Είναι κάποιοι άνθρωποι που βρίσκουν καταφύγιο στην παιδική τους ηλικία, και άλλοι που δεν βίωσαν μελανότερη περίοδο στη ζωή τους. Είναι ορισμένοι που γεννιούνται τέλειοι. Που δε σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, κι άλλοι που πέφτουν διαρκώς θύματα εκφοβισμού από τους «τέλειους». Είναι αυτοί που όπως λέει ο λαός, δεν σου γεμίζουν το μάτι, μα μέσα τους κρύβονται τα θαύματα της ψυχής κι οι θησαυροί της τέχνης. Για ένα παιδί που όλοι το χλεύαζαν για το περιττό του βάρος και το εξαιρετικά χαμηλό του ανάστημα, μίλησε κάποτε με συγκίνηση και δέος ο Τ.Σ Έλιοτ. Είπε χαρακτηριστικά πως δε γεννήθηκε απλώς για να μας μεταδώσει ιδέες, μα για να χτίσει από την αρχή έναν καινούργιο κόσμο σκέψης και συναισθήματος. Δικαιολόγησε μάλιστα την εμμονή του συγκεκριμένου παιδιού να πιστεύει σε ιδανικές κοινωνίες, ή καλύτερα την ανάγκη του να πορεύεται στο αντίθετο ρεύμα από τις άσχημες μνήμες κι εμπειρίες του.

Το φαγανό παιδί λοιπόν έχει όνομα, προσωπικότητα και υπόσταση στην Τέχνη του Λόγου. Και δεν είναι άλλος απ’ τον Αμερικανό Χένρι Τζέιμς. Γεννήθηκε στις 15 Απριλίου 1843 από διανοούμενους και φιλότεχνους γονείς, ενώ ήταν αδελφός του γνωστού στοχαστή Ουίλιαμ Τζέιμς και της συγγραφέως Άλις Τζέιμς. Αναθρεμμένος σε εύπορο περιβάλλον, ο μικρός Τζέιμς γύρισε νωρίς ολόκληρο τον κόσμο. Ο θεολόγος πατέρας του που υπήρξε και ο πρώτος καθοδηγητής των λογοτεχνικών βημάτων του, τον έπαιρνε μαζί του στα ταξίδια του στην Ευρώπη με κυριότερους προορισμούς την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, ενώ γνώρισε κοντά του την Αφρική, και την Ασία. Ο Τζέιμς ήταν κλειστό παιδί, όμως εύστροφος και γεμάτος έμπνευση. Αυτό ήταν κάτι που καθησύχαζε τον πατέρα του, μια και διαβάζοντας από νωρίς τις ιστορίες του γιου του, ήταν πεπεισμένος όσον αφορά στο λαμπρό του μέλλον. Ο Τζέιμς που διάβαζε κατά κόρον τους Μπαλζάκ και Φλωμπέρ, γράφτηκε στα 19 στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ κι όλα έδειχναν πως το αίσθημα της δικαιοσύνης, αλλά και η μαεστρία των επιχειρημάτων του θα τον αναδείκνυαν σε έναν αξιόλογο και πολλά υποσχόμενο υπηρέτη της Θέμιδος. Μέχρι που τα παράτησε όλα. Κι ένιωσε καλά με αυτό. Η Λογοτεχνία ήταν ένα ξυπνητήρι που είχε αρχίσει να χαλά τον κόσμο εντός του και ο ίδιος δε σκέφτηκε ποτέ να τού βγάλει τις μπαταρίες.

Το 1864 δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα «A tragedy of error» και σύντομα ξεκίνησε επιτυχείς συνεργασίες με τις εφημερίδες The Nation και Atlantic Monthly. Ο δρόμος δεν άργησε να ανοίξει και για το πρώτο του μυθιστόρημα. Το «Watch and Word» γράφτηκε από εκείνον το 1871 σε πέντε μόνο μήνες μεταξύ Παρισιού και Βενετίας κι απέσπασε τις πρώτες διθυραμβικές κριτικές. Ο Τζέιμς ερωτεύτηκε το Λονδίνο στο οποίο έμεινε για 53 χρόνια, υιοθετώντας μάλιστα και την λονδρέζικη προφορά, ενώ απολάμβανε ιδιαιτέρως να γράφει για εκείνους που ξεκινούσαν από την Αμερική κι αναζητούσαν μια οποιαδήποτε τύχη στην Ευρώπη. Ακριβώς δηλαδή όπως κι ο ίδιος.

