Δεν είναι ότι δεν τα είχαμε αντιληφθεί τα παρακάτω και πριν από την πανδημία. Είναι στην ανθρώπινη φύση το να βλέπεις κάποια προβλήματα αλλά να μην τους δίνεις και τόσο ουσιαστική σημασία για όσο τουλάχιστον καταφέρνεις να συνεχίζεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και ξαφνικά, μια ωραία μέρα του Μαρτίου, δεν μπορείς να συνεχίσεις. Οπότε και αναδεικνύονται οι παθογένειες.

Αναφέρομαι στον χώρο της μουσικής δημιουργίας και ειδικότερα στη σχέση της με το διαδίκτυο.

Πως χρησιμοποιούμε οι μουσικοί δημιουργοί τα διάφορα εργαλεία που παρέχει το διαδίκτυο; τα χρησιμοποιούμε ως μέσον για να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας, να δημιουργήσουμε το προφίλ μας και να  χτίσουμε σταδιακά μια ολοένα και μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα. Είτε σε μεγάλο αριθμητικά κοινό, είτε σε μικρότερες, πιο ειδικευμένες ομάδες κοινού. Με άλλα λόγια, επιχειρούμε να αποκτήσουμε – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – ένα ευρύτερο κοινό.

Και γιατί το κάνουμε αυτό; μα βέβαια, για να μπορέσουμε να κλείσουμε συναυλίες με σταδιακά καλύτερους όρους, σε μεγαλύτερους χώρους ή / και Φεστιβάλ, σε ακτίνα σταδιακά ολοένα και μεγαλύτερη από τον τόπο της έδρας μας.

Και ξαφνικά βρεθήκαμε με τα χέρια μας άδεια από συναυλίες. Στα χέρια μας κρατούσαμε μόνο το εργαλείο του διαδικτύου. Μας έμεινε το μέσο, αλλά δεν είχαμε πια σκοπό.

Βεβαίως, για μια πολύ σημαντική μερίδα δημιουργών υπάρχει και η δισκογραφία. Και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των μουσικών δημιουργών επιθυμεί και προσπαθεί να μπει στην δισκογραφία.

Όμως, τα τελευταία – πολλά πλέον – χρόνια, τα έσοδα που προκύπτουν από τη δισκογραφία πάρα πολλές φορές  (αν όχι τις περισσότερες) δεν αρκούν καν για να καλύψουν όλα  τα λειτουργικά έξοδα: το στούντιο, το mastering, τις αμοιβές (γραφίστα, video και άλλες ανά περίσταση αμοιβές), το κατασκευαστικό κόστος. Και αυτό γιατί έχει περιοριστεί δραματικά το ενδιαφέρον του κοινού για την απόκτηση ενός  άλμπουμ σε φυσικό φορέα (cd, βινύλιο).

Δεν νοείται όμως δημιουργός που να μην δισκογραφεί (ή να μην επιθυμεί να δισκογραφήσει κάποια στιγμή). Το να συνθέτεις, ενορχηστρώνεις και να παρουσιάζεις τη δουλειά σου σε μικρές ή μεγαλύτερες ενότητες είναι αναπόσπαστο κομμάτι της μουσικής δημιουργίας. Είναι “εκ των ουκ άνευ” και αντίστοιχης σημασίας με το παρουσιάζεις τη δημιουργία σου ζωντανά στο κοινό. Επιπλέον, έχει το αναμφισβήτητο προσόν να αντέχει στο χρόνο, δημιουργώντας έτσι μια “βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας“, χρήσιμη αλλά και απαραίτητη για τις επόμενες γενιές για λόγους που έχουν να κάνουν εκτός των άλλων και με τις Κοινωνικές Επιστήμες και την επιστήμη της Ιστορίας γενικότερα και όχι μόνο με την Ιστορία της Μουσικής. Όμως, σε πρακτικό επίπεδο, από τη στιγμή που η ηχογράφηση και η κυκλοφορία ενός άλμπουμ συνήθως δεν καλύπτει τα έξοδα του, έχει καταλήξει και η δισκογραφία να αποτελεί  ένα μέσο προς την επίτευξη του κυρίως στόχου που δεν είναι άλλος από το κλείνεις σε βάθος χρόνου, περισσότερες και με καλύτερους όρους συναυλίες.

Γιατί, προκειμένου να βιοποριστείς μέσα από τη δουλειά σου, μέσα από τη μουσική δημιουργία, τα έσοδα από τις συναυλίες είναι (ή δυνητικά μπορούν να γίνουν) ένα πολύ βασικό κομμάτι.

