Άργησα να το διαβάσω αυτό το βιβλίο. Επί τρεις μήνες βρισκόταν πάνω από το μικρό ξενοδοχειακό ψυγείο που έχουμε στη μικρή αποθήκη της δουλειάς, δίπλα στα πλαστικά κυπελάκια και σε ένα πιάτο που επίμονα φιλοξενούσε ένα «ζευγάρι» μαχαιροπίρουνα.  Ασυναίσθητα μάλλον, σκεφτόμουν ότι έτσι θα έπρεπε να είναι ένα περιβάλλον για τάπερ. Δεν ήξερα άλλωστε και πολλά για τα οικοκυρικά, ούτε για τα άλλα «ζευγάρια», τα αληθινά, που τις ιστορίες τους έκρυβε μέσα στις σελίδες του ετούτο το βιβλίο…

Το πήρα στα χέρια μου μία, το πήρα δύο, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου να το διαβάσει αλλά δεν τα κατάφερνα. «Ανάγκη έχει τώρα εμένα η Ακρίτα, για να κάτσω να διαβάσω το βιβλίο της και να γράψω κριτική» σκεφτόμουν και συνέχιζα να το αφήνω επιδεικτικά πάνω στο ψυγείο. Τουλάχιστον επτά ακόμα άτομα άνοιξαν το συγκεκριμένο ψυγείο στη διάρκεια του καλοκαιριού, κανείς όμως δεν άνοιξε το βιβλίο. Μέχρι που ήρθε το φθινόπωρο, σταμάτησε να ανοιγοκλείνει το ψυγείο, και ένα μεσημέρι, το πήρα στα χέρια μου με οίκτο και συμπόνια για τη μοίρα που του είχε επιφυλάξει το «σκληρό» καλοκαίρι. Μπήκε στο σακίδιο μου και ακολούθησε τη διαδρομή  για το σπίτι. Άνοιξα την πόρτα, έφαγα μια μερίδα κοτόπουλο φούρνου, πήγα στο δωμάτιό μου, έσπρωξα λίγο το πατζούρι για να σκοτεινιάσει και άνοιξα την πρώτη σελίδα…

Είναι αξιοσημείωτο το πόσο εύκολα μπορώ να νιώσω εάν ένα βιβλίο μπορεί να μου μιλήσει ή όχι,  από τις πέντε κιόλας πρώτες του σελίδες.  Σε αντίθεση με τους φίλους μου, που επιμένουν πως πρέπει να δίνω ευκαιρίες σε ένα βιβλίο και να διαβάζω τουλάχιστον το πρώτο κεφάλαιο, εγώ νιώθω ότι δεν έχω καιρό για χάσιμο. Ποιος άλλωστε έδωσε ευκαιρίες σε εμένα; Αν δεν έγραφα και ο ίδιος, ίσως και να την έδινα την ευκαιρία. Αλλά τώρα νιώθω ότι έχω πονηρέψει αρκετά. Τώρα θέλω βιβλία που με ταξιδεύουν, που με σέβονται, που είναι κατανοητά και έχουν κάτι να μου αφήσουν. Θέλω να διαβάζω βιβλία που θα με κάνουν να ζηλέψω που δεν είμαι ο συγγραφέας τους. Και ναι, τα «τάπερ της Αλίκης», με έκαναν να ζηλέψω…

Για πέντε ημέρες, τόσο χρόνο χρειάστηκα για να το διαβάσω, τα «Τάπερ» και η Έλενα Ακρίτα, συναγωνίζονταν το «Elite» και τοNetflix που ήταν η φανατική μου συνήθεια κάθε βράδυ. Τώρα όμως, είχα βάλει όριο στον εαυτό μου. Μία ώρα «Νetflix», μία ώρα Ακρίτα. Έκλεινα την οθόνη του υπολογιστή και άνοιγα το βιβλίο. Και πόσο πιο όμορφα που ένιωθα με αυτό το βιβλίο. Τόσο, που αυτή τη στιγμή αρνούμαι να δώσω την παραμικρή πληροφορία και θέλω απλά να προτρέψω κάθε αναγνώστη να το αποκτήσει άμεσα και να χαθεί για μερικά βράδια στην «ταξιδιάρικη» ιστορία του. Μια ιστορία σαν αυτές του παλιού σινεμά, τότε που η Τζένη και η Αλίκη μας έκαναν να κλάψουμε, να γελάσουμε, να ονειρευτούμε.

Γιατί έτσι είναι αυτό το βιβλίο. Γεμάτο συναίσθημα, γεμάτο από  παλιά Αθήνα,  από τα φώτα του ΜΙΝΙΟΝ, τις ταινίες της Φίνος Φιλμ, τα μπορντέλα της Φυλής, τις αγωνίες των φτωχών οικογενειών που πάλευαν τα δώσουν στα παιδιά τους ένα καλύτερο μέλλον.  Ένα βιβλίο για τη Ζωή της Κοραλίας, της κόρης της Ελένης και της εγγόνας της, της Αλίκης, που είχε τη τιμή να έχει την Βουγιουκλάκη για νονά της. Ένα βιβλίο για έναν Ανέστη, που ήταν ο άντρας που κάθε γυναίκα αξίζει να έχει δίπλα της και για έναν Αντρέα που κάθε γυναίκα θα έπρεπε να αποφύγει. Ένα βιβλίο για όσα δεν πρέπει να αφήσουμε πίσω μας για χάρη ενός επιπόλαιου έρωτα. Γιατί αν χάσουμε το έρωτα, τότε δε θα μας έχει μείνει τίποτα. Ένα βιβλίο για τις προκαταλήψεις, για τους «μιλημένους» γάμους συμφέροντος, ένα βιβλίο για εκείνες τις μάνες που προσπάθησαν, που απέτυχαν, αλλά λίγο πριν την καταστροφή « ξύπνησαν» και ορθοπόδησαν. Ένα βιβλίο για αυτές τις υπερεκτιμημένες, δίκαιες ή μη «δεύτερες ευκαιρίες». Εκείνες που πάντα, και πριν από όλους,  πρέπει να μάθουμε να δίνουμε στον εαυτό μας…

Τα λάτρεψα τα «τάπερ της Αλίκης». Τόσο, που πλέον τα βλέπω με άλλο μάτι στην κουζίνα. Τα πλένω προσεχτικά, τα στοιβάζω προσεχτικά, τα χρησιμοποιώ προσεχτικά. Και ναι, μπορεί η Έλενα Ακρίτα να μην είχε ανάγκη για τη δική μου κριτική, αλλά σίγουρα εγώ είχα ανάγκη από το δικό της βιβλίο. Γιατί μου χάρισε τις πιο όμορφες, αναγνωστικά, ημέρες του φθινοπώρου. Γιατί μου «σύστησε» μια Αθήνα που δεν είχα τη χαρά να γνωρίζω. Γιατί είχα καιρό να διαβάσω ένα βιβλίο που με έφτασε στο «τσακ» να δακρύσω και γιατί ναι,  κάθε μικρό αντικείμενο της ζωής μας έχει μια ιστορία να διηγηθεί. Είτε είναι τα τάπερ της Αλίκης, το τηλέφωνο της Καρέζη από το «Δεσποινίς Διευθυντής» ή η ψάθινη καρέκλα από το «Λίζα και η άλλη»…

Η συνέχεια στο βιβλίο.