Παρότι η Παρασκευή (15/02) ήταν μια βροχερή μέρα, πολύς ήταν ο κόσμος που βρέθηκε στο Half Note Jazz Club για να παρακολουθήσει την πρώτη από τις τέσσερις εμφανίσεις στη χώρα μας της θρυλικής Sheila Jordan και του vocalese κουαρτέτου The Royal Bopsters. Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε από την αρχή στο χώρο ήταν χαλαρή και το αθηναϊκό κοινό ήταν έτοιμο να απολαύσει μια vocal jazz βραδιά σε μια εμφάνιση σχήματος που δεν συνηθίζουμε να βλέπουμε συχνά στην Ελλάδα.

Περίπου δέκα λεπτά πριν από τις 11, το τρίο του Γιώργου Κοντραφούρη, αποτελούμενο από τον ίδιο στο πιάνο, τον Ντίνο Μάνο στο κοντραμπάσο και τον Σπύρο Παναγιωτόπουλο στα ντραμς, έλαβαν τις θέσεις τους στη σκηνή και τα φώτα χαμήλωσαν. Με το χτύπημα των δακτύλων του Dylan Pramuk να δίνει τον ρυθμό από το πλάι της σκηνής, οι Έλληνες μουσικοί ξεκίνησαν να παίζουν και αμέσως υποδεχτήκαμε τους The Royal Bopsters που αποτελούνται από την Amy London, την Holli Ross, τον Dylan Pramuk και τον Pete McGuinness.

Ήδη από την αρχή του set, με το κομμάτι «Music in the Air (Wildwood)» από το δίσκο «The Royal Bopsters Project» (2015), μεταφερθήκαμε στο χρόνο σε μια άλλη μουσική εποχή, εκείνη των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, με τους δύο άνδρες του σχήματος να επιδίδονται από νωρίς, σε γρήγορους φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς και έναν όμορφο «διάλογο» scat singing. Ακολούθησε ένα ακόμη κομμάτι από την ίδια δισκογραφική δουλειά του σχήματος, το τραγούδι «On The Red Clay», με τις εξαιρετικές ερμηνευτικές δυνατότητες της Ross να κάνουν την εμφάνισή τους και το εκφραστικό solo του  Dylan Pramuk να δίνει τη θέση του σε ένα πολύ όμορφο solo στο πιάνο από τον Γιώργο Κοντραφούρη.

Στη συνέχεια, μεταξύ άλλων, ακούσαμε το «On a Misty Night» σε μια διασκευή της εκδοχής του Chet Baker, ενώ, έπειτα από 30 περίπου λεπτά, καλωσορίσαμε θερμά, στη σκηνή, την Sheila Jordan στην πολυαναμενόμενη αυτή στιγμή της βραδιάς. Αμέσως, έγινε αισθητή η παρουσία της γλυκύτατης 90χρονης Jordan με τις χαρακτηριστικές αφέλειες, τη γνωστή ευστροφία κατά τις ερμηνείες της και την αίσθηση χιούμορ που χαρακτηρίζει τους στίχους της. Σε μια σύντομη εισαγωγή, η Αμερικανίδα ερμηνεύτρια χαιρέτισε και ευχαρίστησε το ελληνικό κοινό, εξέφρασε τη χαρά της που βρίσκεται στην Αθήνα και αστειεύτηκε για την ηλικία της λέγοντας ότι συνεχίζει να τραγουδάει παρά τα χρόνια της.

Το πρώτο  κομμάτι που μας τραγούδησε, υπό τη συνοδεία του vocal σχήματος, ήταν το «Lucky to Βe Μe» κατά το οποίο υπήρξαν κάποιες στιγμές a cappella ερμηνείας, ενώ για το «Fair Weather» η Jordan παρέμεινε στη σκηνή συνοδευόμενη από τους τρεις εξαιρετικούς Έλληνες μουσικούς από τους οποίους απολαύσαμε θαυμάσια solo. Έπειτα από μερικά τραγούδια, η Jordan εγκατέλειψε για λίγο τη σκηνή και παρέμεινε μόνο το σχήμα Royal Bopsters.

Σε ένα από τα επόμενα τραγούδια, ο 55χρονος τρομπονίστας και ερμηνευτής Pete McGuinness, επιδόθηκε σε ένα πολύ εξαιρετικό αυτοσχεδιαστικό scat singing κατά το οποίο μιμήθηκε πολύ επιτυχημένα τον ήχο του τρομπονιού χρησιμοποιώντας μόνο τη φωνή του.

Ακολούθησε ένα jazz standard κομμάτι, το «I Love You for Sentimental Reasons», διασκευασμένο και εμπλουτισμένο με στίχους του Dylan Pramuk, ο οποίος έγραψε και τραγούδησε το κομμάτι αυτό στο γάμο του, ενώ προς το τέλος του κομματιού, είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε ένα εκπληκτικό solo με δοξάρι στο κοντραμπάσο από τον Μάνο.

Οι ρυθμοί ανέβηκαν ξανά με το «Jazz Jump», κατά το οποίο οι Royal Bopsters χόρευαν και χαμογελούσαν κατά την ερμηνεία τους ενώ o Pete McGuinness επιδόθηκε σε ένα αξιοθαύμαστο, πολύ γρήγορο vocal solo. H Jordan επέστρεψε στη σκηνή για το τελευταίο μέρος του πρώτου set, για να μας τραγουδήσει το αυτοβιογραφικό «Sheila’s Blues», ένα χιουμοριστικό κομμάτι ερμηνευμένο με το μοναδικό στυλ της Αμερικανίδας. Ακολούθησε το καθιερωμένο 30λεπτο σχεδόν διάλειμμα έπειτα από μια μουσική ώρα, ενώ με πολλή καλή διάθεση ξεκίνησε και το δεύτερο μέρος της βραδιάς.

