«Αν δεν μου δώσεις το δάνειο, θα πηδήξω τη γυναίκα σου».

Αρκεί μια ακίνδυνη και μάλλον αστεία μπλόφα που φαίνεται να ξεστομίζεται στον αέρα για να ανατραπεί μέσα σε 85 θεατρικά λεπτά όλο το καλοστημένο και αψεγάδιαστα τακτοποιημένο σύμπαν ενός τραπεζίτη;

Η ιστορία του Καταλανού συγγραφέα Τζόρντι Γκαλθεράν ισχυρίζεται πως αρκεί.

Μέσα στο διευθυντικό γραφείο μιας τράπεζας, ο Αντόνιο Βιθέντε εξαντλεί όλα τα θεμιτά μέσα κι επιχειρήματα που διαθέτει προκειμένου να πείσει τον διευθυντή να του παραχωρήσει ένα μικροποσό ως δάνειο. Κι όταν πλέον συνειδητοποιεί ότι τα εχέγγυά του δεν βρίσκουν την παραμικρή ανταπόκριση, περνά στην αντεπίθεση: «Τα λεφτά ή τη γυναίκα σου». Αφού η οικονομική κρίση δεν του αφήνει άλλα περιθώρια, τότε κι αυτός με δόλωμα τη γοητεία του θα παρασύρει ερωτικά – με σεβασμό πάντα – τη γυναίκα του διευθυντή.

Σε έναν χώρο όπου κατεξοχήν τηρούνται οι κανονισμοί και τα πάντα μετριούνται με νούμερα και ευρώ, αξίες όπως η καλοσύνη, η εμπιστοσύνη και ο λόγος της τιμής ενός ανθρώπου είναι απλώς ανυπόληπτες. Εξάλλου το επιβεβαιώνει με περισσή σιγουριά και ο ίδιος ο υπάλληλος: «Ακόμα κι αν σας ήξερα όλη μου τη ζωή, αν κινδύνευε η υγεία σας, η ζωή σας, δεν θα σας έδινα το δάνειο. Πάνω απ’ όλα ο κανονισμός». Έξω όμως από τους αποστειρωμένους συναισθηματικά τοίχους της τράπεζας, είναι τα πράγματα πάντα έτσι;

Η συνέχεια το διαψεύδει κατηγορηματικά. Σταδιακά οι ρόλοι αντιστρέφονται και βλέπουμε τον Αντόνιο άνετο στην καρέκλα του διευθυντή σε μια ισορροπία που θυμίζει ψυχαναλυτικό ντιβάνι να παρηγορεί τον δόλιο τραπεζίτη που από τη θέση πλέον του πελάτη δέχεται συμβουλές για το πώς να κερδίσει πίσω την ίδια του τη γυναίκα. Αναγκαστικά οι δύο άγνωστοι έρχονται πιο κοντά και καταλήγουν σύμμαχοι, συμπαραστάτες, σχεδόν φίλοι.

Το έργο είναι γέννημα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και φυσικά αντικατοπτρίζει απόλυτα την Ελλάδα του σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, αποπνέει έναν χιουμοριστικό αέρα αισιοδοξίας κάνοντας τον θεατή να νιώσει πιο ανάλαφρα παρά την όποια ταύτισή του με την κατάσταση των δύο ηρώων.

Ο Γιάννης Σαρακατσάνης ενσαρκώνει πειστικά τον απελπισμένο ανθρωπάκο Αντόνιο Βιθέντε. Είναι ντροπαλός, αμήχανος και η φωνή του σβήνει όποτε ο άλλος τον διακόπτει σχεδόν με αγένεια. Βγάζει όμως εξίσου εύστοχα έναν άλλο εαυτό όταν κολακεύει και εκτοξεύει την απειλή χτίζοντας έναν χαρακτήρα που δεν ξεπερνά τα όρια, δεν φτάνει στην αντιπέρα όχθη της ασυδοσίας και παραμένει συμπαθής ακόμα και όταν μετατρέπεται εκείνος στον πιο δυνατό κρίκο.

Ο Μιχάλης Οικονόμου δίνει μια πιο έντονη ερμηνεία στη σταδιακή αποδόμηση του χαρακτήρα του. Καθώς ο βασανιστικός σπόρος της αμφιβολίας φυτεύεται σιγά σιγά μέσα στο μυαλό του, η κρούστα του δήθεν οχυρωμένου προσωπείου του σπάει, βγαίνει εκτός εαυτού και πέφτει στην παγίδα. Ο ίδιος περνά μέσα από πολλές διακυμάνσεις: άκαμπτος αρχικά μέσα στην ασφάλεια που του προσδίδει η επαγγελματική θέση του, αφήνεται σε αποσπασματικές και διόλου κολακευτικές αφηγήσεις που αφορούν τον αδερφό του για να καταλήξει ένα συναισθηματικά κωμικό κουρέλι που σέρνεται κι εκλιπαρεί. Η προσωπική του ιστορία δεν είναι καθόλου ρόδινη τελικά. Απολαυστική η σκηνή της εξιστόρησης του περιστατικού στη γυναίκα του από το τηλέφωνο, καθώς και της έκδηλης απόγνωσής του όταν εκείνη τον διώχνει από το σπίτι.

 

Οι διάλογοι ακολουθούν φυσική ροή, ενώ η σκηνοθεσία των Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου και Παντελή Δεντάκη είναι δουλεμένη προσεκτικά. Χωρίς να φυλακίζει τους ηθοποιούς σε στεγανά, αφήνει χώρο στον καθένα να πάρει τις δικές του εκφραστικές ανάσες. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο δείχνει να απολαμβάνει την κάθε του λέξη τονίζοντας ακόμα περισσότερο το σκηνικό του δέσιμο. Ευρηματικά και τα μουσικά ιντερμέδια του Φοίβου Δεληβοριά που με τον στοχευμένο τους στίχο προσθέτουν μια επιπλέον κωμική πινελιά.

Στα μείον η απλή και μάλλον προβλέψιμη πλοκή με εξαίρεση την ανατροπή του τέλους, η οποία ξύνει την πληγή μιας οικείας, πικρής αλήθειας: οι προδότες συχνά παίρνουν τη μορφή των πιο κοντινών μας προσώπων.

Το σκηνικό-γραφείο της Μαγδαληνής Αυγερινού αποτελείται από έναν τοίχο με χρωματιστά τετράγωνα που θυμίζουν κάτι από τον Κύβο του Ρούμπικ παραπέμποντας άμεσα στο λεκτικό και εγκεφαλικό παιχνίδι που ακολουθεί ανάμεσα στους δύο αντίπαλους παίχτες.

«Το δάνειο» λοιπόν στο θέατρο του Νέου Κόσμου αποτελεί πρόταση για μια ευχάριστη έξοδο. Όσοι αποφασίσουν να πάνε καλή τη πίστει, δεν θα απογοητευτούν και θα γελάσουν αρκετά.

«Το δάνειο» παρουσιάζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου και Παντελή Δεντάκη