«Ζούμε κάπου: σε μια χώρα, σε μια πόλη αυτής της χώρας, σε μια γειτονιά αυτής της πόλης, σ’ ένα δρόμο αυτής της γειτονιάς, σε μια πολυκατοικία αυτού του δρόμου, σ’ ένα διαμέρισμα αυτής της πολυκατοικίας.

Θα’ πρεπε από πιο νωρίς να ‘χουμε αποκτήσει τη συνήθεια ν’ αλλάζουμε τόπο – ελεύθερα και χωρίς να μας κοστίζει. Δεν το κάναμε, όμως: μείναμε εκεί όπου ήμαστε και τα πράγματα έμειναν εκεί όπως ήταν. Δεν αναρωτηθήκαμε γιατί ήταν εκεί και όχι αλλού, γιατί ήταν έτσι και όχι αλλιώς. Μετά, φυσικά, ήταν αργά: είχαμε συνηθίσει. Αρχίσαμε σιγά-σιγά να πιστεύουμε ότι ήμαστε μια χαρά εκεί όπου ήμαστε. Στο κάτω-κάτω ούτε απέναντι ήταν καλύτερα.» / Georges Perec

Μια εξωτερική συνθήκη, μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ένας επιδημιολογικός κίνδυνος, οδηγεί με συνεχώς αυξανόμενη τάση, ολόκληρο τον πληθυσμό του πλανήτη σε καταναγκαστικό εγκλεισμό.

Για εκείνους που μπορούν να αποκαλούν ένα συγκεκριμένο χώρο “σπίτι” τους -είτε αυτό είναι μια τεράστια έπαυλη αναρίθμητων δωματίων είτε ένα χαρτόκουτο επί της οδού Πατησίων-, η σχέση με αυτόν τον τόπο τον οποίο ενοικούν, έγινε για κάμποσο καιρό, σχέση αποκλειστικότητας και επανάληψης.

Μέρες που μετατρέπονται σε εβδομάδες, έπειτα σε μήνες· χρόνος ρευστός μα ένας τόπος ακίνητος, χωρίς ρωγμές ή έξωθεν επιρροές ώστε να αλλάξουν τη δυναμική του, το πλήθος των σωμάτων που εισχωρούν ή αποχωρούν από αυτόν. Ένας χώρος δίχως αποχωρισμούς, εισόδους και εξόδους παρά μονάχα για την αγορά των απολύτως απαραίτητων για την ανθρώπινη επιβίωση.

Λίγο καιρό αργότερα κι ενώ οι πόρτες κατάφεραν για ανοίξουν τελικά κι οι κάτοικοι να περάσουν το κατώφλι τους, συνεχίζοντας έτσι τη μέχρι πρότινος ζωή τους, κάπου, σε κάποια κοντινή γειτονιά, άνθρωποι σφάζουν μια γειτόνισσα ενώ πιο δίπλα, δύο βόμβες σκάνε στα κεφάλια των ενοίκων μιας πολυκατοικίας διαμελίζοντας τα σωθικά και τα όνειρά τους.

Έπειτα κι άλλος εγκλεισμός για χάρη του ίδιου του εγκλεισμού· λιγότερη μετατόπιση για χάρη της ασφάλειας μπροστά στην αιώνια ακινησία.

Άραγε, μπορεί ένας τέτοιος χώρος από τον οποίο αποχωρούμε καθημερινά και στον οποίο βουτάμε πάλι με μεγαλύτερη φόρα, να είναι υποφερτός, βιώσιμος;

Κοιτώντας το σκονισμένο καφέ παντζούρι, αυτό που αμέτρητες φορές κατέβασες λίγο πριν κοιμηθείς για να προστατεύσεις εσένα και τα υπάρχοντά σου από κάποια ενδεχόμενη εισβολή, παρατηρείς για πρώτη φορά ένα σημάδι που μοιάζει να έχουν αφήσει πίσω τους δύο μεγάλα, μακριά δάχτυλα, κατά πάσα πιθανότητα ενός δεξιού χεριού και σίγουρα δεν μοιάζουν για δικά σου.

Αφού πρώτα επιστρέψεις στο αγαπημένο λημέρι του φόβου, πιστεύοντας πως κάποιος θέλησε να διαρρήξει το χώρο σου -περίεργο που ένα σπίτι το οποίο μισθώνεις θαρρείς πώς μπορεί να σου ανήκει-, θυμάσαι πως λίγες μέρες πριν, η μεθυσμένη φίλη σου γραπώθηκε άτσαλα από το παντζούρι πριν καταλήξει ημιλιπόθυμη στον στενό, πράσινο καναπέ του διαμερίσματός σου.

Το σημάδι αυτό, πυροδοτεί ακαριαία -σχεδόν ερήμην σου- μια ολόκληρη ανάμνηση· η μυρωδιά του τρίτου σου ποτού σε εκείνο το πάρτυ στο διώροφο γκρι κτήριο επί της οδού Κολοκοτρώνη, τα λασπωμένα βαριά μποτάκια που με τα οποία πάτησες το άσπρο χαλί την ώρα που επέστρεψες, το σημείωμα με το τηλέφωνο που βρήκες το επόμενο πρωί στη δεξιά τσέπη του παλτού σου μα δίχως να θυμάσαι τον αποστολέα.

Ένα σημάδι στο παντζούρι, αυτό το ίδιο παντζούρι που καθημερινά προσπερνάς κι ανεβοκατεβάζεις μηχανικά μα ποτέ ως τώρα δεν το αντίκρισαν όπως σήμερα, μετασχημάτισαν ολόκληρο το σπίτι σου σε μια νυχτερινή έξοδο στο κέντρο της Αθήνας, ενώ είναι Τετάρτη κι εσύ ετοιμάζεσαι να πιεις το καθιερωμένο σου τσάι και να ξαπλώσεις.

Σαν να βουτάς ξαφνικά σε μια εικόνα που μοιάζει έχεις φυλαγμένη από καιρό : το πρώτο φως της μέρας, κάνει την οδό του σπιτιού σου να μοιάζει με κάποια συνοικία στο Παρίσι, στη Βαρκελώνη ή ακόμα και σε έναν τόπο που δεν ταξίδεψες ποτέ.

Διαβάστε επίσης:

Χορείες Χώρων, σε σκηνοθεσία Αλεξάνδρας Καζάζου στο Θέατρο Ροές