Σε ένα πρόσφατο ντοκιμαντέρ για τη φύση του Αμαζονίου τη νύχτα, ο παρουσιαστής, με μία υπόκωφη φωνή, αφηγείται πώς το έδαφος του δάσους της βροχής αρχίζει και αναδεύεται μόλις δύει ο ήλιος. Χρησιμοποιεί τη φράση “the earth comes alive” -το έδαφος ζωντανεύει. Εισερχόμενοι στον υπόγειο χώρο του Bios, βιώνουμε μία αντίστοιχα ανατριχιαστική απτική, σχεδόν δερματική, εμπειρία. Σε κάθε γωνία, κάθε εσοχή, κάθε κρύπτη του πετρόχτιστου κελαριού, μοιάζει να αναδεύεται και κάποιος σκοτεινός, ηφαιστειακός χαρακτήρας που αναδύεται μέσα από το έρεβος του Μύθου. Δεν είναι τυχαίο, ότι αυτή η έκθεση, στην πρώτη εκδοχή της στην Κατακόμβη της Ρωσικής εκκλησίας, έπεσε θύμα της πιο σκοταδιστικής λογοκρισίας και κατέβηκε λίγο πριν ανοίξει για τα εγκαίνια τον περασμένο Μάιο! Πολλές φορές το φέγγος του σκότους τυφλώνει όσα μάτια δεν αντέχουν να λειτουργήσουν στο φως…

Τα σκοτεινά, περίκλειστα υπόγεια εσωτερικά, ως πνευματικοί χώροι που δεν γίνονται εύκολα αντιληπτοί από τη φαυλότητα της διάσπαρτης όρασης αλλά από τη διαπεραστική και κοφτερή σαν χαρτί ενόραση του νου, στα πρότυπα της ντανταϊστικής σκέψης, γίνονται αναπόσπαστο μέρος της εικαστικής εγκατάστασης του Blind Adam. Αυτή αποτελείται από επιδαπέδια γλυπτά που ανατρέπουν το σημείο θέασης του θεατή, ο οποίος χρειάζεται να αρχίσει να νιώθει ότι έρπει ο ίδιος ώστε να μπορέσει να αντιληφθεί έναν άλλο κόσμο που αναπτύσσεται και απλώνεται σαν τους κόμπους ενός καταγωγικού υφαντού, με το να ανατρέπει διαρκώς την συνθήκη του ‘άνω θρώσκω’. Για αυτό τα πιάτα σπάνε, σε μία χειρονομία εξορκισμού του κακού, κατά την παράδοση του σπασίματος πιάτων στις κηδείες, μία δήλωση για το τέλος της γνώσης, μέσα σε μία περίοδο όπου η ανθρωπότητα νοσεί και κανιβαλίζεται εκ των έσω από τον δογματισμό της. Ένα μικρό φτερό αγγέλου αποτελεί άλλη μία υπαινικτική δήλωση για τη στιβαρή ελαφρότητα του περάσματος στο Επέκεινα.

Την έκθεση λυμαίνεται ένας κοφτερός πολιτικός σχολιασμός είτε πρόκειται για τα κοφτερά νύχια της εξουσίας που καταβυθίζεται στην παρακμή της, αποκεφαλίζεται, και από την οποία παραμένουν μόνο ο όγκος μία μαύρης σπογγοειδούς καρδιάς και δύο αρπαχτικά χέρια που γαντζώνονται στον Επαναστατημένο Άνθρωπο του Αλμπέρ Καμύ σαν το τελευταίο καταφύγιο ενός δημιουργού-δολοφόνου, είτε όταν ο καλλιτέχνης πλάθει την καταστροφή που επιφέρει ο άνθρωπος στο περιβάλλον του, εκεί που μικροί κορμοί θυμίζουν φιγούρες του Τζακομέτι επάνω σε ένα αποκαλυπτικό τοπίο καμένης γης, όπου επιβιώνει ένα κοχύλι για να μας ψιθυρίσει πένθιμα το έπος της απώλειας, ή αφιερώνοντας μία δέηση στους αιθέρες, σαν ένας μικροσκοπικός Star Gazer, που ακόμα ελπίζει.

Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί αλληγορικά, μέσα από την αχλή του μύθου, τα ίδια τα φυσικά στοιχεία όπως η Αράχνη, η παινεμένη υφάντρα, μεταμορφωμένη από τη ζήλια της θεάς Αθηνάς σε τρομαχτικό έντομο. Όμως, σε μία θριαμβευτική για την φύση και τα πλάσματα της ανατρεπτική εκδοχή, η Αράχνη εδώ κατατροπώνει την μικροσκοπική λευκή, άψυχη σαν κούκλα, θεότητα, ενώ η φύση μετατρέπεται σε φοντάνα του Υψηλού, όπως και σε κοιτίδα μίας θεολογίας που δεν επιθυμεί να σηκώνει άλλο το βάρος του προπατορικού αμαρτήματος αλλά υπάρχει για να ξεδιπλώνει αέναα τη θεϊκή βιρτουοζιτέ της ποιητικής ύφανσης των πραγμάτων.