Πειραματίστηκε όσο κανείς στις τεχνικές της αφήγησής του κι επιχείρησε να εξηγήσει τη συνείδηση, αλλά και την αντίληψη του ατόμου. Δεν πίστεψε ποτέ στην μυθοπλαστική μοίρα, και αποτέλεσε σπουδαίο δημιουργό επειδή προηγουμένως ήταν σπουδαίος παρατηρητής της ζωής. Ο Τζέιμς ασχολήθηκε με την πλούσια τάξη σε όλα τα έργα του. Όχι φυσικά με την αργόσχολη και την κενή, μα με αυτή που επιδιώκει να καλλιεργήσει κάθε υψηλή φύση και πτυχή της.

Ο συγγραφέας των «Ντέιζι Μίλερ» (1878), «Πλατεία Ουάσινγκτον» (1880), «Το πορτρέτο μιας κυρίας» (1881), «Οι Βοστονέζες» (1886), «Η εικόνα στο χαλί» (1896), «Το στρίψιμο της βίδας» (1898) και «Το χρυσό καπέλο» (1904) ζούσε και ανέπνεε για την συγγραφή. Περίπου 30 μυθιστορήματα και νουβέλες δημοσιεύθηκαν με την υπογραφή του, καθώς και αρκετά διηγήματα και κριτικά δοκίμια. Φέρνοντας σε αντιπαράθεση τη νοοτροπία Αμερικανών και Ευρωπαίων, και προτιμώντας ο ίδιος πάντα την δεύτερη, δεν άργησε να πάρει δριμύτατη κριτική θέση στο ζήτημα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, όταν το 1914 η Αμερική αρνήθηκε την προσχώρησή της, αλλά και την αρωγή της στην Αγγλία. Ίσως αυτό ήταν και το γεγονός που ξεχείλισε το φιλευρωπαϊκό του ποτήρι και ζήτησε να γίνει Άγγλος πολίτης το 1915, ενώ το 1916 έλαβε τιμητικό αξίωμα από τον βασιλιά για το Τάγμα της Τιμής.

Ο Χένρι Τζέιμς που ασχολήθηκε με καταπιεσμένες και κακοποιημένες ηρωίδες, που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ρεαλισμού, αλλά και καρδιακό φίλο του Εμίλ Ζολά, θα μείνει στην ιστορία ως ο άνθρωπος που συμφιλιώθηκε με τη μοναξιά του και τη νοηματοδότησε. Την εξιστόρησε σε κάποια από τα έργα του με συμβατικό τρόπο ασκώντας κοινωνική κριτική, αργότερα έγινε λεπτομερέστερος και εστίασε σε όσα ήθελε μα δε μπορούσε να αλλάξει.

Με συντροφιά πάντα έναν παπαγάλο στον οποίο μιλούσε με τις ώρες, ο Τζέιμς ξεκίνησε ως outsider από φίλους και συμμαθητές, αλλά έφτασε εκεί όπου τον είχαν προορισμένο όλες οι δυνατότητές του. Πίστεψε στη μαγεία της συγγραφικής τέχνης, έκλεψε τα παραμύθια από τα άστρα του ουρανού, και έφερε στη ζωή ήρωες για τους οποίους οι άνθρωποι μίλησαν και πάντα θα μιλούν. Τον είπαν μικροκαμωνένο, μα αναδείχθηκε σε γίγαντα της διατλαντικής Λογοτεχνίας. Αυτή είναι η απάντησή του. Η αξία, ο σκοπός της ζωής και η μεγαλύτερη ανταμοιβή για τον άντρα που τον Δεκέμβρη του 1905 υπέστη οξύ εγκεφαλικό και πέθανε μόνος στο αγαπημένο του μουντό Λονδίνο τρεις μήνες αργότερα. Στις 28 Φεβρουαρίου 1906 αποχαιρέτησε οριστικά τους πρωταγωνιστές του και κίνησε για άλλες πολιτείες.