Από τη Μαριάννα Παπάκη

Ο Λευτέρης Βογιατζής ανήκει σε εκείνες τις περιπτώσεις των σκηνοθετών – τις ελάχιστες – που αποτελούν σημείο συνάντησης και σύγκλισης αντίθετων απόψεων και προτιμήσεων. Όσοι ενδιαφέρονται για το κλασικό θέατρο, θαυμάζουν τις δουλειές του. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με όσους το αμφισβητούν. Κλασικό και πρωτοπορία μοιάζουν να πορεύονται εν αρμονία στις δουλειές του Βογιατζή και αυτό το μαγικό οφείλει την ύπαρξή του στο γεγονός πως ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει την τέχνη του με αλήθεια, γνώση, εργατικότητα και συνέπεια.

Ο «Αμφιτρύων» του Μολιέρου που παρουσίασε, αποτελεί άλλη μια παράσταση – μαρτυρία αυτής της αντιμετώπισης. Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου υποδέχεται πρώτη φορά έργο του Μολιέρου ενώ ο Βογιατζής καταπιάνεται για 3η φορά, μετά τον «Μισάνθρωπο» και το «Σχολείο Γυναικών», με τον κορυφαίο Γάλλο δραματουργό. Να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο πως η παράσταση σε παραγωγή Εθνικού Θεάτρου έκανε πρεμιέρα στις 4 Αυγούστου στην Επίδαυρο στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ.

Η εμπειρία της συνένωσης της Επιδαύρου, του Μολιέρου και του Βογιατζή υπήρξε μοναδική. Ο «Αμφιτρύων» από κωμωδία παρεξηγήσεων και φαρσικών καταστάσεων προήχθη σε ένα έργο ηχηρού σαρκασμού που καλεί τον θεατή όχι μόνο να γελάσει αλλά και να αναλογιστεί τα θέματα που θίγονται κάτω από τον ειρωνικό μανδύα των μεταμορφώσεων και το παιχνίδισμα των λέξεων. Έργο του 1668 ο «Αμφιτρύων» έχει ως βασική πηγή έμπνευσης την ομώνυμη κωμωδία του ρωμαίου συγγραφέα, Πλαύτου και ως υπόθεση τη μεταμόρφωση του Δία σε Αμφιτρύωνα τη στιγμή που ο ίδιος (ο Αμφιτρύων) απουσιάζει σε μάχη, με σκοπό να ξεγελάσει την μόλις ημερών σύζυγό του Αλκμήνη και να κοιμηθεί μαζί της. Για το σκοπό αυτό απαραίτητη είναι και η μεταμφίεση-μεταμόρφωση του Θεού Ερμή σε Σωσία, τον υπηρέτη του Αμφιτρύωνα. Η Αλκμήνη ξεγελιέται, κοιμάται με τον Δία νομίζοντας πως είναι ο σύζυγός της και όταν την επόμενη ημέρα εκείνος γυρίζει στο σπίτι, γεμάτη αθωότητα θα του «θυμίσει» την ερωτική βραδιά που πέρασαν μαζί. Ο Αμφιτρύων ακούει άναυδος την εξιστόρηση της «απιστίας» της γυναίκας του με τον υποτιθέμενο εαυτό του και εξοργισμένος την κατηγορεί πως σκαρφίστηκε αυτή την ιστορία για να δικαιολογηθεί. Φυσικά στο τέλος παρεμβαίνει ο Δίας ο οποίος αποκαλύπτει την αλήθεια και ανακοινώνει πως το αποτέλεσμα της συνέυρεσής του με την Αλκμήνη είναι η σύλληψη του Ηρακλή, ενός ημίθεου και αυτό το γεγονός θα πρέπει να φέρει χαρά στον Αμφιτρύωνα και όχι θλίψη.

Η παραπάνω ιστορία διά χειρός Λευτέρη Βογιατζή έλαμψε από αισθητική και ουσία. Ο Ερμής (Χρήστος Λούλης) εισέρχεται στο αρχαίο θέατρο πάνω σε ξυλοπόδαρα, εξαιρετική έμπνευση για τον αγγελιαφόρο του Ολύμπου. Στη μέση δεσπόζει ένα τεράστιο μεταλλικό (καθώς φαινόταν) γαϊτανάκι όπου γύρω του κάθονταν οι ήρωες του έργου ενώ ταυτόχρονα αποτελούσε και το θρόνο της Νύχτας (Στεφανία Γουλιώτη). Η ατμόσφαιρα από τα ξυλοπόδαρα, το γαϊτανάκι, τη διάφανη αυλαία και τις προσομοιώσεις αρχαίων αγαλμάτων που φωτίζονται στο τέλος, ιδιαιτέρως ευφυής, προσέθετε την κατάλληλη δόση κομέντια ντελ’ άρτε στην παράσταση ενώ μαζί με τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούσαν και οι φινετσάτες αποχρώσεις του πράσινου στα κοστούμια του Άγγελου Μέντη. Σκηνικά και κοστούμια δημιούργησαν το κατάλληλο κάδρο για την ανάπτυξη της ιστορίας σε μια ιδέα αισθητικής κομέντια ντελ’ άρτε και όχι σε μια κραυγαλέα αναπαράστασή της.

