Ο Μάικλ Άπτεντ (“The World Is Not Enough”) σκηνοθετεί την τρίτη ταινία της σειράςΤο Χρονικό της Νάρνια“, για πρώτη φορά σε 3D. Στο ρόλο του πρίγκιπα Κάσπιαν επιστρέφει ο Μπεν Μπαρνς (“Dorian Gray”). Οι ήρωες αυτή τη φορά αναμετρούνται με δράκους, νάνους και μια ομάδα χαμένων πολεμιστών, σε ένα επικό ταξίδι καταιγιστικής δράσης.

Ο Έντμουντ και η Λούσι, μαζί με τον ξάδερφό τους Γιουστέις, τον μεγαλοπρεπή φίλο τους Κάσπιαν και ένα ριψοκίνδυνο ποντίκι με το όνομα Ρίπιτσιπ, βρίσκονται ξαφνικά μέσα σε έναν πίνακα και στο πλοίο Dawn Treader.

Η αποστολή τους – από την οποία εξαρτάται η μοίρα ολόκληρης της Νάρνια – θα τους οδηγήσει σε μυστηριώδη νησιά, σε μοιραίες αναμετρήσεις με μαγικά πλάσματα και απειλητικούς εχθρούς, αλλά και στην επανασύνδεση με τον φίλο και προστάτη τους, το λιοντάρι Άσλαν.

Ο Σκηνοθέτης

Ο Μάικλ Άπτεντ γεννήθηκε στην Αγγλία το 1941. Ξεκίνησε να εργάζεται στην τηλεόραση ως ρεπόρτερ και σκηνοθέτης της εκπομπής “World in Action” το 1963, προτού αναλάβει τη σκηνοθεσία της βρετανικής σαπουνόπερας “Coronation Street”.

Ανάμεσα στις πάρα πολλές τηλεοπτικές δουλειές του είναι οι σειρές “The Lovers” και “Follyfoot” που έχουν αποσπάσει βραβεία BAFTA, καθώς και οι “Another Sunday and Sweet FA” και “Kisses at Fifty”, για τις οποίες έχει κερδίσει βραβεία Σκηνοθεσίας.

Η πρώτη του σκηνοθετική δουλειά στον κινηματογράφο ήταν το φιλμ “Καταζητούμενος Λιποτάκτης” το 1972 και ακολούθησαν οι “Βρώμικοι Άγγελοι του Σόχο”, “Η Μεγάλη Νύχτα των Εκβιαστών” με τον Στέισι Κιτς και “12 Μέρες Μυστηρίου” με τους Ντάστιν Χόφμαν και Βανέσα Ρεντγκρέιβ. Έχει σκηνοθετήσει τα φιλμ “Η Κόρη του Ανθρακωρύχου” με Σίσι Σπέισεκ και Τόμι Λι Τζόουνς, “Από το Σικάγο με Αγάπη” με Τζον Μπελούσι, “Έγκλημα στο Γκόρκι Παρκ” με Ουίλιαμ Χαρτ, “Γορίλες στην Ομίχλη” με Σιγκούρνι Γουίβερ, “Δικαστική Πλάνη” με Τζιν Χάκμαν, “Η Καρδιά του Κεραυνού” με Βαλ Κίλμερ, “Το Βλέμμα του Μάρτυρα” με Μαντλίν Στόου, “Nell” με Τζόντι Φόστερ, “Ακραίες Καταστάσεις” με Σάρα Τζέσικα Πάρκερ και Χιου Γκραντ, “Τζέιμς Μποντ: Ο Κόσμος δεν Είναι Αρκετός” με Πιρς Μπρόσναν, “Κωδικός: Enigma” με Κέιτ Γουίνσλετ, “Αρκετά!” με Τζένιφερ Λόπεζ, “Amazing Grace”. Ο Άπτεντ σκηνοθέτησε επίσης αρκετά επεισόδια της υποψήφιας για Χρυσή Σφαίρα και βραβευμένης με Έμι τηλεοπτικής σειράς του HBO “Rome”.

Οι Ηθοποιοί

Ο Μπεν Μπαρνς γεννήθηκε το 1981 στο Λονδίνο και έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 2007 με την ταινία “Stardust”, όπου συμπρωταγωνιστούσε με τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Μισέλ Πφάιφερ και Κλερ Ντέινς.

