Επισκεπτόμενος την έκθεση του Στέφανου Ρόκου στο Μουσείο Μπενάκη, σου συστήνουμε να εξοπλιστείς με ακουστικά και να ξεκινήσεις την περιήγηση σου, ακούγοντας ταυτόχρονα το άλμπουμ των Nick Cave & The Bad Seeds “No More Shall We Part”. Κάθε πίνακας που θα συναντήσεις αντιστοιχεί σε ένα κομμάτι αυτού του άλμπουμ… είναι μία ιδιαίτερη έκθεση που σου χαρίζει μία πρωτότυπη “μουσικο-εικαστική” εμπειρία.

Πως όμως ξεκίνησαν όλα αυτά; Ο Στέφανος Ρόκος χαρακτήρισε επιτακτική την ανάγκη που του γεννήθηκε να προσεγγίσει εικαστικά αυτό το άλμπουμ: “To άλμπουμ «No More Shall We Part» είχε μεγάλο αντίκτυπο και επίδραση στην προσωπική μου ζωή, καθώς και στην καλλιτεχνική μου εξέλιξη, από το 2001 που κυκλοφόρησε. Την εποχή εκείνη, προσπαθώντας να σώσω μια σχέση που είχε ήδη καταρρεύσει, και ψάχνοντας ικανοποιητικές απαντήσεις σε διάφορα υπαρξιακά ερωτήματα που πολύ συχνά με βασανίζουν ακόμα, ένιωσα να ταυτίζομαι με τις βασικές ιδέες που πραγματεύεται το άλμπουμ, τον Θεό και τον Έρωτα”. Όταν τον ρωτάς να περιγράψει το ζωγραφικό του στυλ εκείνος αρνείται, μη αποδεχόμενος τις ταμπέλες. Ωστόσο, χρησιμοποιεί μία στο τόσο τον αρκετά ευφυή χαρακτηρισμό μιας φίλης του: «πλουραλιστικός μινιμαλισμός».

Στις 9 Μαΐου στο αίθριο του Μπενάκη, η έκθεση θα ολοκληρωθεί και μουσικά με μία μεγάλη συναυλία που θα συμμετέχουν αγαπημένοι μουσικοί, όπως ο Jim Sclavunos , η Eleanor Friedberger  και η μπάντα The Callas, και ο Στέφανος Ρόκος διηγείται στο Culturenow.gr όλη αυτή τη μαγική εικαστική διαδρομή που τον έφερε ως εδώ.


-Αρχικά, υπήρξε κάποια καθοριστική στιγμή στη ζωή σου που κατάλαβες πως θέλεις να ασχοληθείς με τα εικαστικά;

Αν και από πολύ μικρός ζωγράφιζα συνεχώς με τον αδερφό μου στο σπίτι και στα εργαστήρια των γονιών μας, που είναι και οι δύο καλλιτέχνες, τότε μόνο αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στην Σχολή Καλών Τεχνών, όταν συνειδητοποίησα ότι δεν είχα καμία κλίση στη μουσική. Νωρίτερα, στην εφηβεία μου, είχα προσπαθήσει να μάθω κιθάρα και μπάσο, στην πορεία όμως κατάλαβα ότι δεν είχα μουσικό ταλέντο και ότι ήμουν φάλτσος. Αυτό με βοήθησε να δώσω σημασία στη ζωγραφική, να εκτιμήσω τις δυνάμεις και τα εφόδιά μου, αλλά και να συγκεκριμενοποιήσω, αργότερα, την ανάγκη να εντάξω το είδος της μουσικής που αγαπώ στη ζωγραφική μου.

-Πώς θα περιέγραφες με λέξεις το στυλ της ζωγραφικής σου;

Ο οξύμωρος χαρακτηρισμός «πλουραλιστικός μινιμαλισμός» που απέδωσε πριν από χρόνια μια φίλη μου για τη ζωγραφική μου μου αρέσει πολύ. Γενικά θα ήθελα να παραμένω ανένταχτος σε κατηγορίες και κινήματα, και να συνεχίζω να έχω καλά αφομοιωμένες επιρροές από όλες τις μορφές τέχνης που με ενδιαφέρουν.

