Περίληψη

Ένας έμπορος ναρκωτικών και ένας πελάτης. Ίσως και όχι. Δυο μορφές που μεταφέρουν την κουλτούρα του δρόμου, σαν άλλοι Βλαντιμίρ και Εστραγκόν. Ή ίσως και όχι. Ο Πελάτης θέλει κάτι. Ο Έμπορος έχει κάτι να του δώσει. Μπορεί όμως και όχι. Σε έναν κόσμο χωρίς αγάπη, αυτές οι δύο μορφές δεν θα συναντηθούν ποτέ και πουθενά. Η μοναξιά τους είναι απόλυτη και αντικατοπτρίζεται στους παράλληλους μονολόγους τους. 

Δύο μορφές συναντώνται ένα βράδυ σε κάποιο κακόφημο και επικίνδυνο σημείο της πόλης. Προσπαθώντας να αποφύγουν την αστυνομία, φεύγουν προτού προλάβουν να ξεστομίσουν το λόγο για τον οποίο βρίσκονται εκεί. Εν τέλει όμως, δεν έχει κάποια σημασία ο λόγος για τον οποίο βρέθηκαν εκεί. Το μόνο που μετράει είναι ότι βρέθηκαν εκεί, κυνηγημένοι από τη μοναξιά τους. 

Το έργο 

Ο Μπερνάρ-Μαρί Κολτές ανήκει μεταξύ των πιο σημαντικών Γάλλων συγγραφέων του δευτέρου μισού του 20ού αιώνα. Τα κείμενά του ομοιάζουν με ποίηση, καθώς οι λέξεις βυθίζονται στα πιο μύχια σημεία της ανθρώπινης ψυχής προκειμένου να αναδυθούν φέρνοντας μαζί τους πληθώρα σκέψεων και ερεθισμάτων. Ταυτόχρονα, αποκαλύπτουν μια διαρκή μάχη, η οποία μαίνεται μεταξύ της λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας, μεταξύ του σώματος και του λόγου, μεταξύ της συζήτησης και της ζωής. Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο ότι οι ήρωες του Κολτές θυμίζουν, κατά τον Πατρίς Παβίς, «ρήτορες σε μια σχεδόν θεολογικού περιεχομένου λεκτική διαμάχη, ή θεωρητικούς της επικοινωνίας». 

Το Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι, γραμμένο το 1987, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά, την ίδια χρονιά, σε σκηνοθεσία Πατρίς Σερώ. Πρόκειται για το κείμενο, το οποίο περικλείει συνολικά την αισθητική του Κολτές. Ο συγγραφέας μεταμορφώνει τα λόγια σε αναντίστοιχες πράξεις, αποδεικνύοντας πως ό,τι λέγεται δεν συνοδεύεται και από ανάλογη πράξη. Σταδιακά λοιπόν, ο συγγραφέας οδηγείται σε μια κλιμακούμενη διαρκώς βία, η οποία οδεύει προς τον αναπόφευκτο θάνατο, χωρίς όμως να αποτυπώνεται υποχρεωτικά από τη λεκτική επικοινωνία. 

Η παράσταση

Ο Timofey Kulyabin δημιούργησε επί σκηνής ένα παράλληλο σύμπαν τόσο δραματουργικά, όσο και παραστασιακά. Η δράση λάμβανε χώρα όχι μόνον στη σκηνή, αλλά και μέσα από βιντεοπροβολές. Αυτή η διττά παραστασιακή δράση επέτεινε την έννοια της ασύμπτωτης ύπαρξης των δύο μορφών. Η σκηνική τους συνάντηση ωστόσο συνοδεύτηκε από έντονη σωματική βία, η οποία σηματοδότησε την κατάλυση των ορίων τόσο της έλλογης, όσο και της σωματικής επικοινωνίας. Η ταυτόχρονη εκφορά του λόγου, σε συνδυασμό με την σκηνική απόσταση που αποτυπωνόταν κυρίως μέσω των βιντεοπροβολών δημιουργούσε έντονα την αίσθηση της μοναξιάς και των δύο αυτών ανθρώπων –ή μήπως του ενός;