Στη συνέχεια συμμετείχε στην ανεξάρτητη παραγωγή “Bigga Than Ben”, ενώ κέρδισε ακόμα μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα ως πρωταγωνιστής του sequel “The Chronicles of Narnia: Prince Caspian”. Το 2008 τον είδαμε στην ταινία “Easy Virtue”, δίπλα στους Τζέσικα Μπιλ, Κριστίν Σκοτ Τόμας και Κόλιν Φερθ και πιο πρόσφατα στο “Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι” του Όλιβερ Πάρκερ. Την επόμενη χρονιά θα πρωταγωνιστήσει στην κωμωδία “Killing Bono”.

Ο Σκάνταρ Κέινς γεννήθηκε το 1991 στο Λονδίνο και ξεκίνησε την καριέρα του στην υποκριτική σε ηλικία 9 ετών, στην παραγωγή “Μάκβεθ” για λογαριασμό του βρετανικού Channel 4. Ακολούθησε ένας τηλεοπτικός ρόλος στο docudrama “The Victorians” που προβλήθηκε στο BBC-2.

Το 2003 υποδύθηκε τον Enzo Ferrari στην ομώνυμη τηλεταινία. Φέτος επιστρέφει στον ρόλο του Έντμουντ, μετά τις 2 πρώτες ταινίες “Το Χρονικό της Νάρνια: Το Λιοντάρι, η Μάγισσα και η Ντουλάπα” και “Το Χρονικό της Νάρνια: Ο Πρίγκηπας Κάσπιαν”.

Η Τζόρτζι Χένλεϊ γεννήθηκε το 1995 στην Αγγλία. Υποδύεται την Λούσι στη σειρά ταινιών “Το Χρονικό της Νάρνια”. Ήταν μέλος της τοπικής ομάδας υποκριτικής “Upstagers”, όπου και την ανακάλυψε η casting director Πίπα Χολ και την επέλεξε για τον ρόλο της Λούσι, ανάμεσα σε 2.000 άλλα κορίτσια. Έχει επίσης υποδυθεί την Τζέιν Έιρ σε νεαρή ηλικία στην ομώνυμη τελευταία παραγωγή του BBC.

Ο Γουίλ Πούλτερ γεννήθηκε το 1993 στην Αγγλία. Έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στην ταινία “Son of Rambow” το 2007, που απέσπασε διάφορα βραβεία. Έχει εμφανιστεί στην τηλεόραση, στις σειρές “Comedy: Shuffle”, “Comedy Lab”, “Lead Balloon”, “School of Comedy”.

Η Σκοτσέζα ηθοποιός Τίλντα Σουίντον έγινε γνωστή από τις συμμετοχές της στις ταινίες του Άγγλου σκηνοθέτη Ντέρεκ Τζάρμαν, όπως το “Edward II” (1992) στο ρόλο της ψυχρής και καταπιεσμένης βασίλισσας Ισαβέλλας, για τον οποίο κέρδισε βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο φεστιβάλ της Βενετίας.

Καθιερώθηκε με την ταινία “Oρλάντο” της Σάλι Πότερ, την εκπληκτική μεταφορά του βιβλίου της Βιρτζίνια Γουλφ. Επίσης, την έχουμε δει στα “The War Zone” του Τιμ Ροθ, “Αγάπη είναι ο Διάβολος”, το κινηματογραφικό πορτρέτο της ζωής του ζωγράφου Φράνσις Μπέικον από τον Τζον Μέιμπερι,  “H Παραλία” του Ντάνι Μπόιλ, “The Deep End”, “Vanilla Sky” του Κάμερον Κρόου, “Adaptation” του Σπάικ Τζόνζι, “Τσακισμένα Λουλούδια” του Τζιμ Τζάρμους, “Καυτό Απόρρητο” των αδερφών Κοέν, “The Curious Case of Benjamin Button” του Ντέιβιντ Φίντσερ.

Το 2003 συνεργάστηκε με τον Γιούαν ΜακΓκρέγκορ και τον Πίτερ Μάλαν στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Αλεξάντερ Τρόκι από τον Ντέιβιντ Μακένζι, “Ο Νεαρός Αδάμ”. To 2005 συνεργάστηκε δύο φορές με τον Κιάνου Ριβς στις ταινίες “Thumbsucker” του Μάικ Μιλς και “Constantine”. Στην απονομή των Όσκαρ το 2008, απέσπασε, εντελώς αναπάντεχα όπως η ίδια έχει πει, το πρώτο της αγαλματίδιο, Όσκαρ Β’ Γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στο “Μάικλ Κλέιτον”.

