Στις τέσσερις ιστορίες του Καρακίτσου ξαναζούν μύθοι της αρχαίας ελληνικής και χριστιανικής παράδοσης αποδοσμένοι με έναν πολύ γλαφυρό και παραμυθένιο τρόπο.

Με μοναδική μανιέρα ξαναδιαβάζει επεισόδια των μύθων μας και μας κάνει να ξανανιώσουμε παιδιά. Παράλληλα καταφέρνει να μας μεταφέρει διδάγματα που προκύπτουν από τους μύθους και να μας προκαλέσει τον συλλογισμό και τον προβληματισμό. Ο αναγνώστης αναμφίβολα με την αφήγηση του συγγραφέα ξαναφλερτάρει με προσωπικότητες όπως ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Πολύφημος αλλά και ο αββάς Πναφούτιος, φυσιογνωμίες που άφησαν εποχή με την διδασκαλία τους, την αφοσίωσή τους στον άνθρωπο και τις εγγενείς αδυναμίες του. Αυτή είναι άλλωστε και η αποστολή του Καρακίτσου εδώ, να μας μεταφράσει με τον δικό του τρόπο και να μας ερμηνεύσει κάποιες πτυχές της ζωής αυτών των δασκάλων έτσι όπως ο ίδιος αντιλαμβάνεται χωρίς να προσπαθεί να μιμηθεί ή να κλέψει. Δεν είναι εύκολο εξάλλου να αναβιώσεις τους μύθους έστω και υπό μορφή μικρών ιστοριών γιατί θέλει γνώση και τόλμη. Ο Καρακίτσος, ξαναπαίζει με το παρελθόν και την ιστορία, χτίζει τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών κερδίζοντας από την σοφία τους και με λόγο πολύ ευφυή και συναρπαστικό αφού τον ποτίζει με μία παιδική φρεσκάδα τον συνδυάζει με την ωριμότητα του συγγραφέα που βαδίζει σε ασφαλή λημέρια και δεν φοβάται να συναγωνιστεί με τα αναγνώσματά του.

Είναι σαφές πως και σε όλες τις ιστορίες κυριαρχεί το αέναο ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο, μία εμπειρία για τον αναγνώστη που ξαναπιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε σε μικρότερη ίσως ηλικία μέσα από παιδικές αναγνώσεις και εμπειρίες. Ο Όμηρος με τον Ησίοδο που παρουσιάζονται σε μία από τις ιστορίες μοιάζουν τόσο οικείοι που θαρρεί κάποιος πως τους έχει μπροστά του να απαγγέλουν την ποίησή τους και να μαγεύουν με τον αληθινό  και επίκαιρο λόγο τους το κοινό που τους ακούει. Σαν να μην πέρασε μία μέρα από τότε που έγραψαν τα διαχρονικά γραπτά τους επανέρχονται να συμμετέχουν σε έναν διαγωνισμό ποίησης και με ευγενή άμιλλα δίνουν το δικό τους αγώνα για να πείσουν το κοινό να τους κρίνει με ισχυρό όπλο την ανταλλαγή ευφυολογημάτων σχετικά με την ζωή, την φιλία, τον θάνατο, την καθημερινή ενασχόληση με τα κοινά, τους θεούς. Γιατί όπως αναφέρεται στο κείμενο από τον Όμηρο: «Ένα όμορφο ποίημα δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να διαβάζει τον κόσμο όπως θέλουν οι θεοί». Δεν έχει σημασία τελικά σε ποιον θα αποδοθεί ο τίτλος του νικητή και ποιος θα δαφνοστεφανωθεί, αυτό που μετράει είναι πως η ποίηση των δύο ανδρών θα γίνει νέκταρ και γλυκιά ιαχή για τους πολίτες που συγκεντρώθηκαν μαζικά στο βασίλειο του Γανύκτωρα για να τους θαυμάσουν και να αντλήσουν λίγο από την ιδιοφυία τους. Μεγάλη είναι η δύναμη του λόγου που σαν βρεθεί εις διπλούν να προσφέρεται, τότε λυγίζει κάθε νους από τον άνεμο σοφίας που σαλεύει και όλα τα παρασέρνει.

