Το καθιερωμένο φεστιβάλ χορού της Στέγης κλείνει φέτος δέκα χρόνια, ανανεώνεται και δίνει τη σκυτάλη στη νέα γενιά γυναικών δημιουργών του χορού. 4 ημέρες, 6 παραγωγές, 2 masterclasses, μία συζήτηση με το κοινό και πολύς χορός εντός και εκτός σκηνών. Το ODD αγκαλιάζει το παράδοξο, καταργεί τα σύνορα και κοιτάζει στα μάτια την επόμενη δεκαετία.

Τι σκέφτεστε όταν σκέφτεστε τον σύγχρονο χορό; Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, εδώ και δέκα χρόνια, έχει προτείνει θεάματα σε ρινγκ και γήπεδα ποδοσφαίρου, μαγειρικά σόου και electropop μανιφέστα, περιπατητικές περφόρμανς, χορούς του δρόμου και κινησιολογικά έργα με τη χρήση VR και AI. Περίπου σαράντα νέοι χορογράφοι έχουν δώσει το «παρών», με το Φεστιβάλ Νέων Χορογράφων να γίνεται ο βατήρας για να φύγουν από τα σύνορα της Ελλάδας, περιοδεύοντας στο εξωτερικό και λαμβάνοντας διακρίσεις σε διεθνείς διοργανώσεις χορού. Κοιτώντας μπροστά, το φεστιβάλ, ως Onassis Dance Days (ODD) από φέτος, γεμίζει από 2 έως 5 Μαρτίου τις σκηνές της Στέγης και συνεχίζει να υποστηρίζει νέα πρωτότυπα έργα, τα οποία αναπτύσσονται στο πιο υβριδικό και δυναμικό είδος των σύγχρονων παραστατικών τεχνών, από καλλιτέχνες που, ανεξαρτήτως εθνικότητας, ηλικίας, αρτιμέλειας, χορευτικών ή μη καταβολών, αγαπούν να απαντούν λοξά στο πιο απλό ερώτημα του κόσμου: τι είναι χορός;

Το to be possessed είναι μια σόλο σωματική και ηχητική περφόρμανς που εκθέτει υλικές και ηχητικές πτυχές ενός ετερόνομου DIY αρχείου «δαιμονισμένων» γυναικών από διαφορετικά πολιτισμικά συμφραζόμενα.

Χορεύτρια και χορογράφος, με παράλληλες σπουδές θεατρολογίας, ανθρωπολογίας και μουσικής, η Χαρά Κότσαλη αποπειράται να ανιχνεύσει το φαινόμενο της πνευματοκαταληψίας με μια διευρυμένη ανάγνωση. Μέσα από ένα αποδιαρθρωμένο σκηνικό τελετουργικό, επιδίδεται σε μια πρόβα δαιμονισμού. Επιχειρεί να εμψυχώσει τα ντοκουμέντα με τα οποία συναντιέται, καλώντας τα να αποκαλύψουν τον συντριπτικό αλλά και ανατρεπτικό τους χαρακτήρα.

***

-Το έργο που θα παρουσιάσετε στο Onassis Dance Days της Στέγης φέρει τον τίτλο “to be possessed”. Πώς επιλέξατε τη θεματολογία της συγκεκριμένης performance;

Η ιδέα για το έργο αυτό γεννήθηκε και διαμορφώθηκε σταδιακά στη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Συναντήθηκα με το έργο κάποιων ανθρωπολόγων που προσέγγισαν την έννοια της πνευματοκαταληψίας μέσα από ένα πολιτικό και κοινωνικό φίλτρο ή κάποιες φορές και μέσα από έναν φιλοσοφικό αναστοχασμό, διανοίγοντας τη σημασία αυτών των πρακτικών πέρα από τη μεταφυσική τους διάσταση. Παράλληλα, οφείλω να ομολογήσω ότι είχα από τα εφηβικά μου χρόνια μια αγάπη στις ταινίες τρόμου και splatter και σε μεγάλο βαθμό ό,τι αφορούσε σε δαιμονισμούς και βρυκόλακες.

-Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για την έρευνα που διεξαγάγατε;

Συλλέξαμε υλικό μαρτυριών από γυναίκες που μιλούν για εμπειρίες εξορκισμού, αλλά παράλληλα και από γυναίκες που μιλούν για το καλλιτεχνικό έργο, τη μοναξιά, τα συλλογικά κινήματα, ακόμα και παιδιά που μιλούν για τους φανταστικούς φίλους τους. Αυτό το αποθετήριο ετερώνυμων φωνών ήταν για μας ο τρόπος να ορίσουμε την δική μας ανάγνωση πάνω στην έννοια του «δαιμονισμού», αυτού που στην αγγλική γλώσσα ως possession ίσως αποδίδει καλύτερα την δική μας προσέγγιση. Μας ενδιέφερε να αναζητήσουμε απλούς και δημιουργικούς τρόπους να εμψυχώσουμε κάποιες από αυτές τις μαρτυρίες, να φέρουμε αυτές τις φωνές και τις μορφές αυτών των προσώπων επί σκηνής, εμψυχώνοντας τα σκηνικά και αυτά με τη σειρά τους να ενεργοποιήσουν το σκηνικό χώρο. Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι σε όλη την διαδικασία, που αποτελεί και μια προσωπική μου εμμονή, ήταν η προσπάθεια να αφουγκραστούμε τον ήχο και την μουσική των ντοκουμέντων, αλλά και των υλικών με τα οποία δουλέψαμε.

