Συνέντευξη στη Στέλλα Τζίβα

Ο καθηγητής Φιλοσοφίας, Θεολογίας και συγγραφέας κ. Χρήστος Γιανναράς απαντά στις ερωτήσεις της Στέλλας Τζίβα, για την ελλαδική κοινωνία, το νεοέλληνα και τη Δύση, δηλαδή για

κάποια από τα εξαιρετικής σημασίας ζητήματα στα οποία έχει αφιερώσει το φιλοσοφικό και συγγραφικό του έργο.

Στέλλα Τζίβα: Ποιό πιστεύετε ότι είναι σήμερα το μειονέκτημα μας ως  Ελληνικού λαού και ποιά η εικόνα μας ως κοινωνίας;

Χρήστος Γιανναράς: Η εικόνα που εμφανίζει η ελλαδική κοινωνία γεννάει φόβο, πραγματικό πανικό. Εικόνα αλογίας, κάτι σαν ολική έκλειψη της κοινής λογικής, οποιασδήποτε. Για να λειτουργήσει έστω και στοιχειωδώς ως κοινωνία αναγκών μια συλλογικότητα χρειάζεται κάποια ψήγματα κοινής λογικής, μιαν ελάχιστη βάση συνεννόησης. Διαφορετικά η συλλογικότητα γίνεται ζούγκλα, πεδίο όπου η κάθε τυφλή μονοτροπία παλεύει για την επιβολή της.

Στ.Τζ.: Αναφέρατε πως η ελληνικότητα είναι υπόθεση οικουμενική και όχι εθνική. Πως πολλά από  τα «κακώς κείμενα», αν όχι όλα, οφείλονται στο ότι σκεφτόμαστε «εθνικά». Μιλήσατε για σχιζοφρένεια  του «εθνικού» και «διεθνικού» Ελληνισμού.  Αυτή  πιστεύετε πως είναι η τραγωδία  του  Ελληνισμού σήμερα;

Χρ.Γ.: Ο Νεοέλληνας στρατεύεται στις ιδεολογίες της Δύσης˙ είναι στείρος μεταπράτης των θεσμών, των κοινωνικών επιδιώξεων, των αναγκών και προτεραιοτήτων της Δύσης.  Πώς έγινε και ανταλλάξαμε την οικουμενική ελληνικότητα με τον επαρχιώτικο εθνικισμό, πώς αυτό το γένος των αρχόντων  -μια πολιτιστική υπερδύναμη- άρχισε να μειονεκτεί και να ντρέπεται για τον εαυτό του; Ντρέπεται να χτίσει, να ζωγραφίσει, να συναλλαγεί, να φιλοσοφήσει, να λειτουργήσει πολιτικά σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες, τη δική του μακραίωνη πείρα, τη δική του ευαισθησία. Δεν προσλαμβάνει τη Δύση για να την αφομοιώσει στη δική του χρεία και ιδιαιτερότητα. Την πιθηκίζει, γιατί μειονεκτεί. Ντρέπεται που είναι Έλληνας και ταυτόχρονα καυχιέται κωμικά για τον διεθνισμό του ελληνικού του ονόματος και των προγόνων του.

Στ.Τζ.: Υπάρχουν, πιστεύετε, εντός ή και εκτός κομματικών σχημάτων, φωτισμένες, ευφυείς προσωπικότητες, με πρωτοβουλίες, ωριμότητα και τόλμη για γόνιμες διακινδυνεύσεις, που θα ανοίξουν καινούργιους δρόμους; Μπορούμε ως λαός, με τόση ιστορία πίσω μας, να κάνουμε ένα μεγάλο άλμα και να απαξιώσουμε οτιδήποτε και οποιαδήποτε πολιτική δύναμη διακρίνεται από πολιτική ασυνέπεια; ή μήπως έχουμε ανάγκη τους «βαρβάρους» του Καβάφη;

Χρ.Γ.: Η διπλοπροσωπία των σημερινών κομμάτων καθώς και η πολιτική τους ασυνέπεια, θα καταρρεύσει μόνο αν εμφανιστεί μια αληθινά ρεαλιστική κοινωνιοκεντρική, πολιτική πρόταση. Και μια τέτοια πρόταση δεν θα είναι ρεαλιστική αν εμφανιστεί απευθείας φορμαρισμένη σε κομματικό σχήμα, αν προβληθεί «άνωθεν». Πρέπει πρώτα να καλλιεργηθεί στη λαϊκή βάση, γιατί η πολιτική διαμορφώνεται πρώτιστα ως συνειδητή λαϊκή ανάγκη. Ο ρόλος μιας ανένταχτης διανόησης, ασυμβίβαστης με τα θέλγητρα της εξουσίας και με την έντεχνη κοινωνική αμνησία, παραμένει καίρια ελπίδα πολιτικής αλλαγής.