Και η πέτρα του σκανδάλου της πρόσφατης απόπειρας φίμωσης της τέχνης, ξεδιπλώνεται μπροστά μας: Το εβένινο Φίδι, ανατριχιασμένο, με τις φολίδες του σαν αγκάθια στον άνεμο, με το κεφάλι στητό να αγναντεύει τα άστρα που αντανακλώνται στα λέπια του, αποτελεί μία από τις πιο συνταρακτικές εικόνες που έχουμε συναντήσει τον τελευταίο καιρό στη σύγχρονη γλυπτική. Ένα ον διττό που διαρκώς μεταμορφώνεται, λιγνό, υπόγειο και υπέργειο ταυτόχρονα, η επιτομή ενός μορφοποιημένου πειρασμού που ενώνει γητευτικά και λικνιστικά τον ουρανό με τη γη.

Ένα αρχαϊκό σύμβολο υγείας, εδώ γίνεται σύμβολο της ίασης μέσα από την τέχνη, έτσι όπως κουλουριάζεται γύρω από την πεσμένη λύρα του Απόλλωνα, μία αναφορά στον αρχικό εκθεσιακό χώρο της κρύπτης της Ρώσικης εκκλησίας που τα αρχαία χρόνια αποτελούσε ιερό του Απόλλωνα. Η σκοτεινή του μορφή, φαίνεται να φέρει μία κερατοφόρα, εωσφόρα όψη, έτσι όπως λαμπυρίζει μαύρο και γυαλιστερό στο κέντρο της αίθουσας, ένα περιτυλίγον σύμβολο προστασίας μα και απειλής, ερωτισμού και εξαπάτησης. Σαν τον Πύθωνα που γέννησε μέσα από τη λάσπη η Γαία, και ο οποίος φύλαγε το Μαντείο των Δελφών αλλά αργότερα έπεσε θύμα της ζήλιας του Απόλλωνα και έδωσε το όνομα του στην ιέρεια της ενόρασης Πυθία, ο όφις του Blind Adam, ίσως να έχει ήδη αφανίσει το θεό των επίπλαστων τεχνών, για να παίξει αυτός τις απόκοσμες συγχορδίες του κάτω κόσμου, με τη λύρα-τρόπαιο του δολοφόνου του.

Μία ζωγραφική σουρεαλιστική αυτοπροσωπογραφία με ένα τρίτο μάτι, βάζει τη σφραγίδα της προσωπικής εμπειρίας του καλλιτέχνη, με την αληθινή αίσθηση της όρασης να μην βασίζεται πλέον στην ολιγοδιάστατη οπτική εμπειρία. Δίπλα, ένας βωμός από πλυμένα κόκαλα, λειτουργεί ως τελετουργικό σχόλιο στην ιστορία της σωματικής επιτέλεσης, με πηγή έμπνευσης αυτής της οστέινης πυραμίδας, την τελική παράδοση-θρησκευτικό θυσίασμα του έρωτα στην ιερή απάθεια, εμπνευσμένη από την αγάπη ως βία, στον Ερωτισμό του Ζορζ Μπατάιγ.

Η τέχνη του Blind Adam είναι διττή, ζωώδης και θεόπνευστη, χωμάτινη και εγκεφαλική. Δημιουργεί διόδους από το Υψηλό στο Χθόνιο και πίσω. Αναφέρεται στο καλό και στο κακό, όχι ως ηθικές αξίες αλλά ως φυσικές εντροπικές δυνάμεις που διαρκώς ενσταλάζουν τους γλυκόπικρους χυμούς της τριβής τους μέσα στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και τη διαμορφώνουν πολυδιάστατα.

Ο τίτλος της έκθεσης “The End. After Before” αναφέρεται στο κυκλικό σχήμα της ιστορίας, όπου τίποτα δεν τελειώνει, μόνο μεταμορφώνεται. Είναι δε εξαιρετικά συγχρονισμένος με την απομαγεμένη εποχή της Ανθρωπόκαινου, όπου η ανθρωπότητα οδεύει προς ένα ‘χειροποίητο’ τέλος, όταν ως ουροβόρος όφις καταναλώνει τον εαυτό της, με τη μόνη ελπίδα να επιστρέψει την επόμενη μέρα, και πάλι ως μυθικό ον, ως φοίνικας, δράκος, ερπετόμορφο πλάσμα πλασμάτων.


Διαβάστε επίσης:

H έκθεση «The end. After Before» χαρακτηρίστηκε ανίερη και ακυρώθηκε