Ένα από τα πρώτα κομμάτια του δεύτερου μέρους του setlist ήταν το «Why’d You Do Me Like You Did», μια πρωτότυπη σύνθεση του Mark Murphy και του πιανίστα Steve Schmidt, στο οποίο οι Royal Bopsters έχουν προσθέσει τους στίχους και θα συγκαταλέγεται στο νέο τους δίσκο «Party of Four». Στη συνέχεια, απολαύσαμε τρία πολύ όμορφα τραγούδια της Sheila Jordan, το «Peace», το χιουμοριστικό «Dat Dere» από το ντεμπούτο άλμπουμ της, καθώς και το θαυμάσιο «Autumn in New York», ένα κομμάτι-ύμνο στην όμορφη πλευρά της αγαπημένης πόλης της Jordan, τη Νέα Υόρκη.

Στη σκηνή παρέμειναν οι Royal Bopsters και ακούσαμε, μεταξύ άλλων, το πολύ ωραίο «Rusty Dusty» με ένα εξαιρετικό solo στο πιάνο, ενώ γύρω στη 1.30 μετά τα μεσάνυχτα ολοκληρώθηκε και το δεύτερο μέρος της συναυλίας με τον κόσμο να χειροκροτεί θερμά τους μουσικούς και να επιθυμεί ένα ακόμα τραγούδι. Έτσι, ακολούθησε encore με το jazz standard κομμάτι «Blue ‘n’ Boogie», γραμμένο το 1944 από τον Dizzy Gillespie και τον Frank Paparelli.

Συνολικά, επρόκειτο, κατά τη γνώμη μου, για ένα καλοφτιαγμένο set που διατηρούσε το ενδιαφέρον του κοινού αμείωτο, με τις κατάλληλες εναλλαγές στα τραγούδια και την απαραίτητη εισαγωγή πριν από κάθε τραγούδι ώστε να μάθει περισσότερα το κοινό για την ιστορία κάθε κομματιού. Οι εξαιρετικές φωνές των τεσσάρων μελών των Royal Bopsters, οι εκπληκτικοί Έλληνες μουσικοί που τους συνόδευαν, και φυσικά, η μοναδική Jordan παρήγαγαν ένα φανταστικό αποτέλεσμα το οποίο συνετέλεσε σε μια πολύ όμορφη μουσική βραδιά.

Οι Royal Bopsters αποτελούν ένα από τα λίγα σύγχρονα vocal jazz σχήματα που διατηρούν ζωντανό το bepop και ξεχωρίζουν στο δύσκολο χώρο του scat και vocalese jazz, ενώ η Sheila Jordan συνεχίζει να εκπέμπει μια απίστευτη γοητεία όταν βρίσκεται πάνω στη σκηνή, όπως ακριβώς συνέβαινε και στην αρχή της καριέρας της, τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Η Jordan, καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας, τραγουδώντας με κλειστά τα μάτια και νιώθοντας κάθε λέξη, προσέδιδε μια διαφορετική βαρύτητα στους στίχους και συνέπαιρνε τον ακροατή, κάνοντας εμφανή τη δημιουργική και αυτοσχεδιαστική άνεση της που την κάνουν να ξεχωρίζει.

Εξάλλου, είναι μια πρωτοπόρος του vocal jazz που έχει αφήσει το στίγμα της στην ιστορία του μουσικού είδους και δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι έχει ανακηρυχθεί ως Jazz Master από τον καλλιτεχνικό αμερικανικό φορέα National Endowment for the Arts (ΝΕΑ), ένας τίτλος που αποτελεί την υψηλότερη τιμητική διάκριση που μπορεί να λάβει ένας jazz μουσικός στην Αμερική για την προσφορά του στις τέχνες. Αποτελεί μια από τις λίγες ερμηνεύτριες της jazz που έχει την αξιοζήλευτη ικανότητα να αυτοσχεδιάζει ελεύθερα στίχους που συχνά κάνουν ρίμα, προσδίδοντας χιούμορ, ενώ παράλληλα είναι και μια υπέροχη τραγουδίστρια scat με εξαιρετική αίσθηση του ρυθμού.

Ήταν, εν κατακλείδι, μια απολαυστική βραδιά bebop και free jazz μουσικής, με τη Jordan να καταφέρνει να προσθέτει μια νότα χαράς στη μουσική και κυρίως, στην ερμηνεία της, ένα γεγονός που ίσως να συνδέεται με την προσωπική της ιστορία και τα δύσκολα παιδικά της χρόνια, τα οποία, όπως έχει η ίδια δηλώσει σε συνέντευξή της στο παρελθόν, την οδήγησαν να αναζητήσει και να βρει «καταφύγιο» στη jazz μουσική ώστε να μπορεί να δημιουργεί η ίδια τη χαρά που τόσο έλειπε από τη ζωή της.


Διαβάστε επίσης:

Sheila Jordan: Όταν τραγουδάω τζαζ, νιώθω πως δεν έχω να αποδείξω τίποτα σε κανέναν

Η Sheila Jordan και οι The Royal Bopsters στο Half Note Jazz Club