Λόγω μεγάλης προσέλευσης, η παράσταση «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» σε σκηνοθεσία Δήμου Αβδελιώδη που ενθουσίασε κοινό και κριτικούς, επανέρχεται στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

Το αριστούργημα του Γεωργίου Βιζυηνού “Το μόνον της ζωής του ταξείδιον” αφορά στο αυτοβιογραφικό «Ταξείδιον» που έκανε ο ίδιος ο συγγραφέας, ορφανός από πατέρα, το 1859, στην ηλικία των δέκα χρόνων, πηγαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη παραγιός σ’ ένα σκληρό και τυραννικό ράφτη. Ο εγκλεισμός του στο ραφτάδικο, οι φόβοι και οι προσδοκίες του, η φαντασία του μικρού παιδιού, όταν μαθαίνει την ύστατη επιθυμία του παππού του, να ταξιδέψει μέσα στη νύχτα, πάνω σ’ ένα άλογο, για να του κλείσει τα μάτια, για “το μόνον της ζωής του ταξείδιον”, ενορχηστρώνονται με ποίηση, ρεαλισμό και στοχασμό, σε ένα από τα σημαντικότερα διηγήματα που γράφτηκαν ποτέ στην παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας.

Tο διήγημα δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό Εστία τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1884.

Ο Δήμος Αβδελιώδης σημειώνει για την Τέχνη του  Γ. Βιζυηνού

Μόνο αν υποθέσει κανείς την απουσία του Βιζυηνού ως διηγηματογράφου από τα ελληνικά γράμματα, θα μπορούσε ίσως να κατανοήσει πληρέστερα την ιδιαίτερη σημασία της ύπαρξής του. Θα έμοιαζε πιθανόν σαν να έλειπε ο Καβάφης από την ποίηση ή πιο σημερινά, ο Χατζιδάκις από τη μουσική. Ποιό άραγε θα ήταν το έλλειμμα από Αυτές τις παρουσίες και τί είναι αυτό που τους συνδέει;

Aς παρακάμψουμε ως συμπτωματικό στοιχείο τον τόπο γέννησης και των τριών, τη Θράκη, κι ας μείνουμε στα κοινά στοιχεία της Τέχνης, που όντας γνωστικό αντικείμενο μπορούμε να την αξιολογήσουμε μέσα από τους κανόνες και τις μεθόδους που διέπουν κάθε έντεχνη κατασκευή. Ο ίδιος ο Βιζυηνός, στην έναρξη του εν λόγω διηγήματος, παραθέτει το γοητευτικό παραμύθι του ραφτόπουλου με τη Νεράιδα/Μητέρα τέχνη που τον εμπνέει και τον καθοδηγεί να ολοκληρώσει σε μια νύχτα το υπεράνθρωπο έργο που του ανέθεσε ο βασιλιάς ώστε να γίνει αντάξιος του έρωτα της βασιλοπούλας και να γλιτώσει το θάνατο. Δημιουργεί έτσι, μια θαυμάσια παραβολή της λειτουργίας και του σκοπού της τέχνης, που τίθεται από το νόμο του «Άλλου» με όρους δραματουργικής και αισθητικής αρτιότητας τέτοιας, που να μη φαίνεται το έντεχνο της κατασκευής, στα σημεία κυρίως των συνδέσεων (χωρίς ραφή και ράμμα) και βέβαια η κατασκευή αυτή να ταιριάζει γάντι, γι αυτό ή γι αυτόν που είναι φτιαγμένη (να ταιριάζει σε μια βασιλοπούλα).

Αλλά δεν αρκούν μόνο τούτα! Πρέπει το έργο της Τέχνης να είναι έτοιμο στην ώρα του, να είναι δηλαδή καίριο, αλλιώς χάνει τη δύναμή του και γίνεται παρωχημένο ή γραφικό. Όλη αυτή τη διαδικασία από τη σύλληψη ως την εκτέλεση του έργου την υποκινεί και την διατρέχει ένας πόθος, μια ιδέα. Η ιδέα μιας ερωτευμένης μαζί του βασιλοπούλας που έχει ακούσει μόνο τη φωνή του, μα που δεν έχει ιδεί ακόμα ο ένας τον άλλον. Είναι λοιπόν, η ιδέα του Έρωτα που ρυθμίζει το πάθος της δημιουργίας, μιας ιδέας τέτοιας που προσιδιάζει στην Πλατωνική αντίληψη γι Αυτόν, ως έλξης και υπέρβασης προς την Αλήθεια. Η Αλήθεια πάλι δεν είναι κάτι αόριστο ή μεταφυσικό αλλά έχει σχέση με καθετί που είναι χαραγμένο ανεξίτηλα σαν πράξη, σαν ιδέα και σαν μοίρα, ώστε ακόμα κι αν θέλουμε να το λησμονήσουμε δεν μπορούμε, γιατί παραμένει εκεί χαραγμένο.

Γι αυτό, ο ερωτικός χαρακτήρας της τέχνης του Βιζυηνού, του Καβάφη, του Χατζιδάκι, ως υπέρβασης προς την Αλήθεια, είναι συνυφασμένη με τα πιο λειτουργικά στοιχεία της Τέχνης, την απλότητα, την καθαρότητα, την ταχύτητα, την έλλειψη κάθε επιτήδευσης ή άλλου σκοπού πέραν αυτής καθ’ εαυτής της ερωτικής μέθεξης, ως δωρεάς και βαθιάς αίσθησης ταύτισης με τον άλλον, που δεν είναι διαφορετικός, γιατί έχει κοινές αλήθειες τους ίδιους φόβους και τους ίδιους πόθους. ‘Έτσι ένα έργο τέτοιας πνοής γεννά σ΄ εμάς απέραντη οικειότητα και μας μιλά σα να ‘ναι δικό μας.

Αυτή τη μοναδική χαρά και συγκίνηση μας δίδει η προαναφερόμενη Τριάδα των εξαίρετων “ραπτών” της τέχνης.

Συντελεστές

Σκηνοθεσία – θεατρική προσαρμογή: Δήμος Αβδελιώδης

Μουσική: Βαγγέλης Γιαννάκης

Διδασκαλία λόγου & κίνησης – Σκηνική όψη: Δήμος Αβδελιώδης

Πιάνο: Αλέξανδρος Αβδελιώδης

Παίζει:  η Δανάη Ρούσσου