Κάποιοι έρωτες δεν είναι παρά απλήρωτα γραμμάτια στους αιώνες. Κανείς ποτέ και πουθενά στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, παρόλα αυτά, δε γλίτωσε από τους τοκιστές της καρδιάς. Μπορείς να τρέξεις, αν το θες. Τρέξε μίλια μακριά, εκεί όπου νομίζεις πως οι σκιές τους ούτε σε αφορούν, ούτε σ’ αγγίζουν πια, μα δεν μπορείς σε καμία των περιπτώσεων να παραμείνεις επ’ άπειρον κρυμμένος. Οι αναμνήσεις, να ξέρεις, θα σε βρουν, και μια ωραία πρωία οι συνέπειες των πράξεών σου θα σου χτυπήσουν την πόρτα υπενθυμίζοντας κάθε εκκρεμή συναισθηματική οφειλή σου. Τρέξε ξανά. Προς τα πίσω αυτήν τη φορά. Μια ανώτερη δύναμη σε θέλγει. Μια ατέλεια γεμάτη τελειότητες, η αγάπη και μόνο αυτή, είναι ες αεί σε θέση να απομαγνητοφωνήσει τις επιλογές σου. Να σπάσει σε χίλια κομμάτια το εγώ σου, και να σε οδηγήσει στην αλήθεια που τόσο φοβάσαι να αντικρίσεις.

Φλωρεντία, 5 Απριλίου 1874.Ένας Άγγλος επιστρέφει μετά από 25 χρόνια στην πόλη, όπου έζησε το σφοδρότερο από τα πάθη του. Εκείνο που ναυάγησε στα νερά της σιωπής, της ασυνεννοησίας, της απομάκρυνσης και μιας σειράς χαμένων ευκαιριών. Η γυναίκα την οποία αγάπησε ενάντια σε όλα τα πρέπει του νου, δεν ζει πια. Μα ακόμα κι έτσι κλονίζει συθέμελα την ψυχική του ηρεμία, την κατασταλαγμένη σύνεση των πενήντα του χρόνων, την σιγουριά πως η ευτυχία τις περισσότερες φορές είναι ένα άγριο αποδημητικό πουλί. Αυτό έκανε πάντα η κόμισσα Σάλβι. Έπιανε στη φάκα της ομορφιάς της την λογική, την ψυχή, το είναι του. Μετέτρεπε με μια φλογερή ματιά της ένα κάτι με γωνίες σε ένα λείο στρογγυλό τίποτα, κι ο έρωτάς της έμοιαζε με εκστρατεία βασισμένη στην παραπλάνηση. Ωστόσο, όσο ήταν ικανή να κλείσει τον διάβολο σ’ένα μπουκάλι και να τον παρακολουθεί με εκνευριστική ηδυπάθεια να παθαίνει ασφυξία, άλλο τόσο ήξερε να αγαπά αδυσώπητα και ολοκληρωτικά τον Άγγλο στρατιωτικό. Μα με έναν τρόπο που ανέκαθεν τού δημιουργούσε αμφιβολίες και πανικό σε κάθε αντίκρισμα, χάδι και φιλί. Μ’ έναν τρόπο που θυμίζει σε όσους το ξεχνούν, ότι η βαθιά ματιά των γυναικών εκφράζει όσα αποσιωπούν οι καμπύλες, και ότι ένα κλειδωμένο συρτάρι με μυστικά και ντοκουμέντα λαγοκοιμάται στο δεξί ημισφαίριο του στήθους τους.

Τον ίδιο τρόπο κληροδότησε στην κόρη της, τη μοιραία κόμισσα Σκαραμπέλι, και τώρα στη θέση του Άγγλου στρατιωτικού κι αφηγητή αυτής της συναρπαστικής ιστορίας του Χένρι Τζέιμς, βρίσκεται ένας άλλος νεαρός που λιώνει σιωπηρά από τον πόθο του. Ο αφηγητής νιώθει την ανάγκη να τον καθοδηγήσει, παρά τις αντιστάσεις του κι από τις δικές του ερωτικές θεομηνείες να τον διδάξει όλα όσα αγνοεί. Όμως είναι γεγονός πως πάντοτε δυσκολεύομαστε να πιστέψουμε αυτά που αν τα πιστέψουμε θα μας τσακίσουν τα φτερά. Όπως επίσης ισχύει και το ότι είναι πιο εύκολο να εξαπατήσεις τους ανθρώπους, παρά να τους πείσεις πως έχουν εξαπατηθεί. Στο «Ημερολόγιο ενός πενηντάρη», ο Τζέιμς καταγράφει ναυάγια αγάπης που οι ίδιοι οι καπετάνιοι τους οδήγησαν σε υφάλους κυνισμού. Μελετά το παρελθόν ώστε να εξηγήσει το παρόν και να ορίσει το μέλλον, κι όπως ο Ουγκώ, βλέπει στο βλέμμα των νέων φλόγα, και στων γέρων το φως. Μέσα από ημερολογιακές σημειώσεις του αφηγητή του, ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος και ένας εκ των βασικών εκφραστών του λογοτεχνικού ρεαλισμού, συνθέτει ένα διαχρονικό μυθοπλαστικό σύμπαν, στο όποιο όλοι έχουν ενίοτε φιλοξενηθεί.

