Σύμπτωμα επιδεινούμενο ο εντυπωσιασμός, τώρα πλέον θεωρείται απαραίτητο συνοδευτικό μιας θεατρικής παραγωγής, τείνοντας να εξαφανίσει την πραγματική ουσία του θεάτρου …

έτσι τουλάχιστον όπως αυτή διδάσκεται από τους μεγάλους  δάσκαλους του κόσμου, που εξακολουθούν να τοποθετούν τη θεατρική τέχνη πολύ υψηλά, θεωρώντας πως είναι μια προσφορά του ηθοποιού προς την κοινωνία του. Και δεν αλλοιώνει, αυτός ο εντυπωσιασμός, μόνο την ίδια την παράσταση, όπου μπορεί κανείς να δει πράγματα εντελώς άσχετα, αλλά «πρωτότυπα» κατά τη γνώμη των δημιουργών, αλλοιώνει τη σχέση που απαιτούμε να αποκτήσει η σκηνή με την πλατεία, αφού αυτό που συμβαίνει επί σκηνής δεν επιθυμεί να ενεργοποιήσει το συναίσθημα του θεατή αλλά να δημιουργήσει τον θαυμασμό (;) για την ικανότητα του σκηνοθέτη ή του ερμηνευτή. Κυρίως ικανότητα διαστρέβλωσης μιας πολύ καθαρής, κατά τα άλλα, ψυχικής κατάστασης. Το σύμπτωμα απόκτησε προεκτάσεις και τώρα πια το βλέπουμε σε διάφορες εκφάνσεις της λειτουργίας του θεατρικού προϊόντος, ακόμα και στον τρόπο που προσφέρεται για διαφήμιση.

Τείνει να γίνει μόνιμη και, το θλιβερότερο, απαραίτητη η μόδα της προβολής μιας παράστασης με εντελώς ψευδαισθητικά στοιχεία. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς τις διαφημιστικές φωτογραφίες για τη μέλλουσα παράσταση, φωτογραφίες που έχουν «στηθεί» σε χώρους ρεαλιστικούς και που καμία σχέση δεν έχουν με τον πραγματικό σκηνικό χώρο του έργου; Πριν λίγα χρόνια η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Εθνικού Θεάτρου,  διαφημίστηκε στον Τύπο με μια φωτογραφία όπου οι πρωταγωνιστές ήταν ντυμένοι με άσπρα μοντέρνα σινιέ ρούχα πάνω σε κότερο, προφανώς για να καταδειχτεί το καπιταλιστικό (;) στοιχείο των ιμπεριαλιστών Αγαμέμνονα, Μενέλαου, Οδυσσέα και του λοιπού εκστρατευτικού σώματος…

Και, αφού μπήκε στον πειρασμό και η σοβαρή Κρατική μας Σκηνή, το σύμπτωμα συνεχίστηκε. Άλλες παραστάσεις προβάλλονται με τον θίασο να φωτογραφίζεται σε πεδιάδες, άλλες στη βρύση του χωριού, σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, σε μπαρ, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και τελευταία είδαμε τους ηθοποιούς βουτηγμένους μέχρι τη μέση μέσα στη θάλασσα. Κάνω τη σύγκριση με τα ξένα συγκροτήματα που έρχονται στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι ανάλογο στην Μνούσκιν, ούτε στον Ριχάρδο του Σπέϊση, ούτε καν στα μεταμοντέρνα κατασκευάσματα ανατρεπτικών παραγωγών, που ίσως εκεί να δικαιολογιόταν οτιδήποτε,  μέσα στη γενική αποδόμηση των πάντων. Γιατί άραγε αυτοί οι θίασοι θεωρούν ότι μια φωτογραφία από την παράσταση είναι αρκετή για να προβληθεί η δουλειά τους και δεν αισθάνονται κι αυτοί την ανάγκη να δημιουργήσουν ψευδαισθήσεις;