As I sat sadly by her side ©Stefanos Rokos

Η νέα σου δουλειά αποτελεί μία εικαστική προσέγγιση στο μουσικό άλμπουμ του Nick Cave & The Bad Seeds, με τίτλο «No More Shall We Part» . Όταν άκουσες το άλμπουμ τι ήταν αυτό που σε συνεπήρε;

To άλμπουμ «No More Shall We Part» είχε μεγάλο αντίκτυπο και επίδραση στην προσωπική μου ζωή, καθώς και στην καλλιτεχνική μου εξέλιξη, από το 2001 που κυκλοφόρησε. Την εποχή εκείνη, προσπαθώντας να σώσω μια σχέση που είχε ήδη καταρρεύσει, και ψάχνοντας ικανοποιητικές απαντήσεις σε διάφορα υπαρξιακά ερωτήματα που πολύ συχνά με βασανίζουν ακόμα, ένιωσα να ταυτίζομαι με τις βασικές ιδέες που πραγματεύεται το άλμπουμ, τον Θεό και τον Έρωτα. Παράλληλα οραματιζόμουν για κάθε τραγούδι μία ζωγραφική εικόνα, και, μέσα στην αφέλειά μου, έναν γάμο με την κοπέλα που αγαπούσα. Ως μεταπτυχιακός φοιτητής τότε στο Λονδίνο, είχα επιχειρήσει να μετουσιώσω σε εικόνα το τραγούδι The Sorrowful Wife κάνοντας μία από τις πρώτες μου ξυλογραφίες. Εκεί πρωτοχάραξα τον εναρκτήριο στίχο του τραγουδιού I married my wife on the day of the eclipse, που ίσως και να περικλείει την βασική ιδέα του άλμπουμ.

Πολλά χρόνια αργότερα, χωρίς να έχω καταφέρει να ταυτιστώ με τη συζυγική ζωή που περιγράφει ο δίσκος, οι εικόνες που είχα πρωτοσκεφτεί για κάθε τραγούδι του με ακολουθούσαν ακόμη. Ήταν η μοναδική φορά που μου συνέβαινε κάτι τέτοιο με ένα καλλιτεχνικό έργο. Ίσως ο τρόπος που αποδίδει τον προβληματισμό σχετικά με ορισμένα υπαρξιακά ζητήματα και η λεπτή ισορροπία που τηρείται ανάμεσα στη βαθιά πνευματικότητα και τις ανθρώπινες αδυναμίες να είναι αυτό που αναζητώ στη ζωγραφική μου. Ένα άλλο άλμπουμ του Nick Cave που μου προκάλεσε παρόμοια συναισθήματα πολλά χρόνια αργότερα είναι το «The Skeleton Tree».

-O επιμελητής της έκθεσης Σταύρος Καβαλλάρης αναφέρει σε κάποιο σημείο για την έκθεση: «Πίνακες εξίσου σαγηνευτικοί, που επικαλούνται τα όποια ψήγματα έρωτα έχουν ξεμείνει ως παρόρμηση μιας αρχειοθετημένης επιθυμίας…». Θα ήθελες να μας σχολιάσεις αυτή την πρόταση;

Οποιοσδήποτε σχολιασμός μου στο εξαιρετικό κείμενο του Σταύρου Καβαλλάρη θα φανεί άστοχος και αδύναμος. Ο Καβαλλάρης, με την έμπειρη και διεισδυτική του ματιά ως επιμελητή και ιστορικού τέχνης, θεωρητικοποίησε με τον μοναδικό του τρόπο την έκθεση και ανέδειξε στοιχεία που υπάρχουν στα έργα αλλά δεν είχαν εκφραστεί λεκτικά. Το νόημα της συγκεκριμένης πρότασης του κειμένου του βρίσκεται μέσα στα έργα, τα οποία ζητούν από τον θεατή λίγο παραπάνω χρόνο για να τα παρατηρήσει προσεκτικά.