Λίγα Λόγια για την Παραγωγή

MOVIE TRIVIA

“Το Χρονικό της Νάρνια: Ο Ταξιδιώτης της Αυγής” είναι βασισμένο στο τρίτο από τα 7 βιβλία της σειράς “Το Χρονικό της Νάρνια” του Κ. Σ. Λιούις. Έχοντας εκδοθεί μεταξύ του 1950 και 1956, τα βιβλία του Λιούις έχουν πουλήσει πάνω από 100 εκατομμύρια αντίτυπα και έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 50 γλώσσες. Η πρώτη ταινία, “Το Χρονικό της Νάρνια: Το Λιοντάρι, η Μάγισσα και η Ντουλάπα”, σημείωσε αρκετά μεγάλη επιτυχία το 2005, όπου προβλήθηκε.

Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν στην Αυστραλία τον Ιούλιο του 2009 και κράτησαν 3 ολόκληρους μήνες.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Τα γεγονότα της ταινίας λαμβάνουν χώρα περίπου 3 “ναρνιακά” χρόνια μετά τα όσα συνέβησαν στο δεύτερο φιλμ, “Το Χρονικό της Νάρνια: Ο Πρίγκηπας Κάσπιαν”. Ενώ τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια της οικογένειας Πέβενσι βρίσκονται μακριά -ο Πίτερ μελετά για εισαγωγικές εξετάσεις σε πανεπιστήμιο και η Σούζαν κάνει διακοπές στην Αμερική- τα μικρότερα, η Λούσι και ο Έντμουντ, επισκέπτονται χωρίς τη θέλησή τους έναν συγγενή τους που μένει κοντά στο Cambridge στην Αγγλία του 1943, που βρίσκεται σε περίοδο πολέμου.

Η μεγαλύτερη πρόκληση εκεί γι’ αυτούς είναι να τα βγάλουν πέρα με τον ενοχλητικό ξάδερφό τους Γιουστέις. Ανακαλύπτουν έναν πίνακα του Ταξιδιώτη της Αυγής, ενός μεγαλειώδους πλοίου του οποίου η όψη είναι εμπνευσμένη από δράκοντες: η πλώρη έχει τη μορφή ενός κεφαλιού δράκου, η πρύμνη είναι η ουρά του, ενώ τα φτερά κοσμούν τα δύο πλευρά του πλοίου.

Ο πίνακας ξαφνικά και ανεξήγητα παίρνει σάρκα και οστά, πλημμυρίζοντας το δωμάτιο και καλύπτοντας με νερό τα παιδιά, προτού τα μεταφέρει στην Ανατολική Θάλασσα της Νάρνια, όπου σώζονται από τον πρίγκηπα Κάσπιαν και το πλήρωμα του πλοίου “Ο Ταξιδιώτης της Αυγής”, ίδιου ακριβώς με αυτό που απεικονίζεται στον πίνακα. Ο Έντμουντ και η Λούσι συγκινούνται που βρίσκονται και πάλι στη χώρα, που κάποτε κυβερνούσαν ως βασιλιάς και βασίλισσα.

Ο συνεχώς παραπονιάρης Γιουστέις, νεοφερμένος σε αυτόν τον κόσμο, είναι ο λιγότερο ενθουσιώδης. Τα τρία παιδιά σύντομα μαθαίνουν την αιτία του ταξιδιού του Κάσπιαν στα ανατολικά: εκπληρώνει έναν όρκο για να βρει τους επτά χαμένους άρχοντες του Τελμάρ, τους καλύτερους φίλους του δολοφονημένου πατέρα του.

Το ταξίδι τους τούς οδηγεί σε 5 νήσους, σε καθεμιά από τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι με ανεξήγητους κινδύνους και περιπέτειες, αλλά και κρυμμένα μυστικά. Ο Κάσπιαν και οι άνδρες του ανακαλύπτουν την ύπαρξη μιας κακιάς πράσινης ομίχλης, που έχει δυνάμεις να απαγάγει όχι μόνο τα κορμιά των ανθρώπων, αλλά και το μυαλό τους.

