1923) αποτελεί το ντεμπούτο του ενώ

SANFORD ROTH, PHOTOGRAPH OF JEAN RENOIR WITH ONE OF HIS FATHER’S PORTRAITS © MUSEUMS ASSOCIATES/LACMA

σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία το 1924 με τίτλο «La Fille de l’eau» σε μια προσπάθεια να συνδεθεί με το γαλλικό avant garde.

Αρχίζει να πειραματίζεται με τα έργα του Έμιλ Ζολά και σκηνοθετεί ταινίες όπως το «Nana». Παρόλα αυτά οι ταινίες δεν αποτελούν επιτυχίες και παρουσιάζουν τεχνική αδεξιότητα. Το ταλέντο του όμως στη σκηνοθεσία φαίνεται από τα πρώτα έργα του. Ο ομιλών κινηματογράφος αν και έφερε μαζί του νέες τεχνικές δυσκολίες, έδωσε το εναρκτήριο σήμα για τη δημιουργικότητα του Ρενουάρ. Ταινίες όπως οι «On purge bébé»(1931)και «La Chienne»(1931) αποδεικνύουν τη προσαρμοστικότητα του στην τεχνολογική αλλαγή.

Στην δεκαετία του ‘30

Η αλλαγή της δεκαετίας έρχεται μαζί με την αλλαγή του ύφους των ταινιών του, την εύρεση του στιλ του και των θεμάτων που τον ενδιέφεραν, στοιχεία που οδήγησαν στη δημιουργία μερικών από των καλύτερων έργων της μεγάλης οθόνης.

Το «Toni»(1935) θεωρείται από τις σκληρότερες και πιο σκοτεινές του ταινίες. Με σχεδόν εξολοκλήρου ερασιτέχνες ηθοποιούς και γυρισμένο αποκλειστικά στην Νότια Γαλλία, η ταινία καταφέρνει να απαθανατίσει την αλήθεια της ζωής σε μία Ιταλία που αργά πορευόταν προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Προς το τέλος της δεκαετίας παρατηρούμε μία στροφή προς την Ιδεολογία του Γαλλικού Μετώπου η οποία απαθανατίζεται και στις ταινίες του. Τα προβλήματα της εργατικής τάξης τον επηρεάζουν και αντανακλώνται συχνά στους πρωταγωνιστές του και στις καταστάσεις που θέτει στα σενάρια του. Ταινίες όπως οι «Une partie de campagne»(1936), «La crime de monsieur Lange»(1935) είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Το 1937, τα δεινά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου παίρνουν μορφή στην αριστουργηματική και γνωστότερη ταινία του «La Grande Illusion».

Η φιλειρηνική ιστορία των δύο στρατοπέδων παρουσιάζει την ουσία του πολέμου που ο Ρενουάρ βίωσε στη πρώτη γραμμή: έναν πόλεμο που είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση των ευρωπαϊκών αξιών. Η ταινία αναδεικνύει έντονα του ανθρωπιστικό βλέμμα του σκηνοθέτη της και αποτελεί μία κωμωδία ηθών.

Η επόμενη μεγάλη του επιτυχία είναι το «La regle du jeu»(1939) μια ταινία γεμάτη πορτραίτα χαρακτήρων που απόλυτα συνοψίζουν τα λάθη τους ως αποτελέσματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Θεωρείται από πολλούς μία από τις καλύτερες ταινίες που έχουν παιχτεί στη μεγάλη οθόνη. Παρόλα αυτά, την εποχή που βγήκε η ταινία θεωρήθηκε εμπορική αποτυχία.

Αυτό που χαρακτήριζε την αισθητική του Ρενουάρ ήταν η σύνδεση δραματικού και κωμικού ενώ ταυτόχρονα εξετάζονται στενά οι ανθρώπινες σχέσεις και οι μικρές λεπτομέρειες της ζωής. Αυτό που κατάφερε ο Ρενουάρ είναι να καταλάβει πως η κάμερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δείξει όσο και για να κρύψει, πως υπάρχει ένας κόσμος και εκτός του πλάνου. Ήταν από τους πρώτους σκηνοθέτες που χρησιμοποίησαν το μονοπλάνο, δηλαδή μία συνεχόμενη λήψη χωρίς κατ που έδειχνε την ολότητα ενός χώρου.

Wikipedia

Προς το τέλος

Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου, ο Ρενουάρ αφήνει τη Γαλλία για να συνεχίσει τη καριέρα του στο Χόλυγουντ. Εκεί φτιάχνει ταινίες όπως «The Southerner»(1945), «The Diary of a Chambermaid»(1946) και «The Woman on the Beach»(1947). Το 1951 σκηνοθετεί το «The River» στην Ινδία, την πρώτη του έγχρωμη ταινία.

Το τέλος του πολέμου αναζωπυρώνει το πάθος του για τον πειραματισμό, ενώ οι ταινίες του γίνονται πιο καλλιτεχνικές. Ώριμος πλέον αι σίγουρος για το στιλ του, επιστρέφει στη Γαλλία για να φτιάξει ταινίες όπως «Le carosse d’or»(1952) και «Elena et les hommes»(1956). Την περίοδο εκείνη σκηνοθετεί και το «French Cancan» (1955), μία ωδή στη γαλλική κουλτούρα και τη Μονμάρτρη όπως ο ίδιος τη βίωνε μέσα από το καλλιτεχνικό βλέμμα που του έδωσε ο πατέρας του.

TheRiver

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του συνέχισε να δημιουργεί ταινίες με λιγότερη επιτυχία αλλά εξίσου μαγευτικές όπως το «Le Caporal Epingle» και το «Le petit theatre de Jean Renoir»(1969), μία σπονδυλωτή αφήγηση που προοριζόταν για την τηλεόραση.

Στη ζωή του έγραψε τρία βιβλία :το μυθιστόρημα «Les cahiers de capitaine Georges»(1966), ένα βιβλίο για τη ζωή με τον πατέρα του με τίτλο «Renoir, My Father»(1962) και τα απομνημονεύματα της δικής του ζωής «My Life and My Films»(1974).

Στο τέλος της ζωής του στέφθηκε Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής στη Γαλλία και δέχθηκε τιμητικό Όσκαρ από την Ακαδημία.Πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου του 1979.

Κεντρική φωτογραφία θέματος: © 2021 Henri Cartier-Bresson/Magnum Photos, courtesy Fondation Henri Cartier-Bresson, Paris | MoMA