And no more shall we part ©Stefanos Rokos

-Ποια ήταν η πρώτη σου μουσική επαφή με τον Nick Cave, αλλά και με την rock μουσική γενικότερα;

To 1991 απέκτησα το soundtrack της ταινίας του Wim Wenders Until The End of The World. Ήμουν 14 ετών. Αφορμή γι’ αυτό υπήρξαν οι REM, τους οποίους είχα ανακαλύψει μόλις λίγους μήνες νωρίτερα. Ήξερα κι άλλα συγκροτήματα που συμμετείχαν στο συγκεκριμένο soundtrack. Τους Depeche Mode και τους U2, που ποτέ δεν με κέρδισαν, τον Lou Reed, την Patti Smith και τον Elvis Costello, κυρίως ονομαστικά, και τη Neneh Cherry, λόγω Buffalo Stance. Από εκεί έμαθα και τους Talking Heads και τον Daniel Lanois. Ωστόσο, τα δύο τραγούδια που άλλαξαν τη ζωή μου ήταν το The Adversary των Crime & The City Solution και το (I’ll Love you)Till The End of The World κάποιων Nick Cave & The Bad Seeds. Το συγκινητικό ήταν ότι τα δύο αυτά συγκροτήματα είχαν κοινές ρίζες.

Ζήτησα από τον μεγαλύτερης ηλικίας ξάδερφό μου να μου δώσει να ακούσω δίσκους του Nick Cave. Θυμάμαι να βρίσκομαι στο σαλόνι με τον αδερφό μου και τον πατέρα μου και να ανοίγω με τρομερή αγωνία το Tender Prey για να το βάλω στο πικάπ. Σαν να ήμουν κάπως προετοιμασμένος για μια αποκάλυψη, αλλά δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι υπήρχαν τέτοια τραγούδια όπως το πρώτο της πρώτης πλευράς αυτού του δίσκου, το επτάλεπτο καταιγιστικό και μονότονο Mercy Seat. Ξεκινάει περίεργα, με κάτι αλλόκοτους ήχους. Ο Nick Cave μιλάει με μια τρομακτική φωνή και λέει «I’m not afraid to die» και μετά ακούγονται τύμπανα και καμπάνες. Δεν είχα ξανακούσει κάτι παρόμοιο. Για επτά λεπτά μου είχε κοπεί η αναπνοή και αυτό που θυμάμαι ήταν, όταν τελείωσε το τραγούδι, να κοιτάω τον πατέρα μου σαστισμένος, να παίρνω τη βελόνα και να την βάζω να ξαναπαίξει το τραγούδι από την αρχή.

Απέκτησα όλη τη δισκογραφία των Bad Seeds μέσα σε λίγες μέρες μαζί με τους δίσκους των Birthday Party – ό,τι πιο βίαιο είχα ακούσει μέχρι τότε. Λίγους μήνες αργότερα ο Nick Cave κυκλοφόρησε τον επόμενο δίσκο του, το Henry’s Dream, και ήταν σε εκείνη την περιοδεία που τον είδα για πρώτη φορά λάιβ, το 1992, στο γήπεδο του Σπόρτιγκ.

-Όταν ο Nick Cave έμαθε για την ιδέα σου πως αντέδρασε;

Όταν μοιράστηκα την ιδέα μαζί του, θέλησε αμέσως να την στηρίξει, καθώς γνώριζε καλά και εκτιμούσε τη δουλειά μου. Όμως καμία στιγμή μέσα στα τρία χρόνια κατά τα οποία δούλευα αφοσιωμένος τα έργα από τα τραγούδια του δεν θέλησε να επέμβει αναλύοντας τα νοήματα των στίχων ή υποδεικνύοντας κάποια ερμηνευτική προσέγγιση. Είχα αποφασίσει από την αρχή ότι όλη η διαδικασία δημιουργίας των έργων θα περνούσε μέσα από τη δική μου προσωπική ματιά, τη δική μου ερμηνεία και τα δικά μου βιώματα. Αυτό μάς έφερε ακόμη πιο κοντά, καθώς αποκαλύφθηκαν σιγά σιγά μπροστά μας η κοινή αισθητική, οι κοινοί προβληματισμοί και τα κοινά θέματα που υπήρχαν στις δουλειές μας.