Σε άλλη ιστορία θα βρούμε τον Πολύφημο να εκλιπαρεί για την αγάπη της Γαλάτειας, μίας όμορφης κοπέλας που τον έχει σαγηνεύσει με την νεραιδένια της μορφή. Εκείνος για να την κερδίσει θα την συντροφεύει με λόγια τρυφερά, θα την ντύσει με της ψυχής του το τραγούδι που σκοπό έχει μόνο για εκείνη. Μόνος στο βουνό να ζητάει από εκείνη να τον ακούσει και εκείνη να τον απογοητεύει αφού δεν δίνει συνέχεια στον μελιστάλαχτο και ζαχαρένιο δάκρυ του, τον αστείρευτο ερωτικό του λόγο που είναι όλο αγάπη. «Φεγγαροπατούσα μου» θα την αναφωνήσει και «αυγερινέ μου» και εκείνη θα τον διώξει και θα τον περιφρονήσει σαν να είχε αυτιά μόνο για όλους τους άλλους ήχους της φύσης και σαν εκείνος να ήταν αόρατος ανάμεσα στα πλάσματα που υπάρχουν γύρω της. Παρ’όλα αυτά θα συνεχίσει να την παρακαλεί, να την κοντοζυγώνει και να την περιμένει να έρθει στην ουράνια αγκαλιά του μένοντας με την πίκρα της προσμονής για τον ανεκπλήρωτο έρωτα που ποτέ δεν του χαρίστηκε. Ακόμα και σε αυτήν την πολύ σύντομη ιστορία ο Καρακίτσος ξεδιπλώνει έναν σπαρταριστό λόγο για την ματαιοδοξία του κόσμου τούτου και με ήρωα τον μυθικό Πολύφημο μας ξαναμαθαίνει και μας περιγράφει την πάλη για ερωτική έλξη, την αληθινή και ανιδιοτελή αγάπη, την ερωτική απογοήτευση και τα επώδυνα συναισθήματα που αυτή μπορεί να καταφέρει σε μία ευαίσθητη καρδιά. Γιατί η ομορφιά είναι μία έμφυτη λάμψη που λάμπει βαθιά στο φως της ψυχής και το εξωτερικό περίβλημα είναι μόνο αυτό που φαίνεται.

Το βιβλίο εμπεριέχει άλλες δύο μικρές ιστορίες την «Νεκυία βατράχων και ποντικών» και το «Βένουσμπεργκ». Αλληγορικές και παραβολικές και οι δύο ιστορίες. Η μία επικεντρώνεται στην ζήλια, τον φθόνο και τον αλληλοσπαραγμό, τον τόσο καταστροφικό μέσα από την σύγκρουση ποντικών και βατράχων, δηλαδή δύο ομάδων, δύο στρατοπέδων που όμως εκούσια και με σατανικό σχέδιο προσβλέπουν ο ένας την εξόντωση του άλλου. Οι κοινωνίες του τότε όπως και του σήμερα από αυτό το μικρόβιο της επικράτησης και της κυριαρχίας της μίας εις βάρος της άλλης κινδυνεύουν και όταν επιβουλεύεσαι το κακό του υποτιθέμενου εχθρού σου που στην πραγματικότητα είναι σύμμαχός σου αφού εσύ όπως και εκείνος μάχεσαι για την επιβίωση στην ίδια πλάση τότε η όλη αντιπαλότητα είναι ένα ανούσιο και επιβλαβές ατόπημα. Στην άλλη ιστορία, ο αββάς Παφνούτιος περιδιαβαίνει τόπους διάφορους, ταξιδεύει και γνωρίζει τον όσιο Ονούφριο, προσεύχεται και συνομιλεί με ανθρώπους ταλαιπωρημένους και κατανοεί πως ο κόσμος θα συνεχίζει να μάχεται ενάντια στα πάθη του και τα ελαττώματά του γιατί πάνω από όλα κατοικείται από ανθρώπους εύθραυστους και ευάλωτους στο ψέμα, την υπερβολή, την απιστία, την εκμετάλλευση. Άλλη μία ιστορία οδηγός για όλα αυτά που απασχολούν ιδωμένα όμως από την πλευρά ενός ιδιότυπου παραμυθιού με φιλοσοφική διάσταση.

«Οι άνθρωποι σέρνονται όπως οι οχιές στο καμμένο χωράφι. Δε χρειάζονται οδηγό, αλλά κάποιον να τους δείξει το είδωλό τους από ψηλά»

«Όταν κοιμούνται οι θνητοί, ένα χέρι πάνω τους σπάει πέτρες από το δέρμα του ουρανού. Έπειτα τις τρίβει στα δάχτυλά του και αυτή η σκόνη ονομάζεται όνειρο»

Το βιβλίο του Δημήτρη Καρακίτσου, Βένουσμπεργκ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.