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: MĀRIS MORKĀNS

Οι Ηθοποιοί

Ο John Malkovich πέτυχε μέσα από την δωρικότητα της υποκριτικής του να αποδώσει όλο τον πλούτο του ρόλου που κλήθηκε να ερμηνεύσει. Ηθοποιός με μεγάλη πείρα, τόσο θεατρική, όσο και κινηματογραφική, αποτύπωσε εξαίσια τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ήρωά του στη σκηνή, αλλά και στην οθόνη. Έπαιξε τόσο με τις λεπτότερες εκφράσεις του προσώπου του μέσω της κάμερας, όσο και με ολόκληρο το σώμα του στη σκηνή, αποδίδοντας τις έννοιες του ποιητικού λόγου του Κολτές, αλλά και την έντονη σωματικότητα που περιλαμβάνουν τα έργα του Γάλλου συγγραφέα. 

Δίπλα του στάθηκε επάξια η Ingeborga Dapkunaite αποτελώντας το αντίπαλον δέος του συμπρωταγωνιστή της. Η ανδρόγυνη φιγούρα της, που άλλοτε θύμιζε παιδί και άλλοτε το alter ego του J. Malkovich λειτούργησε αντιθετικά, αλλά και συμπληρωματικά ως προς τον συμπρωταγωνιστή της. 

Υπόλοιποι συντελεστές

Ο Κολτές έλεγε ότι «σκέφτομαι τη σκηνή σαν έναν παροδικό τόπο από τον οποίο οι χαρακτήρες σκέφτονται διαρκώς να φύγουν». Αυτή τη διάθεση φυγής από μια ασφυκτική και πνιγηρή πραγματικότητα αποτύπωσε με καταπληκτικό τρόπο το σκηνικό του Oleg Golovko. Οι κλειστές, αρχικά, πόρτες που υπήρχαν στη σκηνή δημιουργούσαν την αίσθηση του αδιεξόδου αποτυπώνοντας τη μοναξιά των ηρώων. Αλλά ακόμα και αυτές που άνοιξαν για να κλείσουν εκ νέου απότομα και με εκκωφαντικό θόρυβο, απλώς επέτειναν την αίσθηση της μοναξιάς και απομόνωσης. Συμπληρωματικά αλλά και ενισχυτικά των σκηνικών, καθώς και της συνολικής δραματουργίας (Roman Dolzhankiy) λειτούργησαν επίσης οι βιντεοπροβολές (Alexander Lobanov) δημιουργώντας μια δεύτερη πραγματικότητα. Εξαιρετικής σημασίας τέλος οι φωτισμοί (Oskars Paulins) και τα παιχνίδια με αυτόν. 

Αντί επιλόγου

Στα πολύ δυνατά χαρτιά της παράστασης ανήκουν το κείμενο του Μπ.-Μ. Κολτές, καθώς και η παρουσία του J. Malkovich επί σκηνής. Ο πρωταγωνιστής του Charlie Kauffman στο τόσο αιρετικό Being John Malovich (Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς, 1999) επιβεβαίωσε στο κοινό του ότι είναι ένας ηθοποιός ο οποίος είναι ικανός να μεταλλάσσεται και να παίξει ό,τι θελήσει. Η καθηλωτική του ερμηνεία λειτούργησε σχεδόν υπνωτιστικά, παίρνοντας μαζί του το κοινό σε αυτή την κατά βύθιση στο εσώτερο εγώ του ήρωά του.

Ο λυρισμός και η σκληρότητα από την άλλη του Κολτές πέτυχαν επίσης να κερδίσουν το κοινό, καταλήγοντας σε ένα απέλπιδο παιχνίδι του ήρωα, κατ’ ουσίαν, με τον εαυτό του. Το παρελθόν μοιάζει να συναντάει το παρόν, ενώ ο διάλογος μετατρέπεται σε έναν απελπιστικά μοναχικό μονόλογο. Η μοναξιά που κατατρύχει τον ήρωα, μετατρέπεται σε βρόγχο που τον σκοτώνει. Το παρόν, βουτηγμένο στο έρεβος, δε μπορεί εν τέλει να ξεφύγει από το παρελθόν, αλλά ούτε και από το μέλλον. 

Photo Credit: MĀRIS MORKĀNS

Διαβάστε επίσης: 

Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι, του Μπερνάν Μαρί Κολτές σε σκηνοθεσία του Τιμοφέι Κουλιάμπιν στη Στέγη