Όταν σε μία από τις συναντήσεις μας ο Cave πλησίασε για να δει από κοντά το έργο που έφτιαξα για το τραγούδι του Grief Came Riding, το οποίο απεικονίζει μια μεγάλη μαύρη γέφυρα, γύρισε και μου είπε: «Ξέρεις κάτι; Ακριβώς την ίδια εικόνα μ’ αυτήν που ζωγράφισες, με τα ίδια χρώματα και την ίδια ατμόσφαιρα, έβλεπα κι εγώ όταν έγραφα το τραγούδι. Ένιωθα τα ίδια συναισθήματα. Η μόνη διαφορά είναι ότι, αν και στεκόμουν στην ίδια όχθη, κοιτούσα τη γέφυρα από άλλη οπτική γωνία». Τα λόγια του Nick Cave στο εισαγωγικό κείμενο που έγραψε για το λεύκωμα είναι από τα πιο συμπαγή και συγκινητικά λόγια που έχω ακούσει για τη ζωγραφική μου.

Darker With The Day ©Stefanos Rokos

– Υπάρχει κάποιος άλλος μουσικός δίσκος που να σε έχει εμπνεύσει με παρόμοιο τρόπο;

Υπάρχουν πολλά τραγούδια που αποτέλεσαν ισχυρή πηγή έμπνευσης στη ζωγραφική μου όλα αυτά τα χρόνια. Ενδεικτικά, ορισμένα από αυτά είναι το The Diamond Sea των Sonic Youth, το Chance Meeting και το In Every Dream Home a Heartache των Roxy Music, το One of these Days των Pink Floyd, το Total Eclipse of the Sun και Selbstportrait mit kater των Einstürzende Neubauten, η Θαλασσογραφία του Διονύση Σαββόπουλου, το Leave Alight της Krista Muir, το Gold Rules της Piney Gir και πολλά ακόμα. Σε ένα έργο μου του 2012 με τίτλο «More than 204 shots» απεικονίζω, σε μικρογραφίες, πάνω από 204 εξώφυλλα μουσικών δίσκων οι οποίοι έχουν δώσει το στίγμα τους στη ζωή μου. Ο δίσκος όμως που μου δημιούργησε την επιτακτική ανάγκη να ασχοληθώ εξαντλητικά μαζί του είναι μόνο το No More Shall We Part.

– Στο μέχρι τώρα έργο σου παρατηρούμε μία συνδιαλλαγή των εικαστικών με άλλες μορφές τέχνης, όπως ο κινηματογράφος και η μουσική. Τι σου κεντρίζει το ενδιαφέρον σε αυτή τη διαδικασία; Πως πιστεύεις πως την αντιλαμβάνεται ο θεατής σου;

Όπως μπορεί να εμπνευστώ από ένα λουλούδι που έχει δημιουργήσει η φύση, έτσι μπορεί να εμπνευστώ και από μια ιστορία που έχει δημιουργήσει κάποιος άλλος. Και στις δύο περιπτώσεις ο καλλιτέχνης είναι ένας εξωτερικός παρατηρητής που συγκεντρώνει συνεχώς πληροφορίες, τις αφομοιώνει, τις ενσωματώνει στην καθημερινότητά του και τις αναδεικνύει με την προσωπικότητα και τα βιώματά του. Όλα είναι μια αλυσίδα.

Εκτός από τις μουσικές μου επιρροές, σε αρκετά ζωγραφικά μου έργα υπάρχουν σαφείς ή καλά κρυμμένες κινηματογραφικές αναφορές, τις περισσότερες φορές ζωγραφισμένες και ενταγμένες πλήρως στο θέμα του κάθε πίνακα, άλλες φορές ενσωματωμένες με τη μορφή κολλάζ ως αυτούσια καρέ. Μου αρέσει να μπαίνει ο θεατής μέσα στα ζωγραφικά μου έργα και να ανακαλύπτει αυτές τις αναφορές, σαν παιχνίδι.