Ένας σοφός γέρος μάγος, ο Κοριάκιν, εξηγεί στον Κάσπιαν και στα μικρά παιδιά ότι, για να σπάσουν τα θανατηφόρα μάγια, πρέπει να βρουν τους επτά άρχοντες και να πάρουν τα σπαθιά που τους δόθηκαν από τον Άσλαν για να σώσουν τη Νάρνια. Αφού συγκεντρωθούν, τα σπαθιά θα τους δώσουν δύναμη να πολεμήσουν την ομίχλη και την Λευκή Μάγισσα. Χωρίς την ένωση των επτά σπαθιών, αυτοί και η Νάρνια θα καταστραφούν.

Η αποστολή των ταξιδιωτών είναι αποθαρρυντική, καθώς πρέπει να αντιμετωπίσουν “βίαιες” θάλασσες και ένα τεράστιο θαλάσσιο ερπετό, μεταξύ άλλων κινδύνων. Το κουράγιο και οι πεποιθήσεις τους δοκιμάζονται σε ένα ταξίδι της μοίρας, που τους οδηγεί στις άκρες του κόσμου.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗΝ ΟΘΟΝΗ

Ενώ το πρώτο βιβλίο του Κ. Σ. Λιούις ” Το Λιοντάρι, η Μάγισσα και η Ντουλάπα” είναι ίσως το πιο δημοφιλές βιβλίο της σειράς, πολλοί θαυμαστές των κλασσικών ιστοριών του υποστηρίζουν ότι “Ο Ταξιδιώτης της Αυγής” είναι το καλύτερο και από τα 7 μυθιστορήματα.

Στην κινηματογραφική μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, ο σεναριογράφος Στίβεν ΜακΦίλι τονίζει ότι “το πιο προκλητικό κομμάτι του σεναρίου ήταν το να διατηρήσουμε τη μοναδικότητα του κάθε νησιού, στο οποίο διαδραματίζεται η περιπέτεια, χωρίς όμως να αφήσουμε την ταινία να κοπεί σε επεισόδια.”

Ο Μάικλ Άπτεντ δηλώνει: “Η ταινία έχει να κάνει με δύο ταυτόχρονα ταξίδια. Το ένα είναι μια περιπέτεια σε επικίνδυνες θάλασσες και το άλλο ένα ταξίδι των ηρώων στους ίδιους τους εαυτούς τους, καθώς μεγαλώνουν. Ξεπερνώντας τις δυνάμεις του κακού που συναντούν στο ταξίδι, μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν τους πειρασμούς και ανακαλύπτουν τον αληθινό τους εαυτό.

Αυτό μαθαίνουν στη Νάρνια κι έτσι στο τέλος της ιστορίας είναι έτοιμοι να φύγουν και να συνεχίσουν τις ζωές τους. Αυτό το θέμα μας παρουσιάζει ο Λιούις στο βιβλίο του. Μάλιστα στο βιβλίο, η αφήγηση περιστρέφεται γύρω από την αναζήτηση του Κάσπιαν για τους επτά άρχοντες, ενώ στην ταινία η αναζήτηση αφορά στα επτά σπαθιά. Η απειλή της πράσινης ομίχλης, όπως παρουσιάζεται στην ταινία, δεν υπάρχει στο βιβλίο αυτό, αν και εμφανίζεται σε ένα από τα επόμενα βιβλία. Ο φόβος και οι πειρασμοί είναι τα κύρια θέματα που αντιμετωπίζουν οι ήρωες και τα οποία αποτελούν την ουσία των βιβλίων του Λιούις. Το φιλμ μας υπενθυμίζει ότι πρέπει να γνωρίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τον φόβο και τους πειρασμούς. Αυτό είναι κι ένα κομμάτι της ενηλικίωσης.”

ΤΟ ΠΛΟΙΟ- “ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ”

“Το πλοίο “Ο Ταξιδιώτης της Αυγής” είναι ένας από τους χαρακτήρες της ταινίας”, υποστηρίζει ο παραγωγός Μαρκ Τζόνσον. “Είναι ό,τι πιο εντυπωσιακό έχω δει.” Ο έτερος παραγωγός Άντριου Άνταμσον προσθέτει: “Ο Ταξιδιώτης της Αυγής είναι ένα σύμβολο. Σε κάποιον βαθμό, είναι σχεδόν σαν τον Άσλαν. Όταν είδα το πλοίο έτοιμο και συναρμολογημένο και περπάτησα πάνω του, η εμπειρία ήταν όπως το φανταζόμουν ως παιδί, διαβάζοντας το βιβλίο.”