Το τελευταίο διάστημα και μετά την σταδιακή άρση του lockdown αρχίζει να ενεργοποιείται ξανά το κομμάτι των συναυλιών. Όπως όμως ήταν αναμενόμενο, οι συνθήκες μέσα στις οποίες γίνεται η ενεργοποίηση αυτή, πρακτικά επιτρέπει μόνο στα μεγάλα συναυλιακά ονόματα του κάθε μουσικού είδους να κάνουν συναυλίες. Για τα μεσαίας και μικρής αναγνωρισιμότητας ονόματα οι συνθήκες είναι ακόμη απαγορευτικές. Ακόμα και για τα μεγάλα ονόματα παρατηρούνται ή θα παρατηρηθούν μέσα στο καλοκαίρι ανατροπές (για παράδειγμα, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι αμφίβολο για το αν θα πραγματοποιηθούν  όλες οι συναυλίες που έχουν ανακοινωθεί για το Ηρώδειο.)

Οι συνάδελφοι δημιουργοί και μουσικοί εκτελεστές – συνολικά μιλώντας – αντιμετωπίζουν το όλο πράγμα με ψυχραιμία, για αυτό και δεν γίνεται κάποιος “θόρυβος” για το θέμα. Προσωπικά προσυπογράφω αυτήν την συλλογική αξιοπρεπή στάση (με τις φωνασκίες δεν είμαι φίλος) από την άλλη προτρέπω το κοινό να μην θεωρήσει αυτήν την “ησυχία” ως ένδειξη του ότι τα προβλήματα λύθηκαν και έχουμε μπει πλέον σε κάποια μορφή κανονικότητας.

Είμαστε πολύ μακριά από αυτό ακόμη. Ήδη έχει εμφανιστεί πρόβλημα βιοπορισμού σε μερίδα των δημιουργών / μουσικών αυτών, ενώ τα “δύσκολα” φαίνεται να είναι μπροστά μας και όχι πίσω μας.

Με δεδομένο ότι – έτσι κι αλλιώς, ανεξαρτήτως lockdown – τα έσοδα από τα διαφόρων ειδών “κλικ” είναι από τη φύση τους και εξ ορισμού, είτε μηδενικά, είτε κοντά στο μηδέν (ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι υπηρεσίες streaming πληρώνουν τους δημιουργούς το πολύ 0,0047763387204 του ευρώ κάθε φορά που κάποιος ακούει ένα κομμάτι τους) τα μόνα έσοδα που μπορεί να έχει η πλειοψηφία των δημιουργών αυτή την περίοδο προέρχονται από την πώληση cd ή/και βινυλίων.

Οι υπηρεσίες streaming, το YouTube, το Soundcloud και τα συναφή είναι εκεί προκειμένου να ακούει κανείς ότι θέλει και αν του αρέσει πολύ, τότε να το αγοράσει σε φυσική μορφή ή/και να θελήσει να πάει σε μια συναυλία του καλλιτέχνη που άκουσε. Αυτές οι υπηρεσίες / πλατφόρμες δεν αποφέρουν έσοδα για τους καλλιτέχνες / δημιουργούς. Μια επίσκεψη σας στα δισκοπωλεία, μια αγορά σας από το ηλεκτρονικό κατάστημα ενός δισκοπωλείου ή ενός δημιουργού (βλέπε Bandcamp), αυτά αποφέρουν τα όποια έσοδα. Και οι συναυλίες βέβαια ακόμη περισσότερο. Αλλά είπαμε. Αυτές – εκ των πραγμάτων και χωρίς απαραίτητα να “φταίει” κάποιος για αυτό – αυτή την περίοδο δεν αποτελούν προοπτική για την πλειοψηφία των δημιουργών.

Και για να κλείσω όπως ακριβώς άρχισα: Δεν είναι ότι δεν τα είχαμε αντιληφθεί αυτά και πριν από την πανδημία. Είναι στην ανθρώπινη φύση το να βλέπεις κάποια προβλήματα αλλά να μην τους δίνεις και τόσο ουσιαστική σημασία για όσο τουλάχιστον καταφέρνεις να συνεχίζεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και ξαφνικά, μια ωραία μέρα του Μαρτίου, δεν μπορείς να συνεχίσεις. Οπότε και αναδεικνύονται οι παθογένειες.

Πάω βόλτα σε ένα δισκοπωλείο και μετά σε μία συναυλία. Ελπίζω να συναντηθούν οι δρόμοι μας.