– Η έκθεση «No More Shall We Part» έχει ήδη κερδίσει τη καρδιά του φιλότεχνου κοινού της Αθήνας. Πώς νοιώθεις γι’ αυτό; Το περίμενες;

Δεν το είχα φανταστεί ούτε μία στιγμή ότι θα γινόταν πραγματικότητα μια τέτοια έκθεση όταν πρωτοκυκλοφόρησε το άλμπουμ, αλλά όλα αυτά τα χρόνια το ονειρευόμουν. Όταν μου γεννιέται μια ιδέα ή επιθυμία, την αφήνω να αναπτύσσεται φυσικά, και όποτε –και αν– έρθει η κατάλληλη στιγμή, αρχίζω να την υλοποιώ. Κοιτώντας πίσω, θεωρώ ότι πολύ σωστά αποφάσισα τότε αφήσω τον χρόνο να κυλήσει. Είχα το ένστικτο και τη διαύγεια να περιμένω όσο καιρό χρειαζόταν.

Η προσέλευση και η ανταπόκριση του κόσμου στα εγκαίνια, αλλά και τώρα που η έκθεση βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι πραγματικά συγκινητική. Ακόμη προσπαθώ να τα βάλω όλα κάτω, να συνειδητοποιήσω και να σκεφτώ κάποια πράγματα.

God is in the house ©Stefanos Rokos

-Ποιον ζωγράφο από το παρελθόν θα ήθελες να έχεις γνωρίσει από κοντά και γιατί;

Από το κοντινό παρελθόν τον Pierre Bonnard και τον Henry Darger. Ο Bonnard θα μου εξηγούσε πώς κατάφερε να ζωγραφίζει τόσο πετυχημένα, εμμονικά αλλά με ανεξάντλητο ενδιαφέρον τόσο πολλά ιδίου θέματος έργα, όπως λ.χ. τη γυναίκα του να καλλωπίζεται στο μπάνιο, αλλά και πώς δημιούργησε το αγαπημένο μου ζωγραφικό έργο Summer, Dance (1912), το οποίο κάθε φορά που το βλέπω είναι σαν να αλλάζει σύνθεση και χρώμα. Τον Darger θα ήθελα να τον παρακολουθώ από μια γωνία στην καθημερινότητά του, και να αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να επέμβω να τον βοηθήσω να βγει από τη δυστυχισμένη του ζωή ή όχι – γιατί με τη βοήθειά μου ίσως να μη δημιουργούσε ποτέ τις Vivian Girls, το απόλυτο παράδειγμα της τέχνης του περιθωρίου. Η απίστευτη περίπτωση του Henry Darger εντείνει τον προβληματισμό μου για την προέλευση του ταλέντου, της έμπνευσης και της διδασκαλίας της τέχνης, και βάζει την έννοια της ζωγραφικής στα πλαίσια μιας σχεδόν μεταφυσικής διαδικασίας ή μιας τεράστιας πρωτόγονης ανάγκης να βγει ανεξέλεγκτα στην επιφάνεια το ανθρώπινο υποσυνείδητο.

-Τι αγαπάς περισσότερο σε αυτό που κάνεις;

Νιώθω περήφανος που η κάθε μια ανεπαίσθητη μικρή σταγόνα, γραμμή, μουτζούρα σε όλα τα έργα μου έχει δημιουργηθεί από εμένα, με τα χέρια μου, την γνωρίζω, την θυμάμαι και της δίνω αξία.

***

Info:

Την Πέμπτη 9 Μαΐου θα πραγματοποιηθεί συναυλία στα πλαίσια της έκθεσης στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη.
Πληροφορίες: www.facebook.com/events/453095168761012/


Κεντρική φωτογραφία θέματος: Δημήτρης Λεγάκης


Διαβάστε επίσης:

Nick Cave & The Bad Seeds’ No More Shall We Part: Έκθεση του Στέφανου Ρόκου στο Μουσείο Μπενάκη

Συναυλία για την έκθεση «Nick Cave & The Bad Seeds’ No More Shall We Part» στο Μπενάκη