Με την φθινοπωρινή αύρα να έχει κατακλύσει τα καφέ της πόλης και τα φύλλα των δέντρων να μας προκαλούν μελαγχολία, η είδηση της απονομής του βραβείου Νόμπελ στον Πατρίκ Μοντιανό έρχεται να μας γεμίσει με χαρά και ενθουσιασμό. Και αυτό γιατί ο ίδιος με την γραφή του είναι ένα καλοκαίρι και μία όαση αισιοδοξίας μέσα στην συνεχόμενη απαξίωση ανθρώπων και ξεθώριασμα αξιών.

Εκείνος αντιστέκεται σθεναρά, μένει πιστός στις περιγραφές του και μέσα από την ρομαντική του περιπλάνησή σε δρόμους και μονοπάτια μίας άλλης εποχής, μας θυμίζει την ζωή που θέλουμε να ξαναβρούμε μέσα μας, αυτήν που δεν χάθηκε αλλά ενυπάρχει σιωπηλή σε κάποια γωνιά και περιμένει να την συναντήσουμε. Αυτήν που, στο βιβλίο αυτό, με βλέμμα στο μέλλον αλλά με προσήλωση και σεβασμό στο παρελθόν και στα πεπραγμένα των μεγάλων της λογοτεχνίας, ο συγγραφέας-λογοτέχνης διατηρεί αλώβητη από την φθορά και την σκουριά. Συγκινητικός, ευαίσθητος, μειλίχιος με την διάφανη πανοπλία και το αθόρυβο του χαρακτήρα του καταγράφει την μποέμικη εποχή της δεκαετίας του ’60 σε ένα Παρίσι όπου πάντα αποπνέει αέρας ομορφιάς και έρωτα.

Εδώ πρόκειται για μία δεύτερη ανάγνωση μίας προυστικής αναζήτησης ενός χρόνου που έμεινε στο ασπρόμαυρο αλλά θέλει κάτι έγχρωμο για λίγο. Η Λουκί, η πρωταγωνίστριά του, είναι ένα κορίτσι σαν όλα αυτά που έδρασαν τον Μάη του ’68, ένα κορίτσι λιτό που εξαφανίζεται για να βρει άραγε τον χαμένο της εαυτό; Στο Παρίσι της περιδιάβασης όπου όλα είναι ποίηση και μουσική ψάχνει την ταυτότητά της μακριά από φώτα, φίλους και γνωστούς όταν εκείνοι την αναζητούν στα μπαρ και στα καφέ. Είναι η χαμένη νιότη που αναζητάται, είναι ένα παιχνίδι με τον χρόνο ή μήπως ένα ταξίδι του μυαλού στα σοκάκια της πόλης του φωτός; Τι της συνέβη και ζει την απώλεια της με όρους τσεχοφικούς και οι “διώκτες” της έχουν επιδοθεί σε ένα κυνήγι μαγισσών μήπως και την εντοπίσουν; Ο Μοντιανό είναι μεγάλος αφηγητής γιατί έχει το καλώς εννοούμενο μικρόβιο της δημιουργίας μίας κινηματογραφικής ατμόσφαιρας, ενός πλάνου που αφήνεται στα χέρια του αναγνώστη μόνο για να το πλάσει στο μυαλό του. Στο μυθιστόρημά του αυτό όλα κινούνται με ρυθμούς ανασφάλειας μακριά από κάθε λογική βεβαιότητας, σε ένα χωροχρόνο όπου οι ήρωες γίνονται συνώνυμοι ανδρείκελων ή φαντασμάτων της ίδιας τους της ύπαρξης. Παρασύρονται από τον συγγραφέα σε ένα συνεχές ταξίδι μέσα στην πόλη, αναρωτιούνται, πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται γιατί η αναγέννηση είναι μία μορφή επαναπροσδιορισμού του εγώ τους.

Ο Μοντιανό κρατάει τον αναγνώστη σε αγωνία παρά το γεγονός πως δεν επιστρατεύει ψεύτικες ή πρόχειρες αφηγηματικές πλατφόρμες που θα τον κατέτασσαν σε έναν επιφανειακό καταθέτη εντυπώσεων. Μπαίνει βαθιά στους ρόλους που διανέμει και με ψυχαναλυτική ματιά αλλά και με πίστη στην ανθρώπινη περιγραφή της αδυναμίας, της πίστης ή της απιστίας, της συναρμολόγησης των συναισθημάτων, ξεδιπλώνει ένα χαλί εικόνων σε ένα Παρίσι που γίνεται ξανά ιμπρεσιονιστικό και μπελεποκικό. Παράλληλα, ξεπηδούν από την ιστορία του γνήσιες περιπετειώδεις εξάρσεις σε ένα σκάκι όπου κάθε πιόνι μετακινείται χωρίς ο ίδιος να έχει παρέμβει, ένα συνεχές πισωγύρισμα σε σκηνές που ήδη έχουν παιχτεί. Η βάση της επιτυχίας έγκειται, κατά την ταπεινή μου γνώμη, στην πίστη και στην αφοσίωση στα διδάγματα των δασκάλων της γαλλικής λογοτεχνίας, αυτή την μπαλζακική “φλυαρία” και την φλωμπερική “ασάφεια” που όμοιές του δεν υπάρχουν και δεν θα ξαναυπάρξουν στην ευρηματική μορφή που τις γνωρίσαμε. Γίνεται κοινωνός και μέτοχος μοναδικών στιγμών, ελευθερώνει την πένα του χωρίς να γίνεται βαρετός και κουραστικός για να ντύσει με το πέπλο της αμφισβήτησης όλα αυτά που συμβαίνουν σε μία πόλη φουντωμένη από το στοιχείο της ανεμελιάς, της χαράς και της λύπης. Γιατί τι νόημα έχει μία ζωή που μένει σε τροχιά σταθερή και δεν ρέει όπως το νερό ακαθόριστο στα πεζοδρόμια? Η νιότη τι και αν χαμένη μπορεί να ξανακερδηθεί και αν χαθεί ας άξιζε αυτή η φυγή στο άγνωστο.

“Ήταν εκεί ο πανικός, πότε πότε, στην προοπτική ότι οι κομπάρσοι που έχεις αφήσει πίσω σου, μπορούν να σε ξαναβρούν και να σου ζητήσουν λογαριασμό. Πρέπει να κρυφτείς για να ξεφύγεις απ’αυτούς τους εκβιαστές, ελπίζοντας ότι, μία μέρα, θα βρεθείς οριστικά έξω απ’την εμβέλειά τους. Εκεί ψηλά, στον αέρα της κορυφής. Ή στον αέρα της ανοιχτωσιάς”

Το βιβλίο του Patrick Mondiano, Στο cafe της χαμένης νιότης, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.