Άλλωστε, και ποιός δεν ξέρει πως οι μεγάλες ερωτικές σχέσεις είναι αδιέξοδες; Ή πως αν μπορούσαν οι άντρες να αποκρυπτογραφήσουν τις ενδότερες σκέψες των γυναικών, θα ήταν χίλιες φορές πιο τολμηροί; Ποιός ποτέ θα διαφωνήσει στο ότι ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο του οποίου το συναίσθημα αποτελεί πρόβλημα προς επίλυσιν, και πως τελικά η πίστη στην αγάπη είναι το κλειδί για όλες τις κλειδαριές της ευτυχίας; Ο Τζέιμς, του οποίου τα μεγάλα έργα παρουσιάζουν επιρροές από τους Μπαλζάκ, Ίψεν, Φλωμπέρ και Τουργκένιεφ, και στα 21 του παράτησε τη Νομική του Χάρβαρντ για να αφοσιωθεί στην Τέχνη του Λόγου, αποδεικνύει σε όλα του έργα όπως και στο συγκεκριμένο, το άριστο ψυχογραφικό του μεγαλείο. Γράφει για ‘κείνες τις αγάπες και τις άκρατες ευτυχίες που ζουν στη μνήμη. Για αλήθειες που πικρίζουν. Για γυναίκες που πλάστηκαν με σκοπό να αποτελούν κινητούς ναούς λατρείας. Για κυνικά αρσενικά που είναι άκρως απογοητευμένα από το παρελθόν κι εκ προοιμίου από το μέλλον. Γράφει για την ευτυχία ως παρενέργεια. Γράφει για τους έρωτες στους οποίους αξία έχει η συμμετοχή κι όχι απαραίτητα η νίκη.

Ο Χένρι Τζέιμς που γνέφει από την περίοπτη θέση του στην ελίτ των δημιουργών του 19ου αι., γράφει επίσης για όσα τον απασχολούν πάνω στην ανάγνωση και τη συγγραφή. Στο δοκίμιό του «Η Τέχνη της Μυθοπλασίας» θα εξερευνήσει με συνέπεια κι ακόπαστη περιέργεια όλα όσα συνιστούν τον μαγικό κόσμο του μυθιστορήματος. Για ‘κείνον μυθιστόρημα είναι η προσωπική και άμεση εντύπωση της ζωής, και η αξία του έγκειται στην ένταση της συγκεκριμένης εντύπωσης. Ο Αμερικανός που έζησε 53 χρόνια στην Αγγλία, τονίζει πως το διάβασμα είναι η γυμναστική του νου, πως η καλή αφηγηματική δουλειά δε σταματά στη δική μας ανάγνωση, μα και σε μια υποτυπώδη «ίαση» των τραυματισμένων μας εσωψύχων. Επιμένει πως πρέπει κανείς πάντα να γράφει στηριζόμενος λιγότερο σε κανόνες και πιο πολύ στις δικές του εμπειρίες. Δηλαδή όποιος επιχειρεί να βγάλει ένα βιβλίο, πρέπει να είναι ο ίδιος ένα βιβλίο και εντός του να σκάζουν διαρκώς πυροτεχνήματα ανείπωτων ιστοριών κι επεισοδίων. Μονάχα έτσι θα προκύπτουν άνθρωποι στο κόσμο που θα ονειρεύονται για τον εαυτό τους το ανύπαρκτο επάγγελμα του μανιώδους αναγνώστη.

Ο Τζέιμς που έλκεται στα δικά του αφηγηματικά ύδατα από γοητευτικούς μα σκοτεινούς Ευρωπαίους χαρακτήρες, αλλά και από διαφανείς και συντηρητικούς Αμερικανούς, εντοπίζει ομοιότητες ανάμεσα στην εικαστική και την συγγραφή. Άλλωστε η διαύγεια των ιδεών τους αποτελεί και την απόδειξη της ωριμότητάς τους, όπως αναφέρει. Ο Τζέιμς που δεν διαβάζει απλώς τους συναδέλφους του, αλλά τους αναλύει, διαχωρίζει τη μυθιστορία από αυτό που όλοι αποκαλούμε μυθιστόρημα. Αλήθεια, γνωρίζατε ότι η αληθοφάνεια ελλείπει από την πρώτη κι επιδιώκεται στο δεύτερο; Γνωρίζατε πως η ιστορία είναι το παν; Πως δεν έχει σημασία τίποτε άλλο εκτός από μεγάλα επεισόδια και ικανούς ήρωες να τα διαχειριστούν; Ο Τζέιμς λέει κι επαναλαμβάνει στο δοκίμιό του ότι εκδίδονται διαρκώς νέα βιβλία που εμποδίζουν τον αναγνώστη να ασχοληθεί με τα παλιά, πως σε κάποια το μείζον πρόβλημα είναι η μεγάλη απόσταση του εξωφύλλου από το οπισθόφυλλο και πως αν είναι να γράψεις, πρέπει να ξέρεις και να ελίσσεσαι με μαεστρία μέσα στο ψέμα.

Για τον άντρα που λάτρεψε την ιμπρεσιονιστική ζωγραφική, γι’ αυτόν τον αληθινό πολίτη του κόσμου, η λογοτεχνία είναι μόνο αυτό: να γράφεις επειδή έχεις κάτι να πεις. Και να διαβάζεις επειδή αυτό είναι το μεγαλύτερο χάρισμα. Με άλλα λόγια, η Λογοτεχνία μάς ανήκει με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Άραγε, πόσο έξω να πέφτει ο Χένρι Τζέιμς;


Η ανάγνωση αφορά στα έργα:

«Το ημερολόγιο ενός πενηντάρη» – Εκδόσεις Εκάτη (Μετάφραση: Μ. Παπαντωνόπουλος)

«Η Τέχνη της Μυθοπλασίας» – Εκδόσεις Άγρα (Πρόλογος – Μετάφραση Κ. Παπαδόπουλος)


Διαβάστε επίσης: 

Χένρι Τζέιμς: Ένας πολίτης του κόσμου