Το έργο 

Οι millennials είναι η γενιά όσων γεννήθηκαν μεταξύ 1981 και 1996, οι οποίοι μεγάλωσαν βιώνοντας από νωρίς τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης που αντιμετώπισε η χώρα στα τέλη της πρώτη δεκαετίας του 21ου αιώνα. Και ενώ οι γονείς τους, δηλαδή η Γενιά Χ που γεννήθηκαν μεταξύ 1960 έως και τα τέλη του 1970, μεγάλωσαν σε μια εποχή, η οποία έμοιαζε φαινομενικά ανέφελη και χαρακτηριζόταν από αφθονία αγαθών, η επόμενη βρέθηκε αντιμέτωπη με πλείστα προβλήματα από τα παιδικά τους ήδη χρόνια. 

Η συγγραφέας και σκηνοθέτης του έργου, Χρύσα Κολοκούρη, γνήσιο τέκνο της γενιάς των millennials, ασχολείται με τα προβλήματα και τους προβληματισμούς, με τις δυσκολίες και τα ανικανοποίητα των νέων αυτών ανθρώπων, οι οποίοι πασχίζουν να αποκτήσουν κάποια από όσα θεωρούνταν δεδομένα για τις προηγούμενες γενιές. 

Τρεις νέοι άνθρωποι (η Χρύσα, η Λουκία και ο Άρης), λίγο πριν τα τριάντα, ονειρεύονται, σχεδιάζουν, πασχίζουν, απογοητεύονται κάθε μέρα σε μια ζωή, η οποία συχνά μοιάζει ασφυκτική και αδιέξοδη. Η Χρύσα, απόφοιτος Νομικής, έχει έρθει στην Αθήνα από την Θεσσαλονίκη, για να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα και να γίνει ηθοποιός. Η Λουκία, πρώην συμφοιτήτρια της Χρύσας στην Νομική Κομοτηνής, εργάζεται πλέον ως δικηγόρος, σε μια δουλειά η οποία όχι μόνον απαιτεί όλο της το χρόνο, αλλά της καταπνίγει τα «θέλω» και τις επιθυμίες της. Ο Άρης τέλος, αδελφός της Λουκίας, είναι μουσικός που ονειρεύεται να τον «ανακαλύψει» κάποιος που θα αναγνωρίσει τη δουλειά του. 

Ο Άρης και η Λουκία ερωτεύονται και αποφασίζουν να ζήσουν μαζί, ενώ παράλληλα, ονειρεύονται να αρχίσουν να πληρώνονται από τη δουλειά την οποία σπούδασαν και αγαπούν. Στο μεσοδιάστημα, η Χρύσα δουλεύει ως σερβιτόρα ενώ αναζητά το μέλλον της από οντισιόν σε οντισιόν και ο Άρης δανείζεται ακόμα από τη μητέρα του. Η Λουκία, από την άλλη, έχει μια καλοπληρωμένη δουλειά, η οποία όμως την απασχολεί 24 ώρες την ημέρα, 7 ημέρες την εβδομάδα. Παράλληλα, η δουλειά της δεν της επιτρέπει καμία προσωπική ζωή, ειδικά εφόσον είναι ομοφυλόφιλη γυναίκα σε ένα επάγγελμα που το «φαίνεσθαι» είναι πολύ πιο σημαντικό από το «είσθε». 

Η παράσταση

Η σκηνοθέτις έφερε τη ζωή τριών σύγχρονων τριαντάρηδων στο χώρο του bar του  «Τεχνοχώρου-Φάμπρικα». Οι τρεις ήρωες συχνάζουν, ζουν, ερωτεύονται, εργάζονται σε ένα bar, εκεί όπου η Χρύσα προσλαμβάνεται ως σερβιτόρα προκειμένου να ανταποκρίνεται στα έξοδά της, ο Άρης παίζει μουσική και η Λουκία περνάει τον, λιγοστό, ελεύθερο χρόνο της. Ο γεμάτος κόσμο και φώτα χώρος, μέσα στον οποίο κυκλοφορούν οι τρεις νέοι επιτείνει την αίσθηση του αδιεξόδου, καθώς αναζητούν ανθρώπους που θα τους βοηθήσουν να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα και/ή θα τους ακούσουν, αλλά…μάταια. 

