Για πρώτη φορά στην ελληνική σκηνή από την Ομάδα Γκαράζ, παρουσιάζεται το “Raised in Captivity” του Νίκι Σίλβερ, στο Θέατρο Μπέλλος.
Ο Σεμπάστιαν, ένας νεαρός άνεργος δημοσιογράφος, ζει απομονωμένος από τους ανθρώπους τα τελευταία δέκα χρόνια, ανίκανος να διαχειριστεί το χαμό του συντρόφου του. Όταν η μητέρα του ξαφνικά πεθαίνει, αναγκάζεται να επιστρέψει στην πόλη όπου μεγάλωσε. Εκεί θα ξεκινήσει μια σειρά τυχαίων γεγονότων που θα ταράξουν τη βολή του και θα τον κάνουν να αναθεωρήσει τις βεβαιότητές του: Η συναισθηματικά ευάλωτη αδελφή του που δεν θέλει με τίποτα να τον αποχωριστεί, ο σύζυγός της που εγκαταλείπει την ιατρική για να αφοσιωθεί στη ζωγραφική, η ψυχολόγος του που δυσκολεύεται να αντέξει την απόρριψη και φτάνει στις πιο ακραίες λύσεις… Όλα μοιάζουν να τον φέρνουν προ των ευθυνών του με έναν εντελώς δυσάρεστο τρόπο. Όλα εκτός από ένα: η επικοινωνία του με τον καλύτερό του φίλο – έναν φυλακισμένο, καταδικασμένο για φόνο, που δεν έχει συναντήσει ποτέ.
Το CultureNow λιγο πριν η παράσταση ολοκληρώσει το κύκλο της μίλησε με τον Θεοδόση Τανή, ο οποίος υπογράφει τη μετάφραση του έργου, καθώς και τη σκηνοθεσία του ανεβάσματος.
***
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
-Το γεγονός ότι γεννηθήκατε στην Επίδαυρο επηρέασε τις πρώτες σας προσλαμβάνουσες που είχατε από θέατρο. Αυτές οι επιρροές συνεχίζουν να σας διαμορφώνουν καλλιτεχνικά σήμερα;
Είναι αλήθεια ότι, για πολλά χρόνια, η μόνη επαφή μου με το θέατρο ήταν οι παραστάσεις που κατέβαιναν στην Επίδαυρο. Έχω δει πολλές εκδοχές των ίδιων έργων, από τις πιο κλασικότροπες έως τις πιο σύγχρονες και πειραματικές. Αν επηρεάστηκα σε κάτι, τότε αυτό σίγουρα είναι η αγάπη μου για την ανοιχτή ενέργεια, για το άπλωμα του ηθοποιού στον χώρο. Οι παραστάσεις που έχω αγαπήσει ως θεατής, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο δουλέψαμε στις πρόβες μας για το “Raised in Captivity”, έχουν ως αφετηρία την πεποίθηση ότι αυτά που συμβαίνουν πάνω στη σκηνή οφείλουν να συμπεριλαμβάνουν το κοινό, να ανοίγονται σε αυτό, χωρίς να εξαιρούνται ούτε οι πιο προσωπικές και ιδιωτικές στιγμές των χαρακτήρων. Ειδικά αυτές οι τελευταίες είναι που πρέπει να εκπέμπονται με γενναιότητα και φροντίδα μέχρι τον τελευταίο θεατή.
-Τι σας τράβηξε στο “Raised in Captivity” του Nicky Silver που ανεβάζετε ως Ομάδα Γκαράζ αυτό το διάστημα στο θέατρο Μπέλλος;
Στο έργο αυτό με γοήτευσε ιδιαίτερα η ρευστότητά του – το γεγονός ότι αρνείται να καταταγεί σε ένα είδος. Όπως και αν το χαρακτηρίσεις, κωμωδία ή δράμα, θα αδικηθεί. Είναι κάτι που λείπει αυτό νομίζω, σήμερα. Η ανάγκη μας να ονοματίζουμε τα πάντα, η επιθυμία μας να ξέρουμε πολύ καλά τι είμαστε, τι παραστάσεις ανεβάζουμε, σε ποιο κοινό απευθυνόμαστε, σε βάθος χρόνου μας στερεί δυνατότητες, ακρωτηριάζει τη φαντασία μας και εν τέλει μας κάνει κακόγουστους.

-Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στη σκηνική απόδοση αυτής της «ιδιορρυθμίας»; Το ότι είναι και κωμωδία και δράμα;
Μας δυσκόλεψε αρκετά το ζήτημα της ροής, το πώς έπρεπε να περνάμε από τις πολύ βαθιές, ειλικρινείς στιγμές των χαρακτήρων, σε μια εξωστρέφεια που δίνει και την κωμικότητα στα πράγματα. Έπρεπε να αποδεχτούμε και εγώ και κυρίως οι ηθοποιοί, ότι δεν θα είμαστε ασφαλείς στη διαδικασία αυτή, που με έναν τρόπο τίθεται ως προϋπόθεση από το ίδιο το έργο. Αναλάβαμε τον κίνδυνο και νομίζω ότι το αποτέλεσμα μας δικαιώνει.
-Τι είναι αυτό που σας συγκινεί στους χαρακτήρες του έργου; Υπάρχει κάποιος με τον οποίο νιώθετε ιδιαίτερη συγγένεια;
Με συγκινεί πολύ η μοναξιά τους. Αλλά και το γεγονός ότι στο τέλος, όλοι παίρνουν αυτό που θέλουν. «Ό,τι κι αν είναι αυτό που ψάχνεις, δεν θα έρθει με τη μορφή που το περιμένεις». Αν είχε έναν υπότιτλο το έργο, θα ήταν αυτός.
Σίγουρα υπάρχουν χαρακτήρες μέσα στο έργο τους οποίους μου ήταν πιο εύκολο να τους συναισθανθώ, ενώ άλλοι με δυσκόλεψαν. Έχοντας, όμως, περάσει από το στάδιο της μετάφρασης και της καθοδήγησης των ηθοποιών, νιώθω ότι κάθε χαρακτήρας έχει, τώρα πια, από ένα μικρό κομμάτι μου.
-Στο σκηνοθετικό σας σημείωμα θέτετε το ερώτημα «Πώς ζει σήμερα ο άνθρωπος του πολιτισμένου κόσμου;». Μέσα από την παράσταση, νιώθετε ότι φτάνετε σε κάποια απάντηση;
Δεν έχω συμπέρασμα, έχω όμως μια εικόνα: το κοινό έχει μπει στην αίθουσα, βγαίνει η ανακοίνωση, και ο Μιχαήλ υποδυόμενος τον Σεμπάστιαν λέει την πρώτη ατάκα του έργου. Το κοινό σωπαίνει, έπειτα γελάει, έπειτα βγαίνουν οι υπόλοιποι ηθοποιοί. Κάθομαι στα παρασκήνια μέσα στο σκοτάδι και λέω, δεν μπορεί… για να ‘μαστε εδώ και για να λέμε ακόμα ιστορίες, για να ‘χουμε αυτή τη δύναμη στα χέρια μας, να δεις που θα γλιτώσουμε..!

-Το έργο μιλά για απώλεια, μνήμη, βία, μοναξιά. Πώς αγγίζουν αυτά τα θέματα το σημερινό κοινό; Είδατε τις “αναμενόμενες” αντιδράσεις από τους θεατές της παράστασης;
Είδα πολλές αντιδράσεις, αλλά κρατάω μία, τη λιγότερο αναμενόμενη απ’ όλες: τα μάτια των γονιών μου όταν βγήκαν από το θέατρο, δακρυσμένα από όσα είδαν. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και πήραν το δρόμο του γυρισμού για το χωριό, δώδεκα η ώρα το βράδυ. Έμεινα πίσω, με τους φίλους μου και αρχίσαμε να μαζεύουμε τα σκηνικά. «Απώλεια, μνήμη, βία, μοναξιά» στις πιο μικρές, ταπεινές στιγμές μας, στα υπόγεια θέατρα της Αθήνας, ναι. Αλλά και «κέρδος, μέλλον, φροντίδα, αγκαλιά». Το θέμα είναι να έχεις τις κατάλληλες λέξεις, όταν πρέπει, για να διαβάσεις την ιστορία αλλιώς.
Διαβάστε επίσης:
Raised in Captivity, του Νίκι Σίλβερ από την Ομάδα Γκαράζ στο Θέατρο Μπέλλος