Αν προκύπτει ένα αληθινό ενδιαφέρον για− και μια υποχρέωση εξοικείωσης με− τη δουλειά της Βασιλικής Δημητράκου, τότε θα είναι από τις ανακατασκευασμένες εκδοχές του παρελθόντος της.

Και τούτο λέγεται υπό την έννοια ότι τα διαμορφωμένα περιβάλλοντα επιτρέπουν την επιμέρους, την εξατομικευμένη, την προσωπική αντι-παραβολή ως προς αυτά. Δεν υπάρχουν δυσδιάκριτα όρια ως προς την κατανόηση, ούτε εξαιρέσεις, ούτε αποκλειστικότητες. Ακόμα και εάν η αιτία για τη δημιουργία όλων αυτών των έργων είναι κάτι εντελώς προσωπικό, με όρους αυστηρής αυτο-αναφορικότητας.

Προφανώς, η μεικτή τεχνική που χρησιμοποιεί ευνοεί αυτήν την αίσθηση, μα προπαντός την οπτική εντύπωση, ότι οι χρόνιες εναποθέσεις, φθορές και αποξέσεις των καθέτων επιφανειών διευκολύνουν μια αδιόρατη ή λανθάνουσα διάσταση νοσταλγίας, πάντα όμως σε μια τίμια και ακριβοδίκαιη συνάρτηση με ένα αναπαραχθέν αντικείμενο.

Επομένως, ασάφειες ή απορίες ως προς τα εικονιζόμενα δεν υπάρχουν. Η δύναμη που εμπεριέχεται σε αυτές τις καλλιτεχνικές δημιουργίες έγκειται στην επιδιωκόμενη σκηνογραφική αναπαράσταση, που όσο πιο επιτυχημένη ή πιστή είναι ως προς την πραγματολογική της συσχέτιση, τόσο πιο ανεκτικά και επιτρεπτά τοποθετούνται οι θεατές έναντι όσων βλέπουν.
Το ερώτημα, βέβαια, παραμένει: αυτή η συνθήκη θέασης των εικονιζόμενων κατά πόσον επιτρέπει την ουσιαστική, εν τέλει, αυτονόμηση του θεατή;

Διότι, αν είναι μια, εκ πλαγίου, κριτική θεώρηση μιας κοινωνίας του θεάματος, τότε πράγματι είναι ευφυή αυτά και όσα παρατηρούμε… –Κωνσταντίνος Μπάσιος, μέλος της A.I.C.A. | Κείμενο και επιμέλεια έκθεσης