-Υπάρχει κάτι που σας δυσκόλεψε ιδιαίτερα στην δημιουργία του έργου;

Όπως σε κάθε έργο φαντάζομαι, οι επιλογές είναι πάντοτε ένα δύσκολο κομμάτι. Τι κρατάς και τι αφήνεις, πώς ισορροπείς τα στοιχεία που χρησιμοποιείς ή πώς διαταράσσεις την ισορροπία εκεί που χρειάζεται. Το να χορογραφείς ένα σόλο έργο ως δημιουργός, αλλά και ερμηνεύτρια επί σκηνής έχει επίσης αρκετές δυσκολίες. Προσωπικά το επέλεξα, γιατί προς το παρόν μόνο έτσι μπορώ να σκεφτώ χορογραφικά, από «μέσα», αλλά και γιατί μου φαίνεται πιο σωστό για την ώρα να πειραματιστώ με την χορογραφική διαδικασία πάνω στο τομάρι μου, πριν ταλαιπωρήσω άλλο κόσμο επί σκηνής. Ήταν όμως την ίδια στιγμή και απελευθερωτικό να αποδεχτώ ότι ποτέ δεν θα έχω την «επίβλεψη» του έργου καθώς συμβαίνει, αλλά θα το παρακολουθώ, επιτελώντας το, και τα εξωτερικά μου μάτια και τα αυτιά θα είναι οι σπουδαίες και σπουδαίοι συνεργάτιδες και συνεργάτες και φίλοι με τους οποίους δουλέψαμε παρέα.

-Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι, μέσω και του κινηματογράφου, εν πολλοίς, έχει επικρατήσει κυρίως η εικόνα της δαιμονισμένης γυναίκας;

Πράγματι στις ταινίες τρόμου, η εικόνα της τερατώδους γυναίκας είναι ένα σταθερό μοτίβο. Η ιστορία των μαγισσών είναι μια ιστορική παρακαταθήκη που έχει μπολιάσει το φαντασιακό της κοινωνίας και της τέχνης.

Η γυναίκα που είναι σεξουαλικά ενεργή, χωρίς να είναι αναπαραγωγική έπρεπε να δαιμονοποιηθεί για να μη σταματήσει η αναπαραγωγή της εργασίας.

Η γυναίκα θεραπεύτρια έπρεπε να δαιμονοποιηθεί για να μπορέσει να εγκαθιδρυθεί η ιατρική επιστήμη ως σπουδή και προνόμιο που αποκλείει την πρόσβαση των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων και προφανώς των γυναικών, των οποίων όμως την πρακτική γνώση αξιοποίησε. Η υστερία καταχωρήθηκε ως γυναικεία συμπεριφορά.

Όπως γράφει και η Barbara Creed αρθρώνοντας μια φεμινιστική θεωρία κινηματογράφου στο έργο της για το τερατώδες θηλυκό, «η παρουσία του θηλυκού-τέρατος στις δημοφιλείς ταινίες τρόμου έχει να μας πει περισσότερα για τους φόβους του άντρα, παρά για τη γυναικεία επιθυμία ή τη θηλυκή υποκειμενικότητα». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι πιο μνημειώδεις ταινίες τρόμου για δαιμονισμένες γυναίκες, όπως ο «Εξορκιστής» του Φρίντκιν ή η «Δαιμονισμένη» του Ζουλάφσκι, για να αναφέρω μόνο δύο, είναι σκηνοθετημένες από άνδρες και διέπονται απόλυτα από το ανδρικό βλέμμα. Και μάλιστα από το κοκτέιλ υλικών για την αναπαράσταση αυτή, δεν λείπει η σεξουαλικοποίηση του γυναικείου σώματος που συνοδεύει τις σκηνές δαιμονισμού. Σωματικές εκκρίσεις από το στόμα συνήθως περιχύνονται πάνω σε ηδονικά γυναικεία σώματα που πάλλονται αβοήθητα, περιμένοντας τον άντρα με το μονοπώλιο της γνώσης του, ιερέα ή/και γιατρό (πατέντα και αυτή…) να τις λυτρώσει από τη σεξουαλική τους μανία. Και δεν τα λέω αυτά για να «απαγορεύσουμε» τις εν λόγω ταινίες. Πώς θα μπορούσα άλλωστε, αφού ήμουν φανατική αυτού του κινηματογραφικού είδους στην εφηβεία μου και ακόμα τις απολαμβάνω. Απλώς είναι ένα ζήτημα πώς ξαναδιαβάζουμε αυτές τις αναπαραστάσεις ή πώς μπορούμε να ξανααφηγηθούμε κάποιους μύθους από άλλη σκοπιά.