Γιατί άραγε μια καλλιτεχνική συντάκτρια αποτρέπει τους θιάσους να αποστέλλουν τις κλασικές φωτογραφίες από τις πρόβες ή την ανάγνωση, με τη μικροαπειλή μάλιστα ότι δεν «θα μπαίνουνε πια τέτοιες φωτογραφίες» επειδή πρέπει επιτέλους να «ανανεωθούμε» και να ξεφύγουμε από τη μούχλα της συντήρησης; Τι είναι τέλος πάντων συντηρητισμός; Η πραγματική φωτογραφία του Σπέιση καθισμένου σε μια καρέκλα, έτσι όπως θα τον δούμε και στη σκηνή ή η κάλπικη εικόνα της πρωταγωνίστριας που βγάζει νερό απ’ το πηγάδι, κάτι που δεν θα δούμε ποτέ στη σκηνή; Ψάχνω την αιτία και αναρωτιέμαι τι άλλο θα σκαρφιστεί αυτή η εποχή για να πουληθεί το προϊόν. Υπάρχει άραγε τόση ανάγκη να δείξουμε στον θεατή μια πιο «μεγαλόστομη» εικόνα της δουλειάς μας ή απλώς έχουμε πέσει κι εμείς θύματα μιας μανίας του μάρκετινγκ που διαφημίζει τα πάντα με γυμνόστηθες, είτε πρόκειται για εσώρουχα και σεντόνια, είτε πρόκειται για μακαρόνια, πόρτες ασφαλείας και τοματοπολτούς; Και τι ανάγκη έχει η μεγάλη τέχνη από τέτοια καμώματα και τερτίπια για να γίνει πιστευτή;

Χρειαζόμαστε τίποτα περισσότερο από τον νεανικό μας ενθουσιασμό για να πούμε απλές αλήθειες και να κερδίσουμε τον θεατή μας; Και αν το σκηνικό μας αποτέλεσμα είναι υποδεέστερο από την φωτογραφία μας πάνω σε κότερα, τρένα και άλογα; Τι κάνουμε με τον απογοητευμένο θεατή που θα το βάλει στα πόδια και θα γυρίσει την πλάτη στο καινούργιο; Κάτι παρόμοιο πρέπει να αισθάνονται και οι νονοί των νέων θεατρικών ομάδων με τις ονομασίες που τους δίνουν. Προσπερνώ τις ξενόγλωσσες, γιατί εκεί δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα περισσότερο από ξενομανία και ξιπασιά (έτυχε να ακούσω μέλος μιας τέτοιας ομάδας που δεν ήξερε καν να προφέρει σωστά τον αγγλοσαξονικό τίτλο της ομάδας του…) και μένω σε κάτι μεγαλόστομους τίτλους που περισσότερο μπερδεύουν παρά προκαλούν ενδιαφέρον. Ποιος ο λόγος άραγε;

Αυτό είναι που μας έλειπε για να αλλάξει το θέατρό μας και να γίνει μεγάλο; Μα πώς να ισορροπηθεί η δήλωση της «Κίνησης Μαβίλη», έξι νέων θεατρικών ομάδων, που επιθυμούν να αναποδογυρίσουν το θεατρικό κατεστημένο και να εξαφανίσουν τα φαντάσματα του παρελθόντος (φαντάζομαι το Ανοιχτό Θέατρο, το Αμφιθέατρο, το Απλό Θέατρο, το Θέατρο Εξαρχείων, το Θέατρο Στοά), με τις ονομασίες που έχουν δώσει στις ομάδες τους: MΚultra, Projector, Happy end, Vasistas, Mag, Nova Melancholia; Με όλη την αγάπη που έχω για κάθε τι νέο – και δεν είναι υποκριτικό αυτό γιατί έχει αποδειχτεί – αναρωτιέμαι ποιο ελληνικό συντηρητικό κοινό θα αποφασίσει να εγκαταλείψει τον συντηρητισμό του για να ακολουθήσει κάτι που δεν καταλαβαίνει; Ίσως μόνο κάποιοι που θεωρούν σημαντική αλλαγή της ανθρωπότητας να γράφουν niotho berthemenos κρύβοντας το αληθινό τους αδιέξοδο.

Info: Ο Θανάσης Παπαγεωργίου είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε θέατρο στη βραχύβια Δραματική Σχολή που ίδρυσε ο Χρήστος Βαχλιώτης το 1957. Εργάζεται στο θέατρο από το 1962 και είναι συνιδρυτής του Θεάτρου Στοά που λειτουργεί υπό τη διεύθυνσή του επί σαράντα χρόνια στου Ζωγράφου.