Όπως η ωραία ντουλάπα της πρώτης ταινίας, έτσι και ο Ταξιδιώτης της Αυγής χρησιμοποιήθηκε στον τίτλο της νέας ταινίας. “Κατά την άποψή μου, το πλοίο αυτό είναι η Νάρνια”, ομολογεί ο Μάικλ Άπτεντ. “Ποτέ δεν βλέπουμε τη χώρα της Νάρνια σε αυτή την ταινία, όμως θεωρητικά το ίδιο το πλοίο είναι η Νάρνια, ενσωματώνει όλα τα στοιχεία της.”

Ο σκηνογράφος Μπάρι Ρόμπισον ξεκίνησε να δουλεύει για την ταινία την άνοιξη του 2008. Εμπνεύστηκε από ένα αντίγραφο του πλοίου The Endeavor του κάπταιν Τζέιμς Κουκ, που βρίσκεται στο λιμάνι του Σίδνεϊ στην Αυστραλία. Ενώ ο Ταξιδιώτης της Αυγής έγινε πολύ μεγαλύτερος από το ιστορικό πλοίο του Κουκ (με το οποίο κατάφερε να είναι ο πρώτος Ευρωπαίος που έφτασε στις ανατολικές ακτές της Αυστραλίας το 1770), ο Ρόμπισον και ο καλλιτεχνικός διευθυντής Ίαν Γκρέισι δεν ήταν σίγουροι για το πόσο μεγάλο έπρεπε να σχεδιάσουν το πλοίο της ταινίας. Επομένως έκαναν ένα προσχέδιο και το έδειξαν στον Άπτεντ. “Ο Μάικλ είπε ότι το πλοίο που είχαμε σχεδιάσει ήταν πολύ μικρό και το ήθελε μεγαλύτερο σε διαστάσεις”, θυμάται ο Ρόμπισον.

Ο Ρόμπισον έφερε στην ομάδα παραγωγής ένα γκρουπ σχεδιαστών από το Mexico City και την Baja. “Είχαν απίστευτη γνώση στον σχεδιασμό πλοίων”, υποστηρίζει. “Και σε αυτό το σημείο, ο Ταξιδιώτης της Αυγής άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Η περίοδος “κυοφορίας” του πλοίου κράτησε σχεδόν 18 μήνες.”

Η κατασκευή του πλοίου ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2009 και κράτησε 21 εβδομάδες για να ολοκληρωθεί. “Ο Ταξιδιώτης της Αυγής είναι σημαντικός, γιατί πρωταγωνιστεί στην ταινία”, λέει ο Άπτεντ. “Όταν ο Μπάρι Ρόμπισον το σχεδίαζε, έβλεπε την αγάπη του στις λεπτομέρειες. Η μαστοριά ήταν εντυπωσιακή. Οι ήρωες είναι πάνω στο πλοίο σχεδόν στη μισή ταινία, οπότε έπρεπε να γίνει καλή δουλειά.”
Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή του πλοίου ήταν, σύμφωνα με τον Ρόμπισον, “ατσάλι και ξύλο, έπειτα πολυστυρένιο και γυαλί σε μορφή ινών. Έχει επίσης μπρούτζινα και γύψινα στοιχεία, καθώς και σχοινιά.

Σκηνοθεσία: Μάικλ Άπτεντ
Σενάριο: Κρίστοφερ Μάρκους, Στίβεν ΜακΦίλι, Μάικλ Πετρόνι
Βασισμένο στο βιβλίο του Κ. Σ. Λιούις

Παραγωγή: Άντριου Άνταμσον, Μαρκ Τζόνσον, Φίλιπ Στιούερ

Ηθοποιοί: Μπεν Μπαρνς, Σκάνταρ Κέινς, Τζόρτζι Χένλεϊ, Γουίλ Πούλτερ
Τίλντα Σουίντον

Μοντάζ: Ρικ Σέιν
Φωτογραφία: Ντάντε Σπινότι
Σκηνικά: Μπάρι Ρόμπισον
Μουσική: Ντέιβιντ Άρνολντ