-Ποια είναι η θέση της μνήμης στο έργο σας;

Η μνήμη είναι ένα ζήτημα που με απασχολεί πολύ, και με το οποίο ασχολήθηκα και στην διπλωματική εργασία του μεταπτυχιακού μου, μέσα από την έννοια των φαντασμάτων ως εργαλείο διαμόρφωσης πολιτικών ταυτοτήτων. Το πεδίο της μνήμης είναι κι ένα πεδίο μάχης, και σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ταυτότητα. Είναι η διαλεκτική σχέση του παρόντος με το παρελθόν, αλλά και της θεσμικής μνήμης με τη συλλογική ή την κοινωνική μνήμη. Το τι αποσιωπάται ή τι υπερεκπροσωπείται στις πολιτικές μνήμης καθορίζει την ιστορία που γράφεται και τα καθοδηγητικά μας αφηγήματα. Στη μικροκλίμακα του έργου μας, σκεφτόμαστε ότι η μνήμη της καθεμιάς μας είναι αυτό που μας στοιχειώνει, οι φωνές που προηγήθηκαν στην προσωπική ή συλλογική μας ιστορία και μιλούν μέσα στο κεφάλι μας. Η σωματική μας μνήμη που κουβαλά μοτίβα και αναπαραστάσεις, τα οποία μας κινούν.

-Ο φόβος που συνοδεύει τον δαιμονισμό και ευρύτερα το μεταφυσικό, το άγνωστο και όσα αδυνατούμε να ελέγξουμε, προκαλεί ενδιαφέρον σε πολλούς ανθρώπους. Γιατί θα λέγατε ότι συμβαίνει αυτό;

Στην παράστασή μας, δεν θα έλεγα ότι ασχολούμαστε με το μεταφυσικό έτσι όπως το ορίζει τουλάχιστον η θρησκεία, και για αυτό φοβάμαι ότι θα απογοητεύσουμε ίσως όσες/όσους θεατές θα περίμεναν κάτι τέτοιο, λόγω τίτλου. Ζητάμε προκαταβολικά συγγνώμη. Αν συμφωνούσαμε εδώ ότι η μεταφυσική μπορεί να έχει κάνει και με τον έρωτα ή και την πολιτική, θα μετατόπιζα το ερώτημα στο ζήτημα της πίστης, ή του οράματος ή του ότι ζεις για κάτι περισσότερο από εσένα την ίδια. Προσωπικά έχω την αίσθηση ότι η επικράτηση ενός άκρατου ατομικισμού στο πλαίσιο της νεοφιελελεύθερης επέλασης σε συνδυασμό και με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και αυτό που εύσχημα γράφτηκε ως το «τέλος των μεγάλων αφηγημάτων» άφησε τους ανθρώπους πιο μόνους από ποτέ. Έκτοτε, πολλά έχουν συμβεί, αλλά στις δικές μας κοινωνίες επικράτησε πολύ επιθετικά η ιδέα του ατόμου, που αν παλέψει σκληρά θα τα καταφέρει, της κουλτούρας των social media και μιας ψευδεπίγραφης ελευθερίας ότι όλα είναι πιθανά, ότι μπορείς να σε φανταστείς, αλλά και να σε ανασυστήσεις όπως εσύ θες στο μαγικό αυτοδιαθεσιακό κόσμο του metaverse την ίδια στιγμή που οι συνθήκες διαβίωσης στην πραγματική ζωή γίνονται όλο και χειρότερες. Η κοινωνία πολιτών έγινε κοινωνία φτωχών καταναλωτών. Όπως γράφει κι ένας αγαπημένος στην χορευτική κοινότητα ανθρωπολόγος, ο Ingold, «την ίδια στιγμή που όλος ο κόσμος βρίσκεται στις άκρες των δαχτύλων μας, φαίνεται και να μας φεύγει από τα χέρια». Σκέφτομαι λοιπόν ότι ίσως σε αυτό το τοπίο έχουμε ανάγκη ενός «μεταφυσικού» αφηγήματος, μια προοπτικής για κάτι καλύτερο που ακόμα δεν είναι εδώ, αλλά μπορεί και να έρθει. Kι ελπίζω η μεταφυσική στην οποία θα επιλέξουμε να στραφούμε να είναι «μεταφυσική» των συλλογικών αγώνων για μια δίκαιη και αξιοπρεπή ζωή για όλες και όλους, για αναδιανομή των πόρων και μετωπική επίθεση με τα πολλαπλά προσωπεία του νεοφασισμού.

Διαβάστε επίσης:

Onassis Dance Days: Το φεστιβάλ χορού της Στέγης παρουσιάζει το ανανεωμένο πρόγραμμά της 10ης διοργάνωσης!