Παράλληλα, οι θεατές συμπεριλαμβανόμενοι στα όσα διαδραματίζονται,  υιοθετούν το ρόλο όχι μόνον του θεατή στην παράσταση, αλλά και όσων συναντούν οι τρεις ήρωες στην καθημερινότητά τους. Ο σαφής συμβολισμός της σκηνοθέτιδος κρύβει έντονο υπαρξιακό και κοινωνικό προβληματισμό, καθώς όλοι είμαστε εν δυνάμει θεατές της ζωής των συνανθρώπων μας, αμέτοχοι και απρόθυμοι συχνά ωστόσο να διαδραματίσουμε οποιονδήποτε άλλο ρόλο. Μοιάζουν λοιπόν αυτοί οι τρεις νέοι άνθρωποι να βρίσκονται παγιδευμένοι σε μια απρόσωπη πόλη, όπου πολλοί θα ενδιαφερθούν να κρυφακούσουν, αλλά ελάχιστοι (ή ίσως κανείς) να βοηθήσουν. Άλλωστε, η Αθήνα, και μέρη όπως το bar της Φάμπρικας, πρωταγωνιστούν εξίσου με τους τρεις νέους ήρωες.

Οι Ηθοποιοί

Εξαιρετικοί και οι τρεις ηθοποιοί, οι οποίοι αυτοσχεδιάζουν, τραγουδούν, χορεύουν και αστειεύονται με το κοινό, υποδυόμενοι άλλοτε τους ρόλους τους και άλλοτε τον ίδιο τους τον εαυτό. Η Χρύσα Κολοκούρη, η Λουκία Ανάγνου και ο Άρης Κασαπίδης είναι απολαυστικοί και ταλαντούχοι καθώς ισορροπούν ανάμεσα στο κωμικό και το αληθινά τραγικό, στην πρόζα και το τραγούδι, στο ρόλο και τον εαυτό τους. 

Μαζί τους, ο Νίκος Τσώλης (Tsolimon) ο οποίος τους συνοδεύει με τη μουσική του, την ωραία φωνή του και τις τόσο αναπάντεχες αντιδράσεις του. Η μουσική άλλωστε είναι βασικό και δομικό μέρος της παράστασης. Και οι τέσσερις καλλιτέχνες τραγουδούν, ενώ συχνά το τραγούδι γίνεται ο τρόπος προκειμένου να καταρριφθεί η όποια θεατρική ψευδαίσθηση και να υπάρξει άμεση απεύθυνση στο κοινό. 

Εν κατακλείδι

Φεύγοντας από την Φάμπρικα, εύλογα αναρωτιέται το κοινό αν είδε μια παράσταση ή αν κρυφοκοίταζε την αληθινή ζωή τριών νέων ανθρώπων. Η Χρύσα Κολοκούρη έχτισε την αρχιτεκτονική των millennials με κάνναβο τη ζωή τη δική της και των φίλων της. Εφοδιασμένη με πολύ χιούμορ, ενίοτε κυνισμό, πολλή αλήθεια και κάποια αισιοδοξία η συγγραφέας και σκηνοθέτις έπλασε μια παράσταση σύγχρονη και απείρως γοητευτική. Βαδίζοντας στα χνάρια του θεάτρου-ντοκουμέντο, το οποίο, σύμφωνα με την Caroline Wake, μεταξύ άλλων, «αναμειγνύει το αυτοβιογραφικό με την ιστορία». Η Χρύσα Κολοκούρη μέσα από προσωπικές μαρτυρίες και βιώματα, ανακατεμένα με στοιχεία ιστορικά, αλλά και επικαιρότητας δημιούργησε την ακτινογραφία της γενιάς, η οποία βρίσκεται (ή θα έπρεπε να βρίσκεται) στην πλέον δημιουργική και παραγωγική της φάσης. Αντί αυτού όμως, οι millennials αναβάλλουν τις επιθυμίες, τα όνειρα και τις φιλοδοξίες τους για ένα μέλλον, το οποίο μοιάζει να έχει ήδη γίνει παρελθόν. 

Photo Credit: @ Sofia Manoli

Διαβάστε επίσης:

Δε μιλένιαλς, από την Χρύσα Κολοκούρη στον Τεχνοχώρο Φάμπρικα