Οι κεντρικοί άξονες της παράστασης θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι δύο. Ο πρώτος είναι η αντιμετώπιση του ήθους του έργου. Ο Λευτέρης Βογιατζής ανέδειξε τα ηθικά ζητήματα που θέτει ο Μολιέρος πίσω από τη φαρσική πρώτη ματιά. Μέχρι πού εκτείνεται η ελευθερία των Θεών, του Θεού, της εξουσίας; Όποιος έχει τη δυνατότητα να αυθαιρετεί έχει και την ηθική νομιμοποίηση να το κάνει; Και γιατί η εξαπάτηση για έναν απλό άνθρωπο ή κοινό θνητό αποτελεί αδίκημα ενώ για όποιον έχει την εξουσία να το «επιβάλλει» από αδίκημα μεταφράζεται σε τιμή για τον αδικημένο; Μήπως η πραγματική μεταμφίεση είναι αυτή; Η ειρωνική γλώσσα της υποκριτικής που δίδαξε ο σκηνοθέτης, η κριτική του ανάγνωση στο έργο, ανέδειξε τη σπουδαιότητα και τη διαχρονικότητά του.

Ο δεύτερος κεντρικός άξονας της παράστασης ήταν κατά τη γνώμη μου, το βάρος που έδωσε ο σκηνοθέτης στον υπηρέτη του Αμφιτρύωνα, Σωσία. Κομβικός ρόλος του έργου, «φωτίστηκε» στην παράσταση με όλες τις αποχρώσεις που θα μπορούσε να φωτιστεί δίνοντας στον Δημήτρη Ήμελλο την ευκαιρία να αποτελέσει την καλύτερη ερμηνεία της παράστασης. Εξαιρετικός ηθοποιός ανταποκρίθηκε σε αυτή την ευκαιρία με γερά αντανακλαστικά και μας χάρισε μια αξέχαστη υποκριτική στιγμή. Το μοναδικό τέλος της παράστασης (το οποίο δεν θα σας μαρτυρήσω) επιβεβαιώνει την αντιμετώπιση του Σωσία από τον σκηνοθέτη ως χαρακτήρα ουσίας στο έργο.

Στις ερμηνείες που επίσης ξεχώρισαν ανήκει και αυτή της Στεφανίας Γουλιώτη ως Νύχτα αλλά και του Γιώργου Γάλλου που απέδωσε έναν δυνατό Αμφιτρύωνα με γεμάτες στιγμές σιωπής, χιούμορ και ειρωνείας, συμπληρώνοντας κατάλληλα το δίδυμο με τον υπηρέτη του, Σωσία. Υπέροχη και σαρωτική στο πέρασμά της η Εύη Σαουλίδου ως Κλεάνθη. Αλλά σε αυτή την παράσταση – όπως συνήθως άλλωστε στις δουλειές του Λευτέρη Βογιατζή – οι ερμηνείες είναι όλες από ένα επίπεδο και πάνω. Ο σκηνοθέτης επιλέγει προσεχτικά τους ηθοποιούς του και γι’ αυτό και μόνο καλά λόγια μπορούν να ειπωθούν για την ερμηνεία του Νίκου Κουρή ως Δία, του Χρήστου Λούλη ως Ερμή και της Αμαλίας Μουτούση ως Αλκμήνη.

Τέλος, ιδιαίτερη μνεία αξίζει τόσο στη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη όσο και στη μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού. Κι αυτό όχι μόνο γιατί ο ρέων δεκαπεντασύλλαβος της μετάφρασης έμοιαζε ως μητρική γλώσσα του έργου, ούτε γιατί η μουσική, η ηχητική δημιουργία μεταξύ των φωνών των ηθοποιών έντυνε με λιτό και σύγχρονο τρόπο το έργο αλλά γιατί τόσο ο λόγος της μετάφρασης όσο και ο λόγος των ήχων και της μουσικής εξέφραζε ακριβώς τα ίδια λόγια με τον λόγο του σκηνοθέτη, με την ανταπόκριση των ηθοποιών, με την παραμικρή ανεπαίσθητη κίνησή τους. (Κίνηση: Ερμής Μαλκότσης). Και αυτό, εκτός από χημεία μεταξύ συνεργατών, εκτός από πολύχρονη επαφή των ίδιων ανθρώπων και άρα εξοικείωση, αποτελεί την πραγματική δουλειά συνόλου. Μια δουλειά συνόλου, στην οποία σαφώς κάποιος επιβάλλεται (αλλιώς δεν μπορεί να γίνει), αλλά έχει ταυτόχρονα και την αξία να πείσει τους συνεργάτες του για το εκάστοτε όραμά του. Όταν η ομάδα αντιλαμβάνεται και ενστερνίζεται αυτό το όραμα του ενός και όταν αυτός ο ένας έχει μία ξεκάθαρη άποψη και όχι σκόρπιες ιδέες το κενό των οποίων προσπαθεί να καλύψει με τεχνάσματα, τότε προκύπτουν δουλειές σαν τον «Αμφιτρύωνα»• Ξεκάθαρες, αληθινές και διαφωτιστικές. Τόσο για το έργο όσο και για την ουσία του θεάτρου γενικότερα.

Ο “Αμφιτρύων” θα περιοδεύεσει και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.