Όσον αφορά το κράτος, δεν το συγκροτήσαμε οι Έλληνες, οι πρόγονοι μας που επαναστάτησαν  ενάντια  στους  Τούρκους.  Το έφτιαξαν  για λογαριασμό μας οι Βαυαροί. Είναι κράτος τεχνητό, δεν προέκυψε από τις δικές μας ανάγκες και  τους δικούς  μας  ιστορικούς εθισμούς. Μας επέβαλαν θεσμούς, σχήματα και τρόπους συλλογικής συνύπαρξης που είχαν φτιαχτεί για άλλες κοινωνίες, με διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικό ψυχισμό. Διακόσια χρόνια λοιπόν ζούμε ως μεταπράτες σε κράτος μεταπρατικό, παραιτημένοι από αυτό που πραγματικά είμαστε, από κάθε συνείδηση ετερότητας.  Πιθηκίζουμε ό, τι είναι ξένο. Εκτός αν κάποτε συμβεί να αναπλάσουμε το κράτος μας ριζικά (πολύ απίθανο), για να υπηρετεί τις κοινωνικές μας ανάγκες, τη δική μας ιδιαιτερότητα.

Στ.Τζ.: Στο βιβλίο του «Το σύνδρομο της ύβρεως», ο Λόρδος David Owen, περιγράφει μια ψυχοπαθολογική κατάσταση που πλήττει ανθρώπους με εξουσία. Πιστεύετε πως κάθε είδους δύναμη τείνει να διαφθείρει;

Χρ.Γ.: Tο κάποτε όραμα της κοινωνίας των πολιτών, το άθλημα της αυταπάρνησης για να υπηρετηθούν τα κοινά, μεταποιείται σήμερα σε ευτελισμένη λοβιτούρα κατασκευής εντυπώσεων, μεθοδικής παραπλάνησης των πολιτών, εξαγοράς των ηδονών της εξουσίας με οποιοδήποτε τίμημα. Διάκοσμος εντυπωσιακής ψευτιάς με δήθεν προγράμματα, δήθεν ιδεολογικές διαφορές, δήθεν αγώνες κοινωνικούς, όλα ψιμύθια και προσωπεία αρρωστημένης μανίας για ισχύ.

Και εμείς οι πολλοί, δήθεν κριτές και δήθεν ελευθερόφρονες, συντηρούμε την ψευτιά και την απάτη συμβιβασμένοι με την αποιέρωση της πολιτικής. Ψηφίζουμε αυτούς  που αποδεδειγμένα μας εξαπατούν, βραβεύουμε ανενδοίαστα την ανικανότητα και τη μικρόνοια, ανεβάζουμε πρώτους στην προτίμηση μας τους εξόφθαλμα ευνοημένους από ξένα κέντρα αποφάσεων, ακόμα κι όταν τους βλέπουμε και τους ακούμε έτοιμους να ξεπουλήσουν πάτρια γη για να κρατηθούν στην εξουσία.

Ντύνουμε κι εμείς τα μικροσυμφέροντα μας ή τις ψυχολογικές μας αγκυλώσεις με συνθηματολογικά ψευδολογήματα, αρνούμαστε να δούμε την προπαγανδιστική εξαπάτηση, το κομματικό κράτος, την ιδεολογική τρομοκρατία, τη διαπλοκή και τη διαφθορά, τον ενδοτισμό, την ανεπάρκεια που ισοδυναμεί με προδοσία.

Στ.Τζ.: Παρόλα τα προβλήματα του τόπου μας, -εγκλωβισμός στην ατομικότητα, αναξιοκρατία, προβλήματα στην Παιδεία & στον Πολιτισμό, σκάνδαλα, διαπλοκές, κοινωνικές ανισότητες, διασπάθιση του Δημόσιου χρήματος-,  τι είναι αυτό που αγαπάτε  στην Ελλάδα του σήμερα ή που αγαπήσατε; ή που σας δώρισε; έχει  παραμείνει κάτι αδιασάλευτο;

Χρ.Γ.: Είμαι ένας απλός πολίτης, από τους τελευταίους που αξιώθηκαν το δώρο να αποκτήσουν στο σχολειό πρόσβαση σε κάθε φάση εξέλιξης της γλώσσας μου από τα πανάρχαια χρόνια ως σήμερα. Τη μέθη της γεύσης των αρχαιοελληνικών κειμένων, αλλά και την αμείλικτη απαιτητικότητα για σωστούς τόνους και πνεύματα, για απομνημόνευση -ναι, γονιμότατη απομνημόνευση- κανόνων τονισμού, ανώμαλων ρημάτων, συλλαβικών ή χρονικών αυξήσεων και εγκλίσεων.

Ακόμα και στους τέσσερεις αιώνες της Τουρκοκρατίας, το Γένος είχε κάπου να στηρίξει ελπίδες επιβίωσης. Υπήρχαν ηγετικά αναστήματα, ανθρώπινη ποιότητα, πείσμα αντίστασης στον εκβαρβαρισμό. Σήμερα αυτό που απελπίζει είναι η αίσθηση της καθολικής χρεοκοπίας. Δεν πρόκειται για περιστασιακή κρίση, αλλά για ανθρωπολογική έκπτωση.

Παλεύουμε προπηλακιζόμενοι οι Δον Κιχώτες, μήπως και περισωθεί, ακόμα και από αυτό τον κατακλυσμό, κάποια ελάχιστη «μαγιά» ελληνικότητας. Έστω ένα 0,02%.Αν περισωθεί τέτοιο λείμμα, είναι σπέρμα ικανό να βλαστήσει κάποτε πρόταση πολιτισμού με πανανθρώπινη εμβέλεια: την ελληνική πρόταση. Όσοι παλεύουν για να περισωθεί αυτή η «μαγιά» ξέρουν ότι στοχεύουν στην ουτοπία: στην αόριστη Ελλάδα – έξω από σχήματα.

Στ.Τζ.: Κε Γιανναρά, θεωρείτε πως χρειαζόμαστε την Ελληνικότητα σήμερα; μας είναι απαραίτητη η Ελληνική ιδιαιτερότητα; ποιος ο λόγος να συντηρούμε, π.χ αυτή την γλώσσα ή την ορθόδοξη λειτουργία αν έχουν χάσει τα πρωταρχικά και ζωτικά νοήματά τους;

Χρ.Γ.: Η σκοπιμότητα αυτών των προκλητικών ερωτημάτων είναι μία και μόνη: να ξεκαθαρίσουμε σήμερα κριτήρια επιβίωσης της ελληνικότητας – αν εξακολουθούμε να την έχουμε ανάγκη. Και, όταν προσπαθήσει κανείς με συνέπεια να αρνηθεί τις εγκυστώσεις στον ψυχολογικό εθνικισμό και στα ρητορικά αυτονόητα, τότε θα αρχίσει να εντοπίζει το νόημα της ελληνικότητας όλο και σε πιο λεπτομερειακές, σχεδόν περιθωριακές, αλλά ρεαλιστικές ενδείξεις: στη διαφορά της λέξης «θάνατος» από τη λέξη «death», της όρθιας στάσης στη λατρεία από τον πειθαρχημένο στρατωνισμό στα έδρανα.

Στ.Τζ.: Πιστεύετε πως δεδομένης της ισχύουσας κοινωνικοπολιτικής κατάστασης που επικρατεί, μοιάζει σχεδόν ουτοπικό να χαίρεται τη ζωή του ο άνθρωπος;

Χρ.Γ.: Εξαρτάται από πού αντλεί χαρά και νόημα ζωής ο άνθρωπος. Πρόκειται για προσωπική ασφαλώς επιλογή, συνάρτηση των στόχων ζωής του κάθε ανθρώπου. Προσωπική ασφαλώς η επιλογή, είναι άραγε και ελεύθερη;

Αν έχει νόημα η λέξη «κόλαση», σίγουρα σημαίνει τον βασανισμό να ζει κανείς τη μία και μοναδική ζωή του σε κοινωνία που κυριαρχούν  η συμβατικότητα, τα προσχήματα